Η ΕΕ στηρίζεται σε “μη φιλόδοξες και παρωχημένες” πολιτικές για την επίτευξη των στόχων του Παρισιού.

15 07 2018 | 11:20

Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να «βελτιώσει σημαντικά τη δέσμη των πολιτικών που εφαρμόζει» για το 2030, προκειμένου να ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, δήλωσε στο Εuractiv o Jean-Pascal van Ypersele, Βέλγος καθηγητής κλιματολογίας και περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Λουβένης και πρώην αντιπρόεδρος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC).

 

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινά δημόσια διαβούλευση στις 10 Ιουλίου για την επικαιροποίηση του οδικού χάρτη προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα έως το 2050. Πώς θα προσεγγίσει η ΕΕ το εγχείρημα αυτό; Ποιοί είναι οι βασικοί στόχοι τους οποίους πρέπει να επιδιώξει;

 

Η συνέπεια και η φιλοδοξία αποτελούν τις λέξεις-κλειδιά για το εγχείρημα αυτό.

 

Η ΕΕ έχει επικυρώσει τη Συμφωνία των Παρισίων, η οποία έχει αρκετά φιλόδοξους στόχους όσον αφορά στη διατήρηση της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας αρκετά κάτω από του 2ο  C. Αυτό συνεπάγεται καταρχάς την ενίσχυση των στόχων του 2030 για μείωση των εκπομπών άνθρακα. Το σχέδιο που κατέθεσε η ΕΕ στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικές που είναι παρωχημένες. Επομένως, η ΕΕ πρέπει να αλλάξει την δέσμη των πολιτικών της, ώστε οι φιλοδοξίες της να ευθυγραμμιστούν με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Ταυτόχρονα, έτσι θα μπορέσει να επανακτήσει την θέση της ως πρωτοπόρος στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, που έχασε από  την Κίνα.

 

Στο πλαίσιο της επικαιροποίησης του οδικού της χάρτη,  η ΕΕ έχει αναλάβει να ορίσει το υπόλοιπο του προϋπολογισμού άνθρακα για το 2050. Έχουμε ήδη μια ιδέα για το ύψος του προϋπολογισμού αυτού;

 

Το ύψος του προϋπολογισμού σε αυτό στο στάδιο δεν είναι σαφές, όμως αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι πρέπει να κυμανθεί σε επίπεδα χαμηλότερα από ότι πριν από τη Συμφωνία του Παρισιού.

Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κατά το παρελθόν βάσει του προϋπολογισμού για τις εκπομπές άνθρακα της ΕΕ, η πιθανότητα να επιτευχθεί ο στόχος διατήρησης της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας  κάτω από τους 2 ο C, ήταν 66%, δηλαδή πολύ χαμηλή. Σκεφτείτε ότι, κατ’ αναλογία, ένας μηχανικός δε θα σχεδίαζε μια γέφυρα που θα είχε 66% πιθανότητα να τη διασχίσεις. Αυτό σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός της ΕΕ για τις εκπομπές  άνθρακα, πρέπει να είναι σημαντικά μικρότερος από  ότι ήταν σήμερα.

 

Εάν υποθέσουμε ότι η ΕΕ επιδιώκει μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα, τι θα σήμαινε αυτό για το  μέγεθος των κοινωνικο-οικονομικών μετασχηματισμών που πρέπει να πραγματοποιηθούν;

 

Είναι μια τεράστια αλλαγή. Η επίτευξη μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα μέσα σε 30 χρόνια απαιτεί πολύ μεγάλη προσπάθεια, από την ανακαίνιση των υφιστάμενων κτιρίων στην Ευρώπη έως την πλήρη αλλαγή του συστήματος μεταφορών και μετακινήσεων, την ανάπτυξη των ΑΠΕ σε τεράστια κλίμακα, την υιοθέτηση μοντέλων κυκλικής οικονομίας στη βιομηχανική παραγωγή κ.ά. 

 

Πρόκειται πραγματικά για μια μεταστροφή που θα πρέπει να οργανωθεί και να ενσωματωθεί σε όλες τις ευρωπαϊκές δραστηριότητες και πολιτικές.

