Δημήτρης Καραβέλλας: «Η κλιματική κρίση είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για την ανθρωπότητα»
Με αφορμή τα 30 χρόνια δράσης του WWF Ελλάδας, ο διευθυντής της οργάνωσης μιλά για την «επόμενη μέρα» της Διάσκεψης της Γλασκώβης, τον νέο υπό ψήφιση κλιματικό νόμο και τη «μεγάλη ανατροπή» στις περιβαλλοντικές αντιλήψεις μας, που είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
Το κινέζικο πάντα, σήμα κατατεθέν του WWF που ιδρύθηκε το 1961 στην Ελβετία κι αναδείχθηκε σε μια από τις πιο επώνυμες περιβαλλοντικές οργανώσεις, έχοντας σήμερα παρουσία σε περισσότερες από εκατό χώρες, έκλεισε φέτος τριάντα χρόνια δράσης στην Ελλάδα.
Δράση που ξεκινά από την περιβαλλοντική εκπαίδευση, την προστασία περιοχών ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, απειλούμενων ειδών και οικοσυστημάτων και φτάνει μέχρι την αντιπαράθεση σε περιβαλλοντοκτόνα νομοθετήματα, που έχουν πυκνώσει τα τελευταία χρόνια στο όνομα μιας λάθος νοούμενης ανάπτυξης.
Με την ευκαιρία αυτή μιλήσαμε με τον διευθυντή του WWF Ελλάδας για το μέχρι τώρα έργο του WWF στη χώρα μας αφενός, για το ζήτημα της κλιματικής κρίσης, την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας αφετέρου.
Πράγματα αλληλένδετα μεν αλλά που για πρώτη φορά αναγνωρίστηκαν επίσημα ως τέτοια στη Διάσκεψη της Γλασκώβης η οποία, καθώς λέει, απέτυχε να ανταποκριθεί σε κάποιους σημαντικούς στόχους, άφησε εντούτοις «μια χαραμάδα ελπίδας», στη δημιουργία της οποίας συνέβαλαν οι μεγάλες κινητοποιήσεις και το αυξημένο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης.
Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας κι όσο καθυστερούμε τη λήψη αποφάσεων και την αλλαγή πολιτικών τόσο τα περιθώρια στενεύουν και κολλάμε στον τοίχο – ακραία φαινόμενα σε μεγάλη συχνότητα, που πιστεύαμε ότι θα μας απασχολήσουν μετά από δεκαετίες, είναι ήδη εδώ.
Είναι όμως, επισημαίνει, «άλλο πράγμα η συνείδηση και η ευαισθητοποίηση κι άλλο η δράση και είναι πια καιρός να περάσουμε στη δράση γιατί τα περιθώρια είναι ασφυκτικά στενά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια μεγάλη ανατροπή, έναν καινούργιο τρόπο στο πώς παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια και αγαθά, στο πώς σχετιζόμαστε με τον πλανήτη και τους φυσικούς πόρους που μπορεί να μας διαθέσει». Χρειαζόμαστε πλέον, θα πει, άλματα και όχι βήματα, είμαστε δε «καταδικασμένοι» να πετύχουμε γιατί απλώς δεν έχουμε άλλη επιλογή, ακόμα κι αν χρειαστεί «να ρίξουμε το σύστημα»!
Τα παραπάνω ζητήματα αφορούν φυσικά και την Ελλάδα καθώς επίσης τον νέο υπό ψήφιση κλιματικό νόμο, με το WWF να έχει ήδη παρουσιάσει τη δική του «αντιπρόταση». Η οργάνωση τάσσεται ξεκάθαρα υπέρ όχι μόνο της απολιγνιτοποίησης αλλά και της απανθρακοποίησης, της απαγόρευσης δηλαδή εξορύξεων υδρογονανθράκων όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο που παραμένουν «ο ελέφαντας στο δωμάτιο», λέει χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Καραβέλλας, συμπληρώνοντας ότι ένα άλλο μεγάλο στοίχημα τοπικό και παγκόσμιο είναι το πώς η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα είναι κοινωνικά δίκαιη αλλά και φιλικότερη προς το περιβάλλον.
«Μια σωστή περιβαλλοντική νομοθεσία δεν είναι εμπόδιο αλλά εργαλείο», τονίζει, συμπληρώνοντας ότι το φυσικό μας περιβάλλον και η εξαιρετικά πλούσια βιοποικιλότητα είναι για την Ελλάδα όχι μόνο «ευλογία», αλλά και τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα.
— Να ξεκινήσουμε με μια συνοπτική αποτίμηση της πρόσφατης Διάσκεψης της Γλασκώβης για το κλίμα;
Κοιτάξτε, η Γλασκώβη έγινε σε μια φάση που υπήρχαν δύο κρίσιμα κενά. Ένα «κενό φιλοδοξίας» σε σχέση με τους στόχους μείωσης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κι ένα δεύτερο κενό αναφορικά με τη χρηματοδότηση για κλιματική δράση στον αναπτυσσόμενο, κυρίως, κόσμο. Κανένα από τα δύο δεν καλύφθηκε κι αυτό συνιστά σίγουρα μια αποτυχία αυτής της Διάσκεψης, μιλάμε λοιπόν για ένα επιπλέον κενό αξιοπιστίας, δέσμευσης και αποτελεσματικότητας των κυβερνήσεων.
Παρέμεινε, ωστόσο, μια χαραμάδα ελπίδας: ο κρίσιμος στόχος για τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας στον ενάμιση βαθμό Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα παραμένει στο τραπέζι και είναι, θα έλεγα, οριακά μαχητός, υπήρξαν ταυτόχρονα ορισμένες θετικές εξελίξεις όπως π.χ. ότι για πρώτη φορά έγινε σε αυτό το επίπεδο σύνδεση μεταξύ κλιματικής κρίσης και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.
— Δεν είναι προφανής αυτή η σύνδεση;
Θα έπρεπε, διότι μιλάμε για πράγματα αλληλένδετα, όμως όχι, δεν ήταν καθόλου προφανής η σύνδεση αυτή σε άλλες διαβουλεύσεις και διασκέψεις για το κλίμα στο παρελθόν, ούτε και θεσμικά αναγνωρισμένη.
— Μιλήσατε και για θετικές εξελίξεις.
Πράγματι και αυτές περιλαμβάνουν τη συμφωνία για την αποδάσωση, την έναρξη συνεργασίας μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και βέβαια το ότι οι διασκέψεις αυτές δεν είναι πια ένα συμβάν που αφορά λίγους. Υπήρχε μια τρομερή εγρήγορση, ανησυχία, αφύπνιση, μέσα κι έξω από την αίθουσα, με χιλιάδες ακτιβιστές να διαδηλώνουν όχι μόνο στη Γλασκώβη αλλά σε όλο τον κόσμο.
Το ότι η Διάσκεψη αυτή ήταν διαρκώς στην επικαιρότητα και παραμένει είναι άλλο ένα σημαντικό «συν». Τελευταία φορά που είχαμε ανάλογες κινητοποιήσεις ήταν στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης το ’15 η οποία ήταν μεν μια αποτυχία, οδήγησε όμως τον επόμενο χρόνο στη Συμφωνία του Παρισιού (Σύμβαση Πλαισίου του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή) που είχε καλύτερα αποτελέσματα.
Στην επόμενη Διάσκεψη για το κλίμα που θα γίνει το ’22 στο Κάιρο θα υπάρχει και θεσμικά παραπάνω πίεση ώστε κάθε χώρα που θα προσέλθει να έχει ήδη αναθεωρήσει τους δικούς της στόχους. Γεγονός είναι, εντούτοις, ότι με βάση τις δεσμεύσεις που έγιναν μετά τη Γλασκώβη δεν είμαστε στον 1,5 βαθμό Κελσίου αλλά στους 2-2,4 και άρα παραμένουμε σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη τροχιά.
Ο ενάμισης βαθμός δεν είναι, ξέρετε, πολιτικός στόχος. Προκύπτει από τα επιστημονικά δεδομένα και από τις προτάσεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (ICCP), είναι δε το απαραιτήτως αναγκαίο ώστε να αποφύγουμε μια σειρά από καταστροφικές επιπτώσεις και συνέπειες.
— Αλλά μπορεί άραγε να «τιθασευτεί» η ανάπτυξη και ποιος θα κρατήσει το χαλινάρι;
Η κλιματική ουδετερότητα θα επιτευχθεί μόνο μέσα από την απανθρακοποίηση κι αυτό για τον πλανήτη σημαίνει προφανώς ένα διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο. Εδώ δεν μιλάμε για πράσινες «τσόντες» στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος, αλλά για μια μεγάλη ανατροπή, έναν καινούργιο τρόπο στο πώς παράγουμε και καταναλώνουμε ενέργεια και αγαθά, στο πώς σχετιζόμαστε με τον πλανήτη και τους φυσικούς πόρους που μπορεί να μας διαθέσει. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι ως παγκόσμια οικονομία και κοινότητα να κάνουμε αυτές τις πολύ σημαντικές υπερβάσεις, τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ.
— Άρα τι πρέπει να κάνουμε, να ρίξουμε το σύστημα;
Κατά κάποιον τρόπο ναι, και εδώ είναι η πραγματικά μεγάλη πρόκληση! Η μετάβαση αυτή θα πρέπει, βλέπετε, να είναι και κοινωνικά δίκαιη, να μην αφήσει δηλαδή κανέναν πίσω. Αν μπορούσαμε, ξέρετε, πατώντας έναν διακόπτη να σταματούσαμε σήμερα όλες τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, θα είχαμε και πάλι να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της ανθρωπογενούς κλιματικής κρίσης, που για τις πιο φτωχές, τις πιο ευάλωτες χώρες είναι ακόμα πιο απειλητικές.
Ενώ όμως σήμερα ξοδεύονται παγκοσμίως δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις για τα ορυκτά καύσιμα, η δέσμευση που είχε προκύψει στο Παρίσι να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός χρηματοδότησης 100 δισ. ευρώ για τις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένει ανεπίτευκτη.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι χρειάζεται πια να κάνουμε άλματα συγκριτικά με το παρελθόν. Για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκοί στόχοι είναι 55% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 και κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Με βάση τα δεδομένα της IPCC γνωρίζουμε ότι τα ποσοστά αυτά είναι ήδη ανεπαρκή, οφείλουμε δηλαδή να έχουμε πετύχει την κλιματική ουδετερότητα μέχρι το 2045 το αργότερο, το δε 55% πρέπει να γίνει 65%.
Ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μας κι όσο καθυστερούμε τη λήψη αποφάσεων και την αλλαγή πολιτικών τόσο τα περιθώρια στενεύουν και κολλάμε στον τοίχο – ακραία φαινόμενα σε μεγάλη συχνότητα, που πιστεύαμε ότι θα μας απασχολήσουν μετά από δεκαετίες, είναι ήδη εδώ.
— Εδώ κάπου μπαίνει νομίζω και η συζήτηση για τον δικό μας κλιματικό νόμο.
Η Ελλάδα που ήδη βιώνει κι αυτή έντονα τα τελευταία χρόνια τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης είναι μάλλον η πρώτη χώρα που έσπευσε μετά τη Γλασκώβη να θέσει σε διαβούλευση έναν κλιματικό νόμο. Για μας το βασικό κριτήριο αναφορικά με την αποτελεσματικότητά του είναι το κατά πόσο εναρμονίζεται η χώρα μας με τον παγκόσμιο στόχο του 1,5 βαθμού Κελσίου. Κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν συμβαίνει, χρειάζεται λοιπόν ο εν λόγω νόμος να γίνει πιο τολμηρός, πιο φιλόδοξος.
Υπάρχουν κι εδώ ορισμένα θετικά στοιχεία, όπως είναι η απόφαση για απολιγνιτοποίηση και οι τομεακοί προϋπολογισμοί άνθρακα, όμως το κύριο ζητούμενο διεθνώς είναι η απανθρακοποίηση κι ένας τέτοιος νόμος δεν μπορεί να μην ασχολείται με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, είτε μιλάμε για πετρέλαιο είτε για φυσικό αέριο.
— «Πρόταση νόμου» για το κλίμα έχει συντάξει νομίζω και το WWF σε συνεργασία με το Vouliwatch και άλλες οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.
