Το μέλλον του λιγνίτη είναι συνυφασμένο με τη βιομηχανία

Η ενεργοβόρος βιομηχανία χαιρετίζει την πρωτοβουλία της κυβέρνησης να ξεκινήσει δημόσια διαβούλευση για το νέο ενεργειακό μείγμα και τους βασικούς άξονες της εθνικής ενεργειακής στρατηγικής για τα επόμενα χρόνια.  Η διαβούλευση αυτή δίνει την ευκαιρία σε όλους τους θεσμικούς φορείς αλλά και τους φορείς συλλογικής εκπροσώπησης να τοποθετηθούν δημόσια και να εκφράσουν τις θέσεις τους.

Με αφορμή λοιπόν τους βασικούς άξονες της στρατηγικής που παρουσιάστηκαν από την κυβέρνηση αντιλαμβανόμαστε πλήρως και συμφωνούμε με τον εθνικό και ευρωπαϊκό στόχο της μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα και της σταδιακής μετάβασης προς «πράσινες» μορφές ενέργειας. Ωστόσο είναι σημαντικό σήμερα να μην επαναληφθούν λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, που οδήγησαν σε σημαντικά προβλήματα όπως η υπέρμετρη αύξηση του ενεργειακού κόστους αλλά και η αύξηση της εξάρτησης από ενεργειακές εισαγωγές που υπονόμευσαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και της βιομηχανίας.

Επομένως, παράλληλα με το στόχο της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει ο ενεργειακός σχεδιασμός να λάβει σοβαρά υπόψη και άλλες κρίσιμες παραμέτρους όπως το κόστος, η ενεργειακή ασφάλεια και ο περιορισμός – κατά το δυνατόν – της εξάρτησης από εισαγωγές.

Γι’ αυτό και θεωρούμε λανθασμένη την προσέγγιση που προβάλλεται από ορισμένες πλευρές ότι ο λιγνίτης δεν έχει θέση στο ενεργειακό μείγμα της χώρας και ότι θα πρέπει να αντικατασταθεί από το φυσικό αέριο, ένα καύσιμο που αυξάνει την εξάρτηση της χώρας μας από τις ενεργειακές εισαγωγές.

Η επιχειρηματολογία, όσων υποστηρίζουν τη θέση αυτή, βασίζεται στο γεγονός ότι ο λιγνίτης στο άμεσο μέλλον θα είναι λιγότερο ανταγωνιστικός ως προς το φ.α, εάν βέβαια η τιμή του φ.α δεν αυξηθεί λόγω της αναμενόμενης αύξησης της ζήτησης. Και τούτολόγω της σχεδιαζόμενης και συνεχιζόμενης αύξησης της τιμής των δικαιωμάτων αερίων ρύπων CO2, που στοχεύει στην εύρεση πόρων για να χρηματοδοτηθεί η περαιτέρω ανάπτυξη των (ΑΠΕ),

Το επιχείρημα αυτό ωστόσο, δεν λαμβάνει υπόψη ότι για τη βιομηχανία, ακόμη και με αυξημένες τιμές των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, ο λιγνίτης θα παραμείνει πιο ελκυστικός από το φυσικό αέριο.

Για ποιο λόγο;

Οι περισσότεροι βιομηχανικοί κλάδοι εντάσεως ενέργειας δικαιούνται βάσει των Ευρωπαϊκών Κατευθυντηρίων Γραμμών να λάβουν αντιστάθμιση για το πρόσθετο κόστος που προκαλεί στο ανταγωνιστικό σκέλος της ηλεκτρικής ενέργειας η υποχρεωτική αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων.

Με απλά λόγια εάν η λιγνιτική ενέργεια αξιοποιείται από τη βιομηχανία, τότε απαλλάσσεται από το πρόσθετο κόστος των ρύπων.

Αρκεί οι βιομηχανίες να έχουν τη δυνατότητα να υπογράφουν διμερείς προθεσμιακές συμβάσεις (OTC) με λιγνιτικές μονάδες.  Αυτή η δυνατότητα μπορεί να διατηρήσει σε λειτουργία λιγνιτικά εργοστάσια που σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούνταν σε κλείσιμο.

Στρεβλώσεις

Το πρόβλημα βεβαίως είναι με τη σημερινή δομή της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς, αυτή η δυνατότητα υπογραφής διμερών προθεσμιακών συμβάσεων δεν υφίσταται .

Αντίθετα, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας όπως είναι δομημένη μέχρι τώρα χαρακτηρίζεται από πλήθος στρεβλώσεων που θεσπίστηκαν σταδιακά τα τελευταία χρόνια, με το πρόσχημα του περιορισμού της δεσπόζουσας θέσης του κυρίαρχου παίκτη, της ΔΕΗ. Στην πράξη ωστόσο οι στρεβλώσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί το ενεργειακό κόστος και να υπονομευτεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας.

Μπροστά μας ωστόσο έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία για να δημιουργήσουμε μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά. Αυτό συμβαίνει γιατί η Ελλάδα δεσμεύτηκε να αναδιαρθρώσει την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Μοντέλου Στόχου (Target model) και να θεσπίσει το κατάλληλο ρυθμιστικό πλαίσιο που θα οδηγήσει σε μια νέα δομή και θα εξασφαλίσει τη σύζευξη της ελληνικής αγοράς επόμενης ημέρας (DAM) με τις αγορές της Ιταλίας και της Βουλγαρίας.

