Μπορούν οι ενεργειακές κοινότητες να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα;

Με τον πρόσφατο νόμο του ΥΠΕΝ (ν.4759/2020), αλλάζει ριζικά ο τρόπος ανάπτυξης των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα. Από το σύστημα των λειτουργικών ενισχύσεων που ίσχυε έως τώρα, από το 2022, οι ενεργειακές κοινότητες καλούνται να συμμετέχουν σε διαγωνιστικές διαδικασίες. Πρόκειται για μια απόφαση που συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή πρακτική, καθώς οι ΑΠΕ έχουν ήδη βρει τη θέση τους στην αγορά. 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της μετάβασης αποτελεί η Γερμανία, όπου οι ενεργειακές κοινότητες που ηγούνται της ενεργειακής μετάβασης, με το 42% των ΑΠΕ να είναι ιδιοκτησίας πολιτών και αγροτών, συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές διαδικασίες από τις αρχές του 2017. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των διαγωνισμών για το 2019, ειδικότερα για τα αιολικά, αναδεικνύουν ότι οι ενεργειακές κοινότητες έχουν σχεδόν αποσυρθεί εξολοκλήρου από τους διαγωνισμούς, ενώ, παράλληλα η τιμή της αιολικής ενέργειας που «κλειδώνει» στους διαγωνισμούς έχει ανεβεί σημαντικά. 

Η εμπειρία αυτή είναι πολύ χρήσιμη για την ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων στην Ελλάδα, οι οποίες, αν και στο ξεκίνημα της πορείας τους, αντιμετωπίζουν ήδη σημαντικές προκλήσεις. Βασικό πρόβλημα παραμένει η δυσκολία αποδέσμευσης των υφιστάμενων πόρων (ΕΠΑΝΕΚ, Πράσινο Ταμείο), ενώ η ισχύουσα νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων, με την οποία οφείλουν να συμβαδίζουν οι επιχορηγήσεις, δυσχεραίνει περισσότερο τη στήριξή τους.

Το αμέσως επόμενο διάστημα έχει εξαγγελθεί νέα αλλαγή του νομικού πλαισίου για τις ενεργειακές κοινότητες, με στόχο την ενσωμάτωση των Οδηγιών 2018/2001 και 2019/944 για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και για τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Σε αυτές ορίζονται οι Κοινότητες Ανανεώσιμης Ενέργειας (Renewable Energy Communities, REC) και οι Ενεργειακές Κοινότητες Πολιτών (Citizen Energy Communities, CEC) αντίστοιχα. Τα κράτη μέλη καλούνται λοιπόν να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των ενεργειακών κοινοτήτων, να εγκαθιδρύσουν πλαίσιο για τη λειτουργία τους και να ενισχύσουν την προώθηση και ανάπτυξή τους. Η υποχρέωση αυτή βρίσκει την Ελλάδα σε πλεονεκτική θέση, διότι ο υφιστάμενος νόμος των ενεργειακών κοινοτήτων (ν.4315/2018) έχει ήδη δώσει ένα ευρύ πλαίσιο ορισμού και εργαλεία για την ανάπτυξή τους. 

Συνεπώς, η επικείμενη ενσωμάτωση των δύο Οδηγιών μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την επίλυση προβλημάτων που έχουν αναδειχθεί έως τώρα. Παράλληλα μπορεί να δημιουργήσει το αναγκαίο υποστηρικτικό πλαίσιο για την υγιή ανάπτυξή τους στην αγορά ενέργειας καθώς και την περαιτέρω ενίσχυση του ρόλου των τοπικών κοινωνιών στην ενεργειακή μετάβαση μέσα από τα παρακάτω: 

  1. Τη διαμόρφωση ειδικού πλαισίου για τη διεξαγωγή ανταγωνιστικών διαδικασιών για έργα ΑΠΕ που θα περιλαμβάνουν αποκλειστικά και μόνο ενεργειακές κοινότητες. Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού, διαμορφώνοντας ένα «δίχτυ προστασίας» για τις ενεργειακές κοινότητες, με στόχο να ενισχυθεί η ένταξή τους στις ανταγωνιστικές διαδικασίες αποφεύγοντας πιθανόν τα προβλήματα που προέκυψαν σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία.  

  2. Την υιοθέτηση ενός μικτού συστήματος λειτουργικής ενίσχυσης και ανταγωνιστικών διαδικασιών που θα μπορούσε να εφαρμοστεί για μια μεταβατική περίοδο πριν την είσοδο στις αμιγώς ανταγωνιστικές διαδικασίες. Ειδικότερα, για τμήμα της εγκατεστημένης ισχύος (πχ. 1MW για φ/β) να διατηρηθεί η λειτουργική ενίσχυση ως οριζόντιο μέτρο υποστήριξης, ενώ για το υπόλοιπο να εντάσσονται στην παραπάνω ειδική ανταγωνιστική διαδικασία που αφορά αποκλειστικά ενεργειακές κοινότητες.

