Εurostat: Οι Ευρωπαίοι στρέφονται στις ΑΠΕ για θέρμανση και ψύξη - Αναλυτικά τα στοιχεία για το 2020
Το 2020, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αντιπροσώπευαν το 23% της συνολικής ενέργειας που χρησιμοποιήθηκε για θέρμανση και ψύξη στην ΕΕ , σημειώνοντας σταθερή αύξηση από 12% το 2004 και 22% το 2019.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα από την Eurostat, η αύξηση αυτή είναι παρόμοια με αυτή που παρατηρούνται για το συνολικό μερίδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες αυξήθηκαν από 10% το 2004 σε 22% το 2020. Οι εξελίξεις στον βιομηχανικό τομέα, τις υπηρεσίες και τα νοικοκυριά (συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτροδότησης της θέρμανσης με αντλίες θερμότητας) συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανανεώσιμης ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη.
Μεταξύ των κρατών μελών, η Σουηδία ξεχωρίζει με τα δύο τρίτα (66%) της ενέργειας που χρησιμοποιείται για θέρμανση και ψύξη το 2020 που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές (κυρίως βιομάζα και αντλίες θερμότητας). Ακολουθούν, η Εσθονία και η Φινλανδία (και οι δύο 58%), η Λετονία (57%), η Δανία (51%) και η Λιθουανία (50%), με περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας που χρησιμοποιείται για αυτούς τους σκοπούς να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Στην Εσθονία και τη Λιθουανία, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι, αντίστοιχα, 29 και 24 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ. Η Ισλανδία ξεχωρίζει με το 80% των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας που χρησιμοποιούνται για θέρμανση και ψύξη (κυρίως λόγω της γεωθερμικής ενέργειας). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό, είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και παραμένει χαμηλό, καθώς διαμορφώνεται λίγο πάνω από το 30%.
Αντίθετα, στην Ιρλανδία (6%), στις Κάτω Χώρες και στο Βέλγιο (και οι δύο 8%) οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συνέβαλαν λιγότερο στη θέρμανση και την ψύξη. Σε αυτές τις χώρες, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στη θέρμανση και την ψύξη είναι χαμηλότερο κατά 6 και 5 ποσοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα, από το συνολικό τους μερίδιο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ.