Αποθήκευση Ηλεκτρικής Ενέργειας: Η Καρδιά της Ενεργειακής Μετάβασης

Η ενεργειακή μετάβαση προς ένα πιο βιώσιμο και "πράσινο" μέλλον αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους στόχους της σύγχρονης ελληνικής ενεργειακής πολιτικής, καθώς θα της δώσει την αναγκαία ανθεκτικότητα στις όλο και πιο συχνές πλεόν κρίσεις, αλλά και την ουσιαστική ανταγωνιστικότητα σε ένα διεθνές περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από έντονες μεταβολές.
Η Ελλάδα λοιπόν θα πρέπει να εκμεταλευτεί τις δικές της ενεργειακές πηγές, μέρος των οποίων είναι οι ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια. Το ευχάριστο είναι ότι το 2024 έκλεισε με συμμετοχή των ΑΠΕ 56% στο ενεργειακό ισοζύγιο ηλεκτροπαραγωγής της χώρας (συμπεριλαμβανομένων και των μεγάλων υδροηλεκτρικών).
Στο σημείο αυτό έρχεται να συνδράμει ουσιαστικά η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς αποτελεί τον βασικό μηχανισμό σταθεροποίησης ενός ηλεκτρικού συστήματος που βασίζεται σε διαλείπουσες πηγές.
Το 2024 η χώρα έφτασε τα 13 GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ, ενώ βρίσκονται σε αναμονή έργα, επιπλέον ισχύος 16 GW με εξασφαλισμένες προσφορές σύνδεσης. Παράλληλα, οι εκκρεμείς αιτήσεις για νέες συνδέσεις ξεπερνούν τα 40 GW, με αποτέλεσμα το συνολικό δυναμικό να προσεγγίζει τα 70 GW, χωρίς να υπολογίζονται τα αντίστοιχα μελλοντικά έργα που βρίσκονται υπό σχεδιασμό.
Ως εκ τούτου, η δεδομένη υπερπροσφορά ενέργειας από ΑΠΕ σε ορισμένες ώρες της ημέρας με χαμηλή ζήτηση/φορτίο, δημιουργεί σημαντικές τεχνικές (όπως εξισορρόπηση ισχύος) και οικονομικές προκλήσεις (όπως μηδενικές ή/και αρνητικές τιμές ενέργειας). Παράλληλα, όμως, ανοίγει νέες ευκαιρίες για την ενσωμάτωση συστημάτων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας (Σ.Α.Η.Ε.), τα οποία μπορούν να αποτελέσουν βασικό πυλώνα για τη σταθεροποίηση του συστήματος και την περαιτέρω αξιοποίηση των ΑΠΕ, επιτρέποντας μια οικονομικά βιώσιμη και τεχνικά ασφαλή μετάβαση σε ένα πιο πράσινο ενεργειακό μέλλον.
Είναι συνεπώς ανάγκη να υλοποιηθούν το συντομότερο ΣΑΗΕ που θα συμμετέχουν στις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην εξομάλυνση των ημερήσιων διακυμάνσεων των τιμών – ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα σήμερα. Τα συστήματα αυτά θα συμβάλλουν στη μείωση του τελικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας. Παράλληλα, η ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης σε συνδυασμό με ΑΠΕ θα επιτρέψει την καλύτερη διαχείριση της παραγόμενης ενέργειας, ενισχύοντας τη διείσδυση των ΑΠΕ και οδηγώντας την ασφαλή ενεργειακή μας μετάβαση.
Σύμφωνα με το επικαιροποιημένο ΕΣΕΚ, η ανάπτυξη επαρκούς ισχύος και χωρητικότητας συστημάτων αποθήκευσης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα, ενώ προβλέπει την εγκατάσταση 4,3 GW συστημάτων αποθήκευσης με μπαταρίες και 1,7 GW συστημάτων αντλησιοταμίευσης έως το 2030, φτάνοντας συνολικά τα 6 GW.
Εάν συμπεριληφθούν και τα αδειοδοτημένα έργα ΑΠΕ της κατηγορίας 11Α, καθώς και τα υβριδικά έργα στα νησιά, η συνολική αποθηκευτική ισχύς προσεγγίζει τα 70 GW και η αποθηκευτική ενέργεια τις 200 GWh. Προφανές δείγμα του έντονου επενδυτικού ενδιαφέροντος για την ανάπτυξη συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας, το οποίο υποστηρίζεται και από την σημαντικότατη πτώση του κόστους των μπαταριών λιθίου, καθώς και των υπόλοιπων τεχνολογιών.
