H πανδημία, ο νεολαϊκισμός και οι «νοσηρές δημοκρατίες»

Η Ιταλίδα καθηγήτρια Κοινωνιολογίας Μόνικα Σιμεόνι, στο προ της πανδημίας βιβλίο της, Μία Νοσηρή Δημοκρατία (A Morbid Democracy: old and new populisms), αποδίδει την κρίση της δημοκρατίας και των θεσμών της κατά κύριο λόγο στα πολιτικά κόμματα και την αδυναμία τους να αυτορυθμιστούν: «Οι όποιες προσπάθειές τους προς την κατεύθυνση της αυτορρύθμισής τους είναι προϊόν πιέσεων από τις κοινωνίες των πολιτών, προς τις όποιες όμως εκτοξεύονται υποσχέσεις που ποτέ δεν τηρούνται. Κατά συνέπεια, ανοίγει δρόμος για καιροσκοπικούς και ανήθικους πολιτικούς σχηματισμούς, οι οποίοι καταγγέλλουν και ξορκίζουν χωρίς να προτείνουν. Έτσι, η σημερινή κρίση της δημοκρατίας απογειώνεται και η Ευρώπη αποσταθεροποιείται, χωρίς να προσφέρονται φερέγγυες απαντήσεις στα σοβαρά προβλήματά της».

Σήμερα με αφορμή την πανδημία και την οξύτατη κρίση που προκαλεί, τα παραδοσιακά κόμματα,τονίζει η Ιταλίδα καθηγήτρια, έχουν μια μοναδική ευκαιρία να επανορθώσουν παλαιότερα σφάλματά τους.

Στην παρούσα φάση της υπό συνθήκες υγειονομικής κρίσης παγκοσμιοποίησης και των ανακατατάξεων που προκαλούνται στο διεθνές τοπίο, ένα από τα πολύ σοβαρά προβλήματα είναι η αποδυνάμωση της δυτικής και ειδικότερα ευρωπαϊκής μεσαίας τάξης, η οποία, πέρα από τα υλικά και ψυχολογικά της προβλήματα, αντιμετωπίζει και σοβαρή δημογραφική πτώση η οποία ενισχύει την αδυναμία της να αντιδράσει θετικά σε αλλαγές και στις αναπροσαρμογές που αυτές συνεπάγονται. Την ίδια στιγμή, όπως επισημαίνει και ο Γάλλος καθηγητής Πιερ Ροζανβαλόν, η καθίζηση των ιδεολογιών δημιουργεί ένα πρόσθετο κενό, που βοηθάει την ανάδυση της «δημοκρατίας της ακροαματικότητας» –που εμείς θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε και «πολιτική-θέαμα».

Πρόκειται για μία βαθμιαία θεαματοποίηση της πολιτικής ζωής, στο πλαίσιο της οποίας το θέαμα συσκοτίζει πλήρως τα όσα συμβαίνουν πίσω από την σκηνή. Το ευρύ κοινό απομακρύνεται έτσι από την προϊούσα πολυπλοκότητα της πραγματικότητας και, στην αδυναμία του να μπορεί να την ερμηνεύσει, στρέφεται προς την αναζήτηση μίας ταυτότητας η οποία έχει ναρκισσιστικό χαρακτήρα και ενισχύει το ατομικό έναντι του συλλογικού. Την τάση αυτή περιγράφει πολύ αδρά ο Ρόμπερτ Ντ. Πούτμαν σε μελέτη του για την αμερικανική κοινωνία, στην οποία η παρακμή της συλλογικότητας υποβαθμίζει τις κοινωνικές δραστηριότητες και άρα συμβάλλει στην απαξίωση ενός πολύτιμου κοινωνικού κεφαλαίου. Αυτό ακριβώς που το 2016 έφερε τον Ντοναλντ Τραμπ στην εξουσία.

Στην απαξίωση αυτή –η οποία, βεβαίως, στην περίπτωση της Ευρώπης δεν είναι ίδια με την αντίστοιχη των ΗΠΑ– ο Βρετανός κοινωνιολόγος Φρανκ Φιουρέντι προσθέτει και τον ρόλο που παίζει στις «μετα-ιδεολογικές», όπως λέει, κοινωνίες η καλλιέργεια του φόβου. «Ο φόβος», επισημαίνει ο πρώην τροτσκιστής ακτιβιστής συγγραφέας, «έρχεται να ενισχύσει το ναρκισσιστικό εγώ, παράλληλα όμως δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης από διάφορους “μάγους”, που ξέρουν να γκρεμίζουν αλλά είναι ανίκανοι να κτίσουν». Ο Φρανκ Φιουρέντι επισημαίνει επίσης σε ποιον βαθμό ο φόβος επιδρά παραλυτικά και στο επίπεδο της δημιουργικής προσπάθειας, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες του φόβου να είναι αρνητικές απέναντι στο επιχειρείν και στην ανάληψη κινδύνων. Ακόμα χειρότερα, η ενσωμάτωση στις κοινωνίες του φόβου σπρώχνει τον πολίτη προς την αναζήτηση μίας υποθετικής ασφάλειας εις βάρος άλλων αναζητήσεων, συναφών με την δημοκρατία και τους θεσμούς της.

