Το Ιβηρικό «θαύμα» που όμως δεν ήταν

Το ιβηρικό μοντέλο στην αγορά ηλεκτρισμού αποθεώθηκε από πολλούς λαϊκιστές, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης του 2021-23. Ισπανοί και Πορτογάλοι θεώρησαν ότι μπορούν να αγνοήσουν επιδεικτικά τις κατευθύνσεις της ΕΕ που δεν τους άρεσαν και να κρατήσουν μόνο αυτές που τους βόλευαν.
Οι δύο χώρες τις Ιβηρικής προχώρησαν λοιπόν με μεγάλα μερίδια ΑΠΕ, ειδικά με φωτοβολταϊκά -όπως και η Ελλάδα- ενώ παράλληλα η αποθήκευση παρέμενε μέτρια, και δίκτυα μεταφοράς και διανομής παρέμεναν παλιά (όπως άλλωστε και σε όλη την Ευρώπη). Παράλληλα, εσκεμμένα, διατηρήθηκε μικρή συνδεσιμότητα με τη Γαλλία ώστε να αποφεύγονται οι υποχρεώσεις του target model της ΕΕ που θέλουν να ρέει η ενέργεια από τη πιο φθηνή στην πιο ακριβή χώρα, καθώς αυτό θα αύξανε τις τιμές στις δύο χώρες της Ιβηρικής (κάτι σαν αυτό που κάνει η Αυστρία από πέρσι με τα Βαλκάνια). Με ρηχές δικαιολογίες περί δυσκολίας κατασκευής μεγάλων καλωδίων διασύνδεσης με τη Γαλλία, η Ιβηρική έμεινε ως ενεργειακό νησί, σχεδόν απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη.
Παράλληλα, εφηύρε ιδιότυπες πρακτικές περί «απεμπλοκής» των τιμών χονδρικής ηλεκτρισμού από το φυσικό αέριο, χωριστής διαπραγμάτευσης των ΑΠΕ στα χρηματιστήρια ενέργειας, και διάφορα άλλα κόλπα που κατέληγαν στο να έχουν οι δύο χώρες και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο. Βέβαια, όπως σε κάθε περίπτωση που πιστεύει κανείς σε θαύματα, κάποια στιγμή ξυπνάς και βλέπεις με -συνήθως επώδυνο τρόπο- ότι θαύματα δεν γίνονται.
Ποιος φταίει;
Μα είναι τα υψηλά μερίδια των ΑΠΕ στην Ισπανία και τη Πορτογαλία, (τα οποία έφτασαν στο 70% του μίγματος ηλεκτροπαραγωγής αυτές τις μέρες) ο λόγος για το blackout αυτές τις μέρες;
Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν ξέρει ακόμα. Η αλήθεια είναι επίσης ότι αυτό δεν έχει καμία σημασία.
Το πρόσφατο blackout μπορεί να οφείλεται σε κυβερνοεπίθεση, ή σε κάποιο σπάνιο καιρικό φαινόμενο, ή και στην υπερβολική παραγωγή ΑΠΕ.
Ότι από τα τρία και να έγινε όμως, η αλήθεια είναι ότι τα δίκτυα μεταφοράς των δύο χωρών είναι καταπονημένα από την αθρόα ροή ΑΠΕ η οποία φέρνει μεγάλες και απότομες διακυμάνσεις φορτίων και σε κατευθύνσεις συχνά αντίθετες από αυτές για τις οποίες αυτά τα δίκτυα φτιάχτηκαν (δηλαδή από συγκεντρωμένη παραγωγή σε διάσπαρτη κατανάλωση).
Αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε λοιπόν από την Ιβηρική Αποτυχία είναι πως τα αυξημένα μερίδια ΑΠΕ και ο εκτεταμένος εξηλεκτρισμός του ενεργειακού μίγματος, ενώ είναι απολύτως απαραίτητα και θεμιτά για την αντιμετώπιση του κρίσιμου ζητήματος της κλιματικής αλλαγής εντούτοις δεν είναι απαραιτήτως συμβατά με την ενεργειακή ασφάλεια και την ασφάλεια εφοδιασμού μιας χώρας.