 

Ωστόσο, συμφωνείτε ότι ο στόχος ενός ουδέτερου ισοζυγίου άνθρακα για το 2050 είναι ορθός από επιστημονικής άποψης  για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής;

 

Ασφαλώς και θα ήταν μια όχι μόνο ευπρόσδεκτη, αλλά και σημαντική συμβολή στην παγκόσμια προσπάθεια, με την προϋπόθεση ότι οι πολιτικές της ΕΕ δεν οδηγούν σε αύξηση των εκπομπών σε άλλα μέρη του κόσμου.

 

Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι μέχρι το 2050, η ΕΕ θα αντιπροσωπεύει το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού, και θα κατέχει σημαντικά χαμηλότερο μερίδιο εκπομπών άνθρακα σε σχέση με σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι η συνεισφορά της ΕΕ στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, είναι εξίσου σημαντική τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρώπης.

 

Βεβαίως, ας μην ξεχνάμε ότι αυτά αφορούν μόνο στο διοξείδιο του άνθρακα. Υπάρχουν και άλλα αέρια του θερμοκηπίου, όπως το μεθάνιο, των οποίων οι εκπομπές είναι πιο δύσκολο να μειωθούν.

 

Ήσαστε ένας από τους κύριους συντάκτες της 3ης έκθεσης της IPCC που δημοσιεύθηκε το 2001. Σε γενικές γραμμές, πόσο έχουμε προχωρήσει από τότε;  Εξακολουθούν να υπάρχουν αβεβαιότητες σε σχέση με τα αίτια της κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον;

 

Εξακολουθούμε να μην γνωρίζουμε ακριβώς πόσο ευαίσθητο είναι το κλιματικό σύστημα στην αύξηση των συγκεντρώσεων αερίων του θερμοκηπίου. Δηλαδή, αν διπλασιάσουμε την ποσότητα του CO2 στην ατμόσφαιρα, εκτιμούμε ότι η αύξηση της θερμοκρασίας θα κυμαίνεται μεταξύ των 1,5-4,5ο C, δηλαδή υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας λοιπόν, και το χειρότερο σενάριο των 4,5ο C. Αυτή η αβεβαιότητα, που δεν έχει εξαλειφθεί τα τελευταία 40 χρόνια από τις μετρήσεις μας, οφείλεται κυρίως στη δυσκολία να προσομοιώσουμε την εξέλιξη της νεφοκάλυψης στα κλιματικά μοντέλα που χρησιμοποιούμε. Ωστόσο, η αβεβαιότητα συνίσταται στο ύψος της αύξησης της θερμοκρασίας, και όχι στην αιτία, η οποία είναι ξεκάθαρη και αναμφισβήτητη. Κυρίως όμως, η αβεβαιότητα αυτή δεν αναιρεί την κρισιμότητα της κατάστασης.

 

Τώρα, όσον αφορά στις επιπτώσεις, από τις μεγαλύτερες αβεβαιότητες παραμένουν η ακριβής άνοδος της στάθμης της θάλασσας και οι αλλαγές στην κατανομή των βροχοπτώσεων, για παράδειγμα στην Αφρική. Ειδικά για τη Βόρεια Αφρική είναι ξεκάθαρο ότι θα υπάρχει ξηρασία, αλλά στη ζώνη Σαχέλ, για παράδειγμα, τα πράγματα είναι  λιγότερο σαφή.

 

Υπάρχει η πιθανότητα το Βέλγιο να προσομοιάζει το κλίμα των Μεσογειακών χωρών στο εγγύς μέλλον; Ίσως κάποιοι από εμάς στις Βρυξέλλες να ήμασταν ευτυχείς για αυτό.

 

Το κλίμα στο Βέλγιο θα γίνει θερμότερο – αυτό είναι σαφές. Είναι επίσης σαφές ότι θα αλλάξει η κατανομή των βροχοπτώσεων. Επίσης, οδεύουμε προς ξηρότερα καλοκαίρια, και αυτό δε το λέω γιατι διανύουμε ένα ξηρό καλοκαίρι φέτος, αλλά είναι κι αυτό ενδεικτικό των καιρικών συνθηκών που θα  έχουμε όλο και περισσότερο εφεξής. Αυτός λοιπόν, δεν είναι λόγος για να είναι ευτυχής κανείς, γιατί θα δημιουργήσει προβλήματα στη γεωργία, την ύδρευση κτλ.