Αναμένουμε να δούμε ποια θα είναι η πρόταση του ρυθμιστή για τους τελικούς κώδικες  που θα τεθούν σε δημόσια διαβούλευση.  Ειδικότερα αναμένουμε με ενδιαφέρον τις τελικές θέσεις για δύο σημαντικά κατά την άποψή μας ζητήματα:

Πρώτον την επιβολή ανώτατου ορίου διμερών συμβάσεων για τον δεσπόζοντα παίκτη της αγοράς.

Δεύτερον την πρόταση αναφορικά με την επιβολή κατώτατου ορίου στις προσφορές στην αγορά επόμενης ημέρας ίσο με το μεταβλητό κόστος κάθε μονάδας.

Θεωρούμε ότι οι παραπάνω περιορισμοί αποτελούν σημαντικές στρεβλώσεις της ελληνικής αγοράς, που έχουν εμποδίσει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε άλλες χώρες της Ευρώπης, να γίνουν ορατά το οφέλη σε επίπεδο κόστους ενέργειας από την είσοδο των ΑΠΕ στη χονδρεμπορική αγορά. Εκτιμούμε ότι οι στρεβλώσεις αυτές έχουν συντελέσει σε μεγάλο βαθμό ώστε η Ελλάδα να αποτελεί μια από τις πιο ακριβές αν όχι την πιο ακριβή αγορά στην Νοτιοανατολική Ευρώπη  με απόλυτα προβλέψιμες τιμές, γεγονός που επιτρέπει τον έλεγχο των ροών ενέργειας προς τη χώρα μας εις βάρος των ελληνικών μονάδων.

Υπό το πρίσμα αυτό εκτιμούμε ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να μην καθυστερήσει άλλο η λειτουργία των 4 νέων αγορών, χωρίς βεβαίως τις σημερινές στρεβλώσεις.        

Λιγνίτης ή αέριο;

Σε μια αγορά που είναι απαλλαγμένη από στρεβλώσεις, παραμένει το ερώτημα ποιο θα είναι το πιο ανταγωνιστικό καύσιμο για την ενεργοβόρο βιομηχανία. Τα νούμερα μιλούν από μόνα τους. Το μεταβλητό κόστος της πλέον σύγχρονης μονάδας συνδυασμένου κύκλου με καύσιμο φυσικό αέριο, ακόμα και σήμερα (50Ευρώ/MWh), δεν οδηγεί σε ανταγωνιστική τιμή για τη βιομηχανία εάν συγκριθεί με τις τιμές που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές μας.  

Εκτός όμως από το θέμα του κόστους, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αποτελεί προτεραιότητα η χρήση και αξιοποίηση των εγχώριων πηγών ενέργειας, ενώ και στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής, κεντρικός στόχος είναι ο διαρκής περιορισμός της ενεργειακής εξάρτησης από εισαγωγές. 

Σε κάθε περίπτωση, η  ενεργοβόρος βιομηχανία δεν μπορεί να έχει βιώσιμο και ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας από μονάδες βάσης που χρησιμοποιούν εισαγόμενο καύσιμο όπως είναι το  φυσικό αέριο.

Κατά συνέπεια από πλευράς ασφάλειας ενεργειακού εφοδιασμού αλλά και κόστους το ποσοστό του λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα δεν πρέπει και δεν μπορεί να μειωθεί  κάτω από 30%.

Αυτή θα πρέπει να είναι και η εθνική  επιλογή για το ενεργειακό μείγμα.

Πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να κινηθεί προς ένα διαφοροποιημένο ενεργειακό μείγμα που θα ενισχύει την ασφάλεια ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, αξιοποιώντας πλήρως τους εγχώριους πόρους και επιτρέποντας σε διαφορετικές τεχνολογίες να αναπτυχθούν και να ανταγωνίζονται  στην αγορά. Με γνώμονα τη μείωση του ενεργειακού κόστους, την αύξηση της εξοικονόμησης ενέργειας και της ενεργειακής αποδοτικότητας και βεβαίως το σεβασμό των κλιματικών και ενεργειακών στόχων της Ένωσης.

Και βέβαια αυτή η στρατηγική επιλογή, θεωρούμε ότι είναι απολύτως συμβατή με τους στόχους και τη γενικότερη κατεύθυνση της ΕΕ.

Όπως υπογραμμίζει πρόσφατο ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για την προώθηση της Ενεργειακής Ένωσης: "Η διαφοροποίηση στο ενεργειακό μίγμα των κρατών-μελών, βασισμένη στους εγχώριους πόρους που διαθέτει το καθένα, αλλά και τις γεωγραφικές, περιβαλλοντικές παραμέτρους, όπως επίσης και την εμπειρία, τεχνογνωσία, τις  ενεργειακές ανάγκες και φυσικά τα κόστη….αποτελεί ένα περιουσιακό στοιχείο για την Ένωση στο σύνολό της , αφού ενισχύει  την αντοχή της σε διακοπές/προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού,  οδηγεί σε πιο συμφέρουσες από πλευράς κόστους επιλογές και επιτρέπει σε διαφορετικές τεχνολογίες να αναπτυχθούν και να ανταγωνιστούν στην αγορά .Έτσι οδηγούν στη μείωση του κόστους ενέργειας"

Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: Το μέλλον του λιγνίτη είναι συνυφασμένο με τη βιομηχανία.

-----------------

* Ο κ. Αντώνης Κοντολέων είναι μέλος Δ.Σ. της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας

(το άρθρο περιλαμβάνεται στον τόμο GREEK ENERGY 2018 που εκδίδει για 7η χρονιά το επιτελείο του energypress)