Π. Κάπρος: Η ολοκληρωμένη λύση για το κόστος εξισορρόπησης: Μόνιμος μηχανισμός ΑΔΙ ευελιξίας και ταυτόχρονα μακροχρόνιες συμβάσεις

Η πρώτη εφαρμογή του νέου σχεδιασμού της οργανωμένης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα (το λεγόμενο target model) συνοδεύτηκε από μεγάλη αύξηση του κόστους εξισορρόπησης κατά την ενδοημερήσια αγορά. Ακούστηκαν αντιφατικές απόψεις και αμφισβητήθηκε ακόμα και η σκοπιμότητα της ελεύθερης αγοράς για την εξισορρόπηση, ενώ η ΡΑΕ έθεσε σε διαβούλευση κανονισμό διατίμησης (άνω και κάτω όρια στις προσφορές). Ποιες είναι οι αιτίες και ποια είναι η ενδεδειγμένη λύση;

Η αντίδραση κατάργησης ή περιορισμού της ελεύθερης αγοράς μετά από μία μεγάλη αύξηση των τιμών έχει επαναληφθεί πολλές φορές στις ηλεκτρικές αγορές, με πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα το επεισόδιο black out στην Καλιφόρνια το 2000. 

Αποδεικνύεται επιστημονικά ότι οι οργανωμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας πάσχουν από το πρόβλημα της ανεπάρκειας εσόδων ιδίως για τις μονάδες παραγωγής που καλύπτουν αιχμές και διακυμάνσεις φορτίου – πρόκειται για το λεγόμενο missing money problem. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο όσο αναπτύσσονται οι ΑΠΕ (μηδενικού οριακού κόστους) και όσο το σύστημα έχει ανάγκη αυξανόμενων πόρων εξισορρόπησης (ευελιξία – flexibility). Οι μονάδες που παρέχουν τις σχετικές υπηρεσίες περιμένουν τις λίγες στιγμές κατά τις οποίες στο σύστημα θα υπάρχει σπανιότητα πόρων για την κάλυψη ευελιξίας και αιχμών ώστε να αποκομίσουν έσοδα πάνω από το οριακό τους κόστος και να εξυπηρετήσουν τις πάγιες δαπάνες συντήρησης και κεφαλαίου. Κατά τις λίγες αυτές στιγμές, οι τιμές μπορεί να είναι αρκετά υψηλότερες από τον ετήσιο μέσο όρο αλλά η συνολική επιβάρυνση είναι μικρή σε όλο το έτος. Χωρίς όμως αυτές τις λίγες στιγμές υψηλών τιμών εξισορρόπησης, οι μονάδες παροχής υπηρεσιών ευελιξίας δεν θα ανακτούν τα πάγια κόστη τους ώστε αργά ή γρήγορα η σπανιότητα των σχετικών πόρων θα επιδεινωθεί. 

Η ανάκτηση του κόστους κεφαλαίου μέσω αυξημένων εσόδων κατά τις λίγες στιγμές κατά τις οποίες εξαντλείται το περιθώριο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης είναι η πεμπτουσία των ελεύθερων αγορών και τυχόν διοικητικός περιορισμών των τιμών αυτών είναι βέβαιο ότι οδηγεί σε ανεπάρκεια προσφοράς. 

Είναι κοινός τόπος σε όλες τις αγορές ότι η αποφυγή επεισοδίων υψηλών τιμών και έλλειψης επαρκούς προσφοράς είναι εφικτή μέσω μακροχρόνιων συμβάσεων, οι οποίες εξασφαλίζουν πάγια αμοιβή στους παρόχους των υπηρεσιών κάλυψης ευελιξίας και αιχμών, αντί της ευκαιριακής αμοιβής από την  βραχυχρόνια αγορά κατά τις λίγες στιγμές κρίσης. Οι μακροχρόνιες συμβάσεις είναι επωφελείς και για τους δύο συμβαλλόμενους επειδή έτσι μειώνεται ο κίνδυνος και για τους δύο. Οι πάροχοι της υπηρεσίες προτιμούν τη βέβαιη πάγια αμοιβή από αβέβαια και ευκαιριακά έσοδα από την αγορά, ενώ οι αγοραστές της σύμβασης αποφεύγουν διακυμάνσεις τιμών και τυχόν άσκηση ολιγοπωλιακής δύναμης στην αγορά. 

Οι μακροχρόνιες αυτές συμβάσεις μπορεί να είναι διμερείς μεταξύ συμμετεχόντων στην αγορά, όπως μεταξύ προμηθευτών (ή φορέων εκπροσώπησης ΑΠΕ) και μονάδων παραγωγής (και συστημάτων αποθήκευσης) που παρέχουν υπηρεσίες κάλυψης ευελιξίας και αιχμών. Παρόμοιες συμβάσεις μπορεί να συναφθούν επίσης μεταξύ του συστήματος και των παρόχων ευελιξίας, ιδίως όταν η αγορά διμερών συμβάσεων είναι ακόμα ανώριμη. 

