Αρχή της “Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα” – Πρέπει να γίνει πρωταρχική στον Εθνικό Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα!
Με την υποβολή των τελικών εθνικών σχεδίων για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) των περισσότερων κρατών μελών στα τέλη του 2019, ξεκίνησαν πολλές συζητήσεις για την οικονομική υποστήριξη που χρειάζονται τα κράτη μέλη για την επίτευξη των στόχων της πράσινης συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Green Deal). Η πραγματικότητα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει πολύ από την επίτευξη των στόχων ενεργειακής απόδοσης έως το 2020, γιατί ενώ οι στόχοι απαιτούν 1% ενεργειακή απόδοση ετησίων, η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται κατά 4% από το 2016 (μετά τη μείωση της κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης), άρα οι χώρες έχουν απόκλιση από τους στόχους ενεργειακής απόδοσης κατά 4-6% έως το 2020. Το ίδιο ισχύει και για το στόχο των ετών 2021-2030 (βλέπε προβλέψεις της EUROSTAT στο γράφημα), όπου παρά τα φιλόδοξα σχέδια των κρατών μελών, η τρέχουσα τάση εξοικονόμησης ενέργειας δεν επαρκεί. Έτσι, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές αβεβαιότητες σχετικά με τα μέσα που έχουν δεσμευθεί για τα επόμενα χρόνια (ήδη αν δεν αλλάξει η τάση προς μεγαλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας, η απόκλιση από τους στόχους θα φτάσει το 22%!).
Η ενεργειακή απόδοση λοιπόν πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των πολιτικών, εκτιμώντας σε δίκαιη βάση ποιες επενδύσεις στην προσφορά ή ζήτηση ενέργειας είναι οι πλέον αποδοτικές από πλευράς συνολικού κοινωνικού και οικονομικού κόστους. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θεσμοθετήσει σαν ακρογωνιαίο λίθο των εθνικών ΕΣΕΚ την αρχή της «Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα». Η Αρχή αυτή είναι θεμελιώδης για την χάραξη πολιτικής, τον προγραμματισμό και τις επενδύσεις στον τομέα της ενέργειας, και με βάση αυτήν θα πρέπει να σχεδιαστεί το ενεργειακό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τι σημαίνει όμως αυτή η Αρχή; Ο επίσημος ορισμός αναφέρει ότι θα πρέπει να επιλέγουμε την πιο οικονομικά αποδοτική λύση όσον αφορά ή την ζήτηση ή την προσφορά ενέργειας πριν προβούμε σε οποιαδήποτε ενεργειακή επένδυση. Πιο απλά, οι επενδύσεις στη ζήτηση της ενέργειας (που οδηγούν σε ενεργειακή εξοινόμηση πχ οι αναβαθμίσεις κτιρίων) θα πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι των κλασικών επενδύσεων ενεργειακής προσφοράς (π.χ. νέα δίκτυα, παραγωγή κλπ) εφόσον οι πρώτες ειναι πιο οικονομικά αποδοτικές λαμβάνοντας υπόψιν το κοινωνικό όφελος (δηλαδή και τα πολλαπλά οφέλη της ενεργειακής εξοικονόμησης από την πλευρά του ενεργειακού χρήστη). Θέτοντας αυτή την αρχή σε όλες τις ενεργειακές αποφάσεις, η Ευρώπη μπορεί να τονώσει την οικονομία της, να μειώσει την εξάρτηση από εισαγωγές πόρων, να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, να βελτιώσει την ποιότητα του αέρα και να μειώσει δραματικά το κόστος της ενεργειακής μετάβασης. Για αυτό το λόγο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θεσμοθετήσει την Αρχή νομοθετικά στο πακέτo Clean Energy for All, στην Οδηγία για τον Ηλεκτρισμό (ΕΕ, 2019/44) και στον κανονισμό διακυβέρνησης (ΕΕ, 2018/1999), σαν έναν από τους πέντε πυλώνες της Ενεργειακής Ένωσης. Στο πλαίσιο αυτό εξάλλου και η νέα Επίτροπος (Ursula von der Leyen) ζήτησε την «γρήγορη υλοποίηση της ενεργειακής αποδοτικότητας.. και να εξασφαλίσει την εφαρμογή της Αρχής της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα».