Ασφάλεια και απανθρακοποίηση
Το θέμα της ασφάλειας εφοδιασμού σε σχέση με την απανθρακοποίηση της οικονομίας το έχω αναλύσει πολλές φορές τα τελευταία 10 χρόνια. Λανθασμένα στην ΕΕ θεωρήσαμε ότι η αναγκαιότητα για το δεύτερο θα μας καλύψει αυτομάτως για το πρώτο. Ο λόγος που αυτός ο συλλογισμός είναι λάθος είναι δομικός και έχει να κάνει με το εξής:
Η μόνη λύση για μεγαλύτερη ασφάλεια ενός ενεργειακού συστήματος είναι η εκτεταμένη διαφοροποίηση του σε κάθε επίπεδο, (πηγών, καναλιών, προμηθευτών, διαχειριστών, κλπ) και όχι η αυτονομία του σε εγχώριες πηγές. Μόνο όταν έχεις (α) πολλές και διαφορετικές πηγές ενέργειας που (β) μπαίνουν και κινούνται στο σύστημα από πολλά και διαφορετικά κανάλια και (γ) προέρχονται από πολλούς και διαφορετικούς παραγωγούς και προμηθευτές, μόνο τότε έχεις αυξημένη ασφάλεια, δηλαδή είσαι λιγότερο ευάλωτος σε κάθε ένα από αυτούς. Ο εξηλεκτρισμός του ενεργειακού μίγματος όμως οδηγεί εξ ορισμού σε μειωμένη διαφοροποίηση, αφού όλες οι πηγές ενέργειας ανταλλάσσονται με ηλεκτρισμό ο οποίος αφενός δεν μπορεί να αποθηκευτεί μαζικά και αφετέρου περνάει από τα ίδια, μοναδικά σε κάθε χώρα, δίκτυα μεταφοράς και διανομής. Αυτό οδηγεί σε μειωμένη διαφοροποίηση, δηλαδή σε μειωμένη ασφάλεια καθώς πάει κόντρα σε αυτή καθ’ αυτή τη δομή της ασφάλειας.
Η μόνη λύση στο πρόβλημα θα ήταν η αυξημένη αποθήκευση. Στην πράξη όμως δεν έχουμε ακόμα, ως ανθρωπότητα, την τεχνολογική ικανότητα να αποθηκεύουμε ηλεκτρισμό τόσο μαζικά και τόσο αποτελεσματικά όσο χρειάζεται για να καλύψουμε το πρόβλημα.
Η άλλη λύση, θα ήταν τα αυξημένα και πιο ανθεκτικά δίκτυα. Αυτή η λύση όμως αντιμετωπίζει μόνο μέρος τους προβλήματος καθώς η διαφοροποίηση των δικτύων εντός της κάθε χώρας δεν είναι εφικτή, ούτε λύνει το πρόβλημα της μη διαφοροποίησης στην παραγωγή ενέργειας.
Και τώρα τι κάνουμε;
Διαβάζοντας κανείς αυτή την προσέγγιση θα θεωρήσει ότι είμαστε σε αδιέξοδο. Ναι, η αλήθεια είναι ότι είμαστε σε αδιέξοδο. Από τη μία η στροφή σε καθαρές μορφές ενέργειας που δεν εκπέμπουν CO2 είναι αδιαμφησβήτητα μονόδρομος και από την άλλη, λόγω μιας σειράς συνθηκών -για τις οποίες δεν ευθύνονται καθόλου οι ΑΠΕ- η επέκταση τους θα πλήττει όλο και περισσότερο την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης.
Η λύση στο αδιέξοδο είναι να συνειδητοποιήσουμε το πρόβλημα. Μέχρι στιγμής στην ΕΕ, βλέπαμε την Ιβηρική ως πρότυπο και επιλέγαμε να αγνοήσουμε τα εμφανή σημάδια για το ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να είναι ασφαλής και είναι θέμα χρόνου να τιναχτεί στον αέρα (μεταφορικά και κυριολεκτικά καθώς στην πράξη τα καλώδια έσκασαν).
Αν αποδεχθούμε ότι απανθρακοποίηση, εξηλεκτρισμός, ΑΠΕ και ενεργειακή ασφάλεια δεν πάνε αυτομάτως μαζί, τότε μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα σύστημα που θα περιμένει το πρόβλημα και θα προετοιμάζεται γι’ αυτό.
Η λύση δεν είναι να αρχίζουν να φωνασκούν κάποιοι ανεγκέφαλοι κατά των ΑΠΕ. Η λύση είναι να ρίξουμε χρήματα για περισσότερα δίκτυα και διασυνδέσεις και να γνωρίζουμε ότι παρόλα αυτά, ποτέ αυτές οι υποδομές δεν θα μας καλύψουν πλήρως καθώς μαγικά δεν γίνονται.
Η Ελλάδα
Θα μπορούσε αυτό που έγινε στην Ισπανία και Πορτογαλία να γίνει και στην Ελλάδα; Η απάντηση είναι εύκολη: Ναι, βεβαίως, αυτό μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει και στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ.
Τι κάνει η Ελλάδα γι’ αυτό;
Η Ελλάδα, όπως βέβαια και όλες οι χώρες της ΕΕ, δεν αφήνουν τα πράγματα στην τύχη