Η διεθνής εμπειρία από τις αγορές συνιστά με βεβαιότητα ότι οι διμερείς συμβάσεις μεταξύ ιδιωτών ή μεταξύ παρόχων και συστήματος είναι η μοναδική βιώσιμη λύση για τη διατήρηση του κόστους εξισορρόπησης σε λογικά επίπεδα και τη διασφάλιση επαρκούς ισχύος πόρων κάλυψης ευελιξίας και αιχμών. Οι οργανωμένες βραχυχρόνιες αγορές από μόνες τους δεν μπορούν να διασφαλίζουν σταθερότητα τιμών και επάρκεια προσφοράς υπηρεσιών ευελιξίας. Αντίθετα οι διακυμάνσεις σε αυτές αποτελούν παράγοντα επιχειρηματικού κινδύνου και πολιτικής ανασφάλειας, με αποτέλεσμα τελικά μικρότερη επάρκεια για το σύστημα και υψηλότερο κόστος για τους καταναλωτές συγκριτικά με τις μακροχρόνιες συμβάσεις. 

Ήδη από το 2014 (και στη συνέχεια το 2016, 2018 και το 2020 για λογαριασμό διαφόρων φορέων) μελετήσαμε σε βάθος το πρόβλημα επάρκειας ισχύος και ευελιξίας στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας και δείξαμε ότι αυτό θα επιδεινώνεται με την ανάπτυξη των ΑΠΕ. Προβλέψαμε ότι πόροι ευελιξίας θα είναι σε σπανιότητα ήδη από το 2020 και στο μέλλον ακόμα περισσότερο. Ορισμένες συγκυρίες τις τελευταίες εβδομάδες απέδειξαν την ορθότητα των προβλέψεών μας. Η σπανιότητα των πόρων ευελιξίας αποτελούν ακριβώς την πραγματική αιτία των υψηλών τιμών εξισορρόπησης. 

Κατ’ αρχήν, δεν αποτελεί καταχρηστική συμπεριφορά να επιδιώκουν οι πάροχοι ευελιξίας να αυξάνουν τις τιμές όταν το περιθώριο μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εξαντλείται, γιατί μόνο έτσι θα έχουν την ευκαιρία ανάκτησης κόστους κεφαλαίου. Αν όμως η σπανιότητα αυτή επιμένει επί μακρόν και οι τιμές εξισορρόπησης είναι υπερβολικές και αρκετά συχνά, τότε εκτός της σπανιότητας μπορεί να έχουμε ως αιτία και την άσκηση ολιγοπωλιακής δύναμης στην αγορά. Όμως η δύναμη αυτή αδυνατίζει μόνον όταν η προσφορά αυξάνει, πράγμα όμως που ποτέ δεν διασφαλίζεται μέσω ευκαιριακών εσόδων από τις αγορές, αλλά μόνο μέσω της σταθερότητας εσόδων στο πλαίσιο μακροχρόνιων συμβάσεων. Η σύναψη των συμβάσεων αυτών εξασφαλίζει δηλαδή όχι μόνο επάρκεια μακροχρόνια αλλά επιπλέον την αποφυγή ολιγοπωλιακών υπερκερδών.

Οι πολλές μελέτες μας από το 2014 πρότειναν τον μηχανισμό αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος για παροχή υπηρεσιών κάλυψης ευελιξίας και αιχμών, τον λεγόμενο μηχανισμό ΑΔΙ-ευελιξίας. Εγκρίθηκε από την ΕΕ και εφαρμόσθηκε κατά περιόδους μέχρι και σήμερα. Περιλάμβανε συνολικό προϋπολογισμό κόστους για τους καταναλωτές της τάξης των 150 εκατ. Ευρώ, δηλαδή λιγότερο από 3 Ευρώ/MWh. Οι μηχανισμοί αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος που εφαρμόσθηκαν παλαιότερα είχαν πολύ μεγαλύτερο κόστος, περίπου της τάξης των 450 εκατ. Ευρώ. Στις προτάσεις μας είχαμε τονίσει ότι το σύστημα όπως εξελίσσεται μέσω των ΑΠΕ δεν χρειάζεται πλήρη μηχανισμό αμοιβής διαθεσιμότητας ισχύος αλλά μόνο για την ευελιξία που παρέχεται από τις μονάδες φυσικού αερίου, τα υδροηλεκτρικά, την αποθήκευση και τη διακοψιμότητα. Πέραν της έλλειψης ευελιξίας των μονάδων λιγνίτη και η απολιγνιτοποίηση δεν δικαιολογεί αντίστοιχη αμοιβή διαθεσιμότητας ισχύος σε μονάδες λιγνίτη. 