Στο Ευρωπαϊκό Έργο ENEFIRST (www.enefirst.eu) που συντονίζουμε στο Institute for European Energy and Climate Policy στοχεύουμε στην εφαρμογή της Αρχής της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα στα ΕΣΕΚ και στις αποτιμήσεις πολιτικών από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θεωρούμε οτι απαιτείται συστημική προσέγγιση στον υπολογισμό της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων στην εξοικονόμηση ή διαχείρηση ενέργειας, σταθμίζοντάς τες με επενδύσεις σε κατασκευές νέων υποδομών ή μονάδων παραγωγής ενέργειας, σε όλες τις αποφάσεις του ενεργεικού συστήματος, από σπίτια, γραφεία, βιομηχανία έως και μεταφορές. Στην πράξη, η Αρχή αυτή σημαίνει ενδεικτικά τα ακόλουθα.
Για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας
Είναι αναγκαίο να υπάρχει διαφάνεια στον ανταγωνισμό μεταξύ διεύρυνση των ΑΠΕ και τη μείωση της ενεργειακής ζήτησης. Μάλιστα, εφόσον ο στόχος των ΑΠΕ αναφέρεται στην τελική κατανάλωση ενέργειας, εμμέσως ενισχύει και την Αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα γιατί μειώνοντας την ζήτηση μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι με μικρότερες επενδύσεις σε ΑΠΕ.
Για τα Έργα Κοινού Ενδιαφέροντος (PCI)
Τα διακρατικά έργα υποδομών που υποστηρίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αιτιολογούνται, κυρίως όσον αφορά το μέγεθος και τη μακρά διάρκεια τέτοιων έργων, και θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν αντίστοιχες επενδύσεις διαχείρησης ενεργειακής ζήτησης σαν εναλλακτικές (αποδεικνύοντας ότι είναι οικονομικά και κοινωνικά πιο κερδοφόρα από αντίστοιχα έργα ενεργειακής απόδοσης).
Για τις ενεργειακές επενδύσεις
Η Αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα εφαρμόζεται σε όλες τις ενεργειακές επενδύσεις και όχι μόνο στον ηλεκτρισμό. Ερωτήσεις σχετικά με το αν θα πρέπει να χρηματοδοτούνται διακρατικές συνδέσεις αγωγών φυσικού αερίου, ή επεκτάσεις δικτύων τηλεθέρμανσης, ή εναλλακτικά να χρηματοδοτούνται αναβάθμιση κτιριακού κελύφους ή εγκαταστήσεις ενεργειακά αποδοτικών συστημάτων θέρμανσης θα πρέπει πάντα να απαντούνται στις αποφάσεις. Τα κόστη, μαζί με τα ρίσκα των επενδύσεων αυτών να γίνουν lock-in στο μέλλον καθώς και τα πολλαπλά οφέλη θα πρέπει να υπολογίζονται διακριτά. Η ενεργειακή αποδοτικότητα και διαχείρηση ενεργειακής ζήτησης είναι εξίσου κομβικά στοιχεία του ενεργειακού συστήματος και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ίσοις όροις με την ενεργειακή προσφορά.