Αυτό το κάναμε προκειμένου να «τσιγκλίσουμε» την κυβέρνηση, προβάλλοντας τρεις βασικές αρχές: α) Ότι για μας τον πήχη τον θέτει η επιστήμη και όχι η πολιτική του εφικτού, β) ότι υπάρχουν πολλά παραδείγματα κλιματικών νόμων ανά την Ευρώπη από όπου μπορούμε να αντλήσουμε εμπειρίες και γ) ότι η πρόταση νόμου αυτή οφείλει να διαμορφωθεί σε διαβούλευση με την ίδια την κοινωνία.
Φτιάξαμε λοιπόν ένα πρώτο σχέδιο, ανοίξαμε μια πλατφόρμα (klimatikosnomos.gr) και ζητήσαμε από φορείς, οργανώσεις και πολίτες να εμπλακούν. Λάβαμε πράγματι δεκάδες χρήσιμα σχόλια και παρατηρήσεις που εντάξαμε σε ένα δεύτερο σχέδιο κλιματικού νόμου και φέτος τον Ιούλιο το καταθέσαμε στην κυβέρνηση.
— Γεγονός είναι ότι στο Αιγαίο και γενικότερα στην Ανατολική Μεσόγειο γίνεται «μάχη» για τις ΑΟΖ και το δικαίωμα εκμετάλλευσης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Μα αυτός ακριβώς είναι ο «ελέφαντας στο δωμάτιο»! Όπως όμως είπαμε, δεν μπορούμε να έχουμε και την πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο, είναι καιρός όλες οι πολιτικές για το κλίμα να συγκλίνουν αναθεωρώντας όλα τα παρωχημένα μοντέλα ανάπτυξης και παραγωγής ενέργειας.
— Στα παρωχημένα αυτά μοντέλα εντάσσεται και η εξόρυξη λιγνίτη, ωστόσο ορισμένοι λένε ότι «βιαστήκαμε» να απολιγνιτοποιηθούμε στην Ελλάδα, μιλούν ακόμα για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας σε περιοχές που ζούσαν από αυτή τη δραστηριότητα.
Κατ' αρχάς θα έλεγα ότι αντιθέτως, την καθυστερήσαμε την απολιγνιτοποίηση πάρα πολύ. Είχε καταστεί σαφές πολλά χρόνια τώρα ότι η εξόρυξη λιγνίτη ,εκτός που επιβαρύνει το κλίμα, δημιουργεί προβλήματα υγείας και περιβαλλοντικά, είχε επιπλέον καταστεί οικονομικά ασύμφορη.
Είναι όμως φανερό ότι η μετάβαση στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και την ενεργειακή εξοικονόμηση σε κτίρια κ.λπ. –μετάβαση που δημιουργεί, με τη σειρά της, νέες θέσεις εργασίας τονώνοντας την οικονομία– οφείλει να γίνει έτσι ώστε και οι τοπικές κοινωνίες που βασίζονταν στον λιγνίτη να μην γίνουν θύματα για δεύτερη φορά. Λέω δεύτερη γιατί οι άνθρωποι αυτοί πλήρωναν για χρόνια ολόκληρα με την υγεία τους τις υψηλές ενεργειακές ανάγκες που έχουμε στην Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις.
Το πώς, τώρα, η μετάβαση αυτή θα είναι και κοινωνικά δίκαιη ώστε να μην μείνουν ολόκληροι πληθυσμοί στο περιθώριο παραμένει ένα καίριο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί και στην Ελλάδα και διεθνώς.
— Πολύ έντονη είναι όμως και η συζήτηση που έχει ανοίξει στην Ελλάδα για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και ειδικά για τις ανεμογεννήτριες και το περιβαλλοντικό τους αποτύπωμα.
Στο κομμάτι αυτό είναι αναγκαίο να μάθουμε κατ' αρχάς από τα λάθη μας, που είναι πολλά. Εννοείται ότι χρειαζόμαστε ΑΠΕ που να σέβονται το περιβάλλον και να μην το επιβαρύνουν. Κάτι πολύ βασικό με τα αιολικά πάρκα, ας πούμε, είναι η σωστή τους χωροθέτηση, μακριά από ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές όπου γνωρίζουμε ότι θα επηρεαστούν αρνητικά συγκεκριμένα είδη και βιότοποι.