 

Από την άλλη, θα έχουμε περισσότερες βροχοπτώσεις το χειμώνα, δηλαδή σε εποχιακό επίπεδο θα έχουμε σημαντικές αλλαγές.

 

Ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής έχει επικεντρωθεί στη μείωση των εκπομπών άνθρακα. Τι γίνεται όμως με τα άλλα αέρια του θερμοκηπίου, όπως το μεθάνιο;

 

Και τα άλλα αέρια έχουν σημασία, αλλά υπάρχει λόγος που επικεντρωνόμαστε περισσότερο στο CO2.

Το μεν μεθάνιο είναι όντως 30 φορές ισχυρότερο ως αέριο του θερμοκηπίου από το CO2 σε ένα χρονικό διάστημα 100 ετών, και άρα πρέπει να ελέγχουμε τις εκπομπές μεθανίου. Ωστόσο, εκπέμπεται πολύ περισσότερο CO2, δεκάδες δισεκατομμύρια τόνοι ανά έτος, ενώ για το μεθάνιο μιλάμε για κάποια εκατομμύρια τόνους ετησίως. Το CO2, λοιπόν, αντιστοιχεί περίπου στο  80% των αερίων του θερμοκηπίου από ανθρωπογενείς δραστηριότητες, εξ ου και αναφέρεται περισσότερο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αγνοούνται οι επιπτώσεις των άλλων αερίων.

 

Η IPCC ετοιμάζεται να δημοσιεύσει την έκθεση για την εκτίμηση διαφοράς αύξησης θερμοκρασίας του πλανήτη μεταξύ 1,5 και 2 οC. Εσείς ποια πιστεύετε ότι είναι η διαφορά από πλευράς περιβαλλοντικών επιπτώσεων;

 

Προφανώς, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι λιγότερες με αύξηση κατά 1,5ο C από ότι με 2 ο C, και μάλιστα, μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Μια μικρή διαφορά στη θερμοκρασία μπορεί να έχει τεράστιες συνέπειες στη στάθμη της θάλασσας. Να θυμάστε ότι μόνο από τους πάγους της Γροιλανδίας, μπορεί να αυξηθεί η στάθμη της θάλασσας κατά 6-7 μέτρα παγκοσμίως. Επομένως, υπάρχουν πολλοί λόγοι που στοχεύουμε στη μικρότερη δυνατή αύξηση της θερμοκρασίας, αλλά απαιτείται μεγάλη προσπάθεια ώστε να επιτύχουμε το συντομότερο δυνατόν μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα.

 

Η παγκόσμια θερμοκρασία έχει ήδη αυξηθεί κατά 1,1 ο C. Μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος των 1,5 ο C;

 

Είναι λίγο νωρίς να το σχολιάσω ακόμα, καθώς δεν έχει οριστικοποιηθεί η έκθεση της IPCC. Aλλά, ένα από τα μηνύματα της έκθεσης είναι ότι η πορεία μας δεν είναι προδιαγεγραμμένη και θα εξαρτηθεί από τα επίπεδα φιλοδοξίας των χωρών και των ηγετών του κόσμου. Εάν υπάρξει πολιτική βούληση στην κατάλληλη κλίμακα, υπάρχει η ευκαιρία να αποφευχθεί η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από το στόχο. Ακόμα κι αν δεν αποφευχθεί, όμως, μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το χρόνο παραμονής μας πάνω από αυτό το όριο για να ελαχιστοποιήσουμε τους κινδύνους.

 

Για τι χρονικό ορίζοντα μιλάμε; Πόσος χρόνος μας απομένει μέχρι να φτάσουμε το στόχο;

 

Δεν υπάρχει αυστηρή προθεσμία. Υπάρχει μια αίσθηση του επείγοντος, αλλά τα πράγματα δεν είναι ασπρόμαυρα. Μπορούμε να διαχειριστούμε τον κίνδυνο, απλά όσο περισσότερο αδρανούμε τόσο περισσότερο θα χάνουμε το στόχο.

 

10 Ιουλίου 2018

 

Του Frederic Simon

 

Πηγή: Euractiv

 

Περισσότερα:     2030 climate and energy targets     2050 climate strategy    carbon budget    climate change     climate science    COP21    COP24    energy & environment    Paris Agreement   IPCC     Science & Policymaking