Με βάση λοιπόν την αρχή αυτή, και αξιολογώντας το Ελληνικό ΕΣΕΚ, παρατηρούμε ότι η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες δεν την έχουν λάβει αρκετά υπόψιν τους, ενώ στοχεύουν σε επενδύσεις επέκτασης δικτύου και εισαγωγής φυσικού αερίου (οι οποίες λόγω του μεγέθους τους και της διάρκειάς τους μπορούν να επιφέρουν καταστάσεις lock-in πχ σε φυσικό αέριο δυσχεραίνοντας την ενεργειακή μετάβαση) και αναζήτησης ορυκτών καυσίμων με σημαντικά κόστη επένδυσης. Οι επενδύσεις αυτές επιφέρουν και σημαντικές δυσκολίες χρηματοδότησης σε διακρατικό επίπεδο, όπως φανερώθηκε εμφανώς και από τους φραγμούς που τίθενται από πολλά κράτη μέλη στην συμφωνία του Ευρωπαϊκού Πολυετούς Χρηματοδοτικού Πλαισίου (MFF) την προηγούμενη εβδομάδα. Επίσης, ακόμα και στην περίπτωση ευνοϊκής συμφωνίας, δεν πρέπει να ξεχνούμε και την απόφαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων για χρηματοδοτήσεις επενδύσεων μη συμβατικών καυσίμων, κάτι το οποίο θα αναγκάσει εν τέλει και τις εθνικές προσπάθειες (όπως πχ το East Med) να λειτουργεί με εναλλακτικό μίγμα αερίου (πχ green gas) σε full capacity για να τύχει χρηματοδότησης και να είναι οικονομικά βιώσιμος. Εάν συγκρίνουμε τις εκτιμώμενες χρηματοδοτικές ανάγκες για τις δράσεις αυτές (στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, φυσικού αερίου κλπ), είναι υπερπολλαπλάσιες των αντίστοιχων της ενεργειακής εξοικονόμησης (που αναμένονται 200-250 εκ. € για την περίοδο 2021-2030). Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβάνοντας υπόψιν ότι και η Αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα θα είναι από τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης στην επίτευξη των στόχων των ΕΣΕΚ, και δεδομένου ότι η Ελλάδα έχει δυσκολίες στην επίτευξη των στόχων εξοικονόμησης ενέργειας έως το 2020 (ενώ έχει υψηλούς στόχους το 2030) το ερώτημα κατά το πόσο πληρούμε την αρχή αυτή για την Ελλάδα γίνεται καίριο!
Έχουμε κάνει κάποια εκτίμηση κοινωνικού κόστους οφέλους (λαμβάνοντας και τα πολαπλά ωφέλη της Ενεργειακής Απόδοσης) για να αποτιμήσουμε κατά πόσο η επέκταση του δικτύου και αύξηση παραγωγής / εισαγωγών πρωτογενούς ενέργειας θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από πολύ χαμηλότερες επενδύσεις (έως και μηδενικού κόστους) ενεργειακής εξοικονόμησης, όπως ορίζει η αρχή; Η δυναμική εξοικονόμησης ενέργειας της Ελληνικής αγοράς είναι τεράστια και εφόσον υπολοιπόμαστε των στόχων (και πόσο μάλλον των αυξημένων στόχων έως το 2030 που απαιτούν μεγαλύτερες επενδύσεις), μήπως θα έπρεπε να δούμε τα πραγματικά νούμερα; Σεβόμενοι την αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα, οποιαδήποτε επένδυση που θα καθορίσει το ενεργειακό μας μέλλον θα πρέπει να συνδιαμορφώνεται και από τους καταναλωτές και από τους παραγωγούς και διανομείς ενέργειας για να είναι κοινωνικά και οικονομικά αποδοτική και αποδεκτή τόσο εθνικά όσο και Ευρωπαϊκά στις επόμενες αξιολογήσεις. Είναι ευκαιρία δεδομένων των στόχων να κοιτάξουμε προσεκτικά τις εναλλακτικές και να κάνουμε μια πραγματικά ενεργειακή βιώσιμη μετάβαση.
- Ο Βλάσης Οικονόμου είναι στέλεχος στο Institute for European Energy and Climate Policy (www.ieecp.org) του Άμστερνταμ.
3 Μαρτίου 2020
Εnergypress