Όμως ΑΠΕ δεν είναι μόνο οι ανεμογεννήτριες και στη δική μας πρόταση έχουμε μιλήσει πολύ για την ανάγκη να αναπτυχθούν και στην Ελλάδα ενεργειακές κοινότητες οι οποίες να σέβονται το φυσικό περιβάλλον αφενός, να εμπλέκουν ενεργά τις τοπικές κοινωνίες αφετέρου. Ειδικά για χώρες σαν τη δική μας, όπου το φυσικό περιβάλλον και η εξαιρετικά πλούσια βιοποικιλότητα αποτελούν όχι μόνο «ευλογία» αλλά και μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα! Αν πούμε ότι παραμένουμε στον λιγνίτη κι όσο πάει ή ότι στρεφόμαστε στο φυσικό αέριο, απλώς μετατοπίζουμε το πρόβλημα.
— Θα πρέπει δηλαδή μελλοντικά να απαλλαγούμε και από το φυσικό αέριο, που τόσο διαφημίζεται;
Εννοείται. Μην ξεχνάμε, έπειτα, ότι μιλάμε για ένα ακόμα ορυκτό καύσιμο.
— Είναι όμως η αιολική ενέργεια, ας πούμε, το ίδιο αξιόπιστη; Γιατί κι εδώ υπάρχουν ενστάσεις.
Όχι μόνο είναι αξιόπιστη αλλά επίσης απαραίτητη, όπως όλες οι άλλες ΑΠΕ. Αρκεί, όπως είπαμε, να προσέξουμε πού μπαίνει μια ανεμογεννήτρια, με ποιους όρους, βάσει ποιων μελετών κ.λπ., γιατί έχουμε ήδη πολλά παραδείγματα κακών επιλογών.
— Πόσο αισιοδοξείτε για τις εξελίξεις με το κλιματικό «μέτωπο» στην Ελλάδα αλλά και παγκόσμια;
Θα έλεγα ότι γενικά ναι, είμαι αισιόδοξος, αλλιώς δεν θα έκανα αυτή τη δουλειά! Το μεγαλύτερο στοίχημα της ανθρωπότητας σήμερα είναι το πώς θα ξεπεράσουμε τόσο την κλιματική κρίση όσο και την απώλεια της βιοποικιλότητας.
Αισιοδοξώ λοιπόν ότι θα πετύχουμε γιατί απλώς δεν έχουμε άλλη επιλογή. Δεν είναι εύκολος ο δρόμος, είναι όμως μονόδρομος. Η ανθρωπογενής κλιματική κρίση έχει αποδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας. Οι ευθύνες είναι πολύ ξεκάθαρες, όλοι γνωρίζουμε τι πάει λάθος και τι οφείλει να γίνει. Το ζήτημα είναι να υπάρξει ισχυρή πολιτική βούληση.
Όσον αφορά την Ελλάδα, χρειάζεται και μεις να φτάσουμε στο σημείο ώστε όποιος πολιτικός αδρανεί για περιβαλλοντικά ζητήματα να χρεώνεται το πολιτικό κόστος και το αντίστροφο. Αυτό το μήνυμα οφείλουμε να περάσουμε όλοι οι ενεργοί πολίτες τόσο με τη δράση και τις ορθές πρακτικές μας όσο και με την ψήφο μας.
— Είστε στον χώρο αυτό σχεδόν από τότε που δημιουργήθηκε το WWF Ελλάδας το οποίο φέτος έκλεισε τριάντα χρόνια δράσης. Τι σας παρακίνησε αρχικά και τι θα ξεχωρίζατε από αυτή την πορεία;
Κατ' αρχάς να πω ότι είχα πάντα μια ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, διάλεξα μάλιστα να σπουδάσω Θαλάσσια Βιολογία. Αυτή μου η κλίση με είχε ευαισθητοποιήσει από πολύ νωρίς για το περιβάλλον.
Με το WWF ήρθα τυχαία σε επαφή αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν η οργάνωση ξεκινούσε κάποιες δράσεις στη Ζάκυνθο και άλλα Ιόνια νησιά για την προστασία της θαλάσσιας χελώνας, της μεσογειακής φώκιας και τη βιώσιμη αλιεία. Μου άρεσαν οι ιδέες και η δουλειά της, έγινα ενεργό μέλος της και από το 1998 υπηρετώ ως διευθυντής.
Στο έργο μας συνήθως συμπράττουμε με διάφορες οργανώσεις και φορείς, είναι λοιπόν δύσκολο να ξεχωρίσω κάτι ως αποκλειστικά «δικό μας». Από κοινού λοιπόν με άλλους εκπαιδεύσαμε περιβαλλοντικά όλα αυτά τα χρόνια χιλιάδες μαθητές, κινητοποιηθήκαμε ώστε να δημιουργηθούν προστατευόμενες περιοχές –ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο στο οποίο χρειάζεται να γίνει ακόμα πολλή δουλειά από πλευράς Πολιτείας, όπως δείχνουν και οι σχετικές καταδίκες της χώρας από την Ε.Ε.–, μεριμνήσαμε για την προστασία απειλούμενων ειδών και οικοσυστημάτων, συμμετείχαμε στη δημιουργία της Εταιρείας Προστασίας Πρεσπών, καταγράψαμε εκατοντάδες υγροβιότοπους στα νησιά και συμβάλαμε να προστατευθούν θεσμικά με προεδρικό διάταγμα, αντιδράσαμε σε δυσμενείς νομοθετικές ρυθμίσεις για το περιβάλλον, στην εκτροπή του Αχελώου και πολλά άλλα.
Το WWF δίνει έπειτα διεθνώς μεγάλη σημασία στη συνεργασία των τοπικών κοινωνιών στην προσπάθεια επίτευξης μιας ειρηνικής συνύπαρξης ανθρώπου και φύσης. Αυτό εφαρμόσαμε και στην Ελλάδα γιατί μόνο έτσι μπορείς να πετύχεις ουσιαστικά πράγματα. Οι προστατευόμενες περιοχές όπως αυτές του δικτύου Natura, για τη διατήρηση και την επέκταση των οποίων αγωνιζόμαστε, δεν είναι μια «γυάλα» από όπου βγάζουμε απέξω τον άνθρωπο. Το ζητούμενο είναι, αντιθέτως, να υπάρχουν εκεί ανθρώπινες δραστηριότητες που να είναι συμβατές με την προστασία τους.
— Υπάρχει η εντύπωση ότι οι δυσμενείς νομοθετικές ρυθμίσεις για το περιβάλλον που αναφέρατε έχουν πυκνώσει τα τελευταία χρόνια.
Έτσι είναι, δυστυχώς. Στο WWF εδώ και 15 χρόνια κάνουμε μια ετήσια ανάλυση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ελλάδα. Διαπιστώσαμε λοιπόν, ιδίως από το ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης και μετά, μια σαφή τάση απώλειας περιβαλλοντικού κεκτημένου, μια συνειδητή απόπειρα ώστε οι περιβαλλοντικοί νόμοι είτε να καταργηθούν είτε να αλλάξουν στο όνομα της ανάπτυξης, όπως την καταλαβαίνουν ορισμένοι.
Αυτό καταφέραμε πολλές φορές να το σταματήσουμε είτε μόνοι μας, είτε συνεργαζόμενοι με άλλες οργανώσεις, είτε με την αντίδραση του ίδιου του κόσμου που πλέον είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένος από το παρελθόν σε περιβαλλοντικά θέματα και ανταποκρίνεται όταν εμείς σηκώσουμε σημαία για κάποιο θέμα όπως π.χ. τις διατάξεις για τις παραλίες και τους αιγιαλούς.
Κάτι άλλο που πρέπει να καταστεί σαφές και που επίσης απέδειξε μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ είναι ότι, όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία, οι χώρες με την αυστηρότερη περιβαλλοντική νομοθεσία είναι ταυτόχρονα οι πλέον ανταγωνιστικές και καινοτόμες. Η σωστή περιβαλλοντική νομοθεσία δεν είναι εμπόδιο αλλά λύση και εργαλείο.