Νομικό και Ρυθμιστικό Πλαίσιο
Μέχρι πρότινος, το θεσμικό πλαίσιο για την αποθήκευση στην Ελλάδα ήταν ασαφές, κάτι που απέτρεπε τις επενδύσεις. Από το 2022 όμως, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες, με την αποθήκευση να αναγνωρίζεται πλέον ως διακριτός ρόλος στο ενεργειακό μείγμα.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης έλλειψης ΣΑΗΕ, πριν δύο χρόνια, η κυβέρνηση προγραμμάτισε τρεις διαγωνισμούς για την ενίσχυση και άμεση εγκατάσταση συστημάτων αποθήκευσης, ύψους 1GW, με τους δύο πρώτους να έχουν ολοκληρωθεί το 2023 και τον τρίτο μόλις στις αρχές του 2025. Παράλληλα, στο ίδιο πλαίσιο και αναγνωρίζοντας το μεγάλο και έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον, το ΥΠΕΝ σχεδιάζει να δημοπρατήσει εντός του έτους 3,55GW ηλεκτρικού χώρου για συστήματα αυτόνομων εμπορικών μπαταριών, χωρίς κρατική ενίσχυση, παρά μόνο δίνοντας προτεραιότητα στη χορήγηση όρων σύνδεσης. Σύμφωνα με το σχέδιο της υπουργικής απόφασης, το οποίο τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στα τέλη του Φεβρουαρίου, το δυναμικό που θα δημοπρατηθεί θα είναι 2,65 GW για έργα που θα συνδεθούν στο δίκτυο του ΑΔΜΗΕ και στα 900 MW για εκείνα που θα ενταχθούν στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ. Με την σχεδιαζόμενη πρόσκληση η κυβέρνηση προσπαθεί να καλύψει άμεσα το στόχο των 4,3 GW συστημάτων αποθήκευσης με μπαταρίες που προβλέπει το ΕΣΕΚ μέχρι το 2030, συμπεριλαμβάνοντας και τα 900 MW που έχουν ήδη κατανεμηθεί μέσω των ολοκληρωμένων διαγωνισμών.
Προς το παρόν όμως, στην εγχώρια αγορά δεν λειτουργούν ΣΑΗΕ, εκτός από τα παλαιά υδροηλεκτρικά με δυνατότητα άντλησης, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος περίπου 700 MW. Παράλληλα, σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, δεν προβλέπεται να τεθούν σε λειτουργία τα πρώτα έργα αποθήκευσης μέσα στο 2025 όπως προβλεπόταν αρχικά, με το χρονοδιάγραμμα να μετατίθεται για το πρώτο εξάμηνο του 2026. Ωστόσο, το ενεργειακό σύστημα της χώρας φαίνεται να έχει φτάσει στα όριά του, όπως καταδεικνύουν οι όλο και αυξανόμενες περικοπές παραγωγής από ΑΠΕ, καθώς και η εμφάνιση μηδενικών τιμών στην προημερήσια αγορά ενέργειας, δημιουργώντας σοβαρές προκλήσεις για το άμεσο μέλλον.
Συμπέρασμα
Αν και έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για ρυθμιστικές τομές και την εισαγωγή ενός σαφούς πλαισίου λειτουργίας των συστημάτων αποθήκευσης, υπάρχουν ακόμα αρκετά πράγματα να γίνουν προκειμένου να ολοκληρωθεί.
Εν κατακλείδι, η αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ενεργειακής μετάβασης, τόσο διεθνώς, όσο και στην Ελλάδα. Με τη σωστή συνδυαστική αξιοποίηση τεχνολογίας, πολιτικής βούλησης και χρηματοδότησης, η χώρα μπορεί να μετατραπεί σε ηγετική δύναμη στην «πράσινη» ενέργεια της ΝΑ Ευρώπης. Το στοίχημα είναι μεγάλο, αλλά η δυναμική είναι θετική.
______
Ο Μανώλης Καραπιδάκης είναι Καθηγητής και Προέδρος ΔΣ του ΕΣΣΑΗΕ