Είναι χαρακτηριστικό, από την άποψη αυτή, ότι στις χώρες με υψηλά ποσοστά διαφθοράς, όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, το πρόβλημα αυτό βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις στην κατάταξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Ακόμα χειρότερα, στις μεσαίες θέσεις βρίσκεται το θέμα της εκπαίδευσης –όταν είναι γνωστό ότι μέγιστη προϋπόθεση για την υψηλή ποιότητα μίας δημοκρατίας είναι η παιδεία. Αυτήν που τόσο εγκωμιάζει στο έργο του Μάζα και Εξουσία ο Ελίας Κανέττι (1981), τονίζοντας ότι «ενώ ο κόσμος των μαζών αποτελεί εργαλείο εξουσίας, η εκπαίδευση ως αγωγός γνώσης μπορεί να μεταμορφώσει την σχέση αυτή προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών».

Στην σημερινή ψηφιακή εποχή μας, ωστόσο, το εμπόδιο προς την κατεύθυνση αυτή είναι η ψηφιοποίηση των κοινωνιών του θεάματος και του φόβου στις οποίες ζούμε και στις οποίες, ειδικά στην Ευρώπη, ισχυρά πλήγματα δέχθηκαν και τα κράτη πρόνοιας που προέκυψαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Υπό αυτή την έννοια, μπορούμε να πούμε ότι στις μέρες μας είναι εκ νέου επίκαιρα δύο βιβλία του διάσημου Ισπανού κοινωνιολόγου Χοσέ Ορτέγκα υ Γκάσετ (Jose Ortega y Gasset), ο οποίος το 1917 έγραψε το περίφημο Η Νοσηρή Δημοκρατία (The Morbid Democracy) και το 1929 το Η Επανάσταση των Μαζών (The Revolt of the Masses). Δύο βιβλία στα οποία παρέθετε πώς μία «νοσηρή δημοκρατία» μπορεί να οδηγήσει σε φαιοκόκκινους ολοκληρωτισμούς, ολέθριους για τις κοινωνίες που πρέπει να τούς υποστούν υπό απαράδεκτες πολιτικές συνθήκες. Κατά κύριο λόγο, ο Ισπανός κοινωνιολόγος και συγγραφέας επισημαίνει τις αρνητικές συνέπειες που έχει για την δημοκρατία η απαξίωση της μεσαίας τάξης, ιδιαίτερα δε όταν αυτή βάλλεται από υπεραπλουστεύσεις.

Οι τελευταίες, όπως είχε επισημάνει στο βιβλίο του Η Άχρηστη Γνώση ο μεγάλος Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, αποτελούν αποτελεσματική ασπίδα στην διάδοση της γνώσης και της πραγματικής πληροφορίας και ανοίγουν έτσι τον δρόμο στον λαϊκισμό, ιδιαίτερα όταν μία κοινωνία τείνει προς την νεωτερικότητα.

Είναι αποκαλυπτική από την άποψη αυτή η στάση των φαιοκόκκινων δυνάμεων απέναντι στην πανδημία και τις δραματικές προεκτάσεις της.

Όπως τονίζει η καθηγήτρια Ν. Ουρμπινάτι στο βιβλίο της Κοινή Γνώμη και Δημοκρατική Νομιμότητα, ο σημερινός λαϊκισμός είναι καταστροφέας πολιτών και δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνον με γενναίες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περισσότερο κριτικό πνεύμα, σε σοβαρότητα και σε υπεύθυνη συμμετοχή στα κοινά. Απέναντι στους εχθρούς της δημοκρατίας και στην προσπάθειά τους να την απονομιμοποιήσουν, η κριτική γνώση και η πνευματική διαύγεια είναι σανίδες σωτηρίας –υπό τον όρο, όμως, ότι σε μία τέτοια προσπάθεια θα συμμετείχαν και υπεύθυνα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η ύπαρξη των οποίων, ωστόσο, αποτελεί μέγα ζητούμενο της εποχής μας. Αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, στο οποίο θα χρειαστεί να επανέλθουμε.

 

 

 

Euractiv