Η πρότασή μας ως μόνιμη λύση για το κόστος εξισορρόπησης υπό συνθήκες αυξανόμενων ΑΠΕ είναι η μόνιμη εφαρμογή των ΑΔΙ ευελιξίας, όπως εφαρμόσθηκαν και στο πρόσφατο παρελθόν, με επιπλέον όμως ρύθμιση την υποχρεωτική σύναψη σύμβασης οικονομικών διαφορών (reliability option) μεταξύ των παρόχων ευελιξίας και του συστήματος. Στη σύμβαση θα προσδιορίζεται συγκεκριμένη τιμή (strike price) η οποία θα αποτελεί τη μέγιστη τιμή αμοιβής των παρόχων όταν ο διαχειριστής του συστήματος ενεργοποιεί το δικαίωμα προαίρεσης που παρέχεται από τη σύμβαση. Δηλαδή σε αντάλλαγμα της πάγιας αμοιβής για την ισχύ τους, οι πάροχοι ευελιξίας απεμπολούν τη δυνατότητα εσόδων σε αυξημένες τιμές κατά τις στιγμές σπανιότητας της ευελιξίας και έτσι αποφεύγονται οι υψηλές τιμές εξισορρόπησης. Ταυτόχρονα, οι πάροχοι της ευελιξίας εξασφαλίζουν σταθερότητα εύλογων εσόδων για εξυπηρέτηση κεφαλαίου, πράγμα που θα τους επιτρέψει να παραμείνουν σε οικονομική λειτουργία και να πραγματοποιούν επενδύσεις σε νέες μονάδες αερίου και αποθήκευσης, όπως προβλέπεται και στον μακροχρόνιο ενεργειακό σχεδιασμό.

Κατά την πρόσφατη υποβολή του αιτήματος έγκρισης των ΑΔΙ ευελιξίας για περιορισμένο διάστημα, η ΕΕ αντέδρασε αρνητικά προβάλλοντας το επιχείρημα ότι πρώτα πρέπει να λειτουργήσει το target model στο πλαίσιο του οποίου η ελεύθερη αγορά εξισορρόπησης θα πρέπει να αναδείξει τη σπανιότητα των πόρων ευελιξίας ώστε να τους αμείψει με υψηλές τιμές. Με τον τρόπο αυτό, οι πάροχοι θα έχουν έσοδα εξυπηρέτησης κεφαλαίου και δεν χρειασθεί μηχανισμός αμοιβής ισχύος των πόρων ευελιξίας. 

Το επιχείρημα αυτό της ΕΕ μοιάζει εύλογο εκ πρώτης όψεως και έχει πολλές φορές προβληθεί από τους υπέρμαχους ελεύθερων αγορών. Ο μηχανισμός που πρότεινε ήδη φάνηκε να λειτουργεί στο πλαίσιο του target model, όμως ήδη η Πολιτεία αντέδρασε αρνητικά. Δηλαδή στο target model συγχρόνως αναδείχθηκε η μεγάλη επιχειρηματική και πολιτική αβεβαιότητα που ενέχεται στη λύση των αυξημένων εσόδων κατά τις λίγες στιγμές σπανιότητας των πόρων στην αγορά. Όπως αναφέρθηκε, η αβεβαιότητα αυτή θέτει σε κίνδυνο την επάρκεια ισχύος στο μέλλον και επιφέρει τον κίνδυνο υπερβολικών τιμών λόγω άσκησης ολιγοπωλιακής δύναμης. 

Με βάση τα δύο αυτά επιχειρήματα, δηλαδή αποφυγή ανεπάρκειας ισχύος – άρα διασφάλιση επενδύσεων σε μονάδες αερίου και αποθήκευσης – και αποφυγή ολιγοπωλιακών τιμών, είναι εφικτή η διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες ώστε να εγκριθεί μόνιμος μηχανισμός ΑΔΙ ευελιξίας ταυτόχρονα με μακροχρόνιες συμβάσεις οικονομικών διαφορών τύπου reliability options. 

Η υιοθέτηση και η υποβολή αυτού του σχεδίου από τη Πολιτεία είναι η ενδεδειγμένη και μόνιμη λύση στο επείγον πρόβλημα του κόστους εξισορρόπησης που αλλιώς θα επιδεινώνεται συνεχώς στο μέλλον. 

-----------------------------------

- Ο κ. Παντελής Κάπρος είναι Καθηγητής Ενεργειακής Οικονομίας στο ΕΜΠ και πρώην Πρόεδρος της ΡΑΕ

(To άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προοπτικές του 2021)

 

 

24 Δεκεμβρίου 2020

energypress