  3. Τη δημιουργία αναπτυξιακού ταμείου (ή ενδιάμεσου φορέα) ειδικά για ενεργειακές κοινότητες, ώστε να διευκολύνει την πρόσβαση στον δανεισμό, την παροχή εγγυήσεων, την κάλυψη του κόστους συμμετοχής στις ανταγωνιστικές διαδικασίες, και την επιχορήγηση του κόστους της προκαταρκτικής φάσης των έργων.

  4. Η θέσπιση στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα συγκεκριμένου ποσοτικού στόχου για την ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων, κατά το πρότυπο της Ολλανδίας και της Σκωτίας. 

  5. Ειδικότερα, για τις λιγνιτικές περιοχές προτείνεται: 

Η επιδότηση του κόστους εγκατάστασης συστημάτων ηλεκτροπαραγωγής ή θέρμανσης από ΑΠΕ ή έργων εξοικονόμησης για μη κερδοσκοπικές ενεργειακές κοινότητες που έχουν κεντρικό στόχο την κάλυψη ιδίων αναγκών. Μπορούν να εφαρμοστούν ενισχυμένα κίνητρα ανάλογα με αυτά που υφίστανται στην περίπτωση της ηλεκτροκίνησης, ώστε η απόσβεση παγίων να είναι εφικτή εντός τριετίας λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και το ανώτατο επίπεδο ενισχύσεων μικρών επιχειρήσεων που προσδιορίζεται στον νέο περιφερειακό χάρτη (70% και για τις δύο λιγνιτικές περιφέρειες).

Αξιοποίηση των υφιστάμενων εσόδων δημοπράτησης δικαιωμάτων CO2 (ήδη δεσμευμένα στο Πράσινο Ταμείο €3,5εκ από το 2018, απροσδιόριστο για 2019) και ενός ποσού της τάξης των 50 εκ. ευρώ ετησίως για ολόκληρη την περίοδο 2021-2030.

Η διαμόρφωση ειδικών κινήτρων για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ μεγάλων εταιριών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και ενεργειακών κοινοτήτων κατά τα πρότυπα αντίστοιχων συνεργασιών του εξωτερικού (Δανία, Γερμανία κλπ). Σε αυτή την κατεύθυνση άλλωστε κινείται και η δημόσια δέσμευση του προέδρου της ΔΕΗ για μετοχοποίηση του 5% των μεγάλων φωτοβολταϊκών που κατασκευάζονται στις λιγνιτικές περιοχές και πώληση των μετοχών αποκλειστικά σε πολίτες των περιοχών αυτών. Στην περίπτωση τέτοιων συμπράξεων τα σχετικά έσοδα μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω τους σκοπούς των ενεργειακών κοινοτήτων, όπως να χρηματοδοτούν έργα ενεργειακής αναβάθμισης κατοικιών, μια μορφή δηλαδή, ενός ιδιωτικά χρηματοδοτούμενου, «Αυτονομώ-Εξοικονομώ».   

Στο πλαίσιο αυτό είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική η συμπερίληψη των έργων των ενεργειακών κοινοτήτων στο υπόμνημα κατανόησης βασικών αρχών (concept paper) του Προγράμματος Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης (ΠΔΑΜ). Η επιλεξιμότητα του κόστους εγκατάστασης για έργα αυτοπαραγωγής, θέρμανσης, αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας ενεργειακών κοινοτήτων, πρέπει απαραιτήτως να συμπεριληφθεί και στο τελικό πακέτο Εδαφικών Σχεδίων Δίκαιης Μετάβασης που θα κατατεθούν προς έγκριση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Η πολιτική βούληση υπέρ των ενεργειακών κοινοτήτων, ειδικά στις λιγνιτικές περιοχές, που εκφράζεται κατά καιρούς από στελέχη της κυβέρνησης πρέπει πλέον να μετουσιωθεί σε πολιτική πράξη. Οι προκλήσεις που αναδεικνύονται είναι σημαντικές, αλλά οφείλουμε να τις υπερβούμε και να τις μετατρέψουμε σε ευκαιρία ώστε να ενισχύσουμε την ενεργειακή δημοκρατία και να μην αφήσουμε κανέναν πίσω στην πορεία προς τη δίκαιη μετάβαση και την κλιματική ουδετερότητα. 

*Η Ιωάννα Θεοδοσίου είναι Συνεργάτιδα πολιτικής, The Green Tank

 

 

10 Μαϊου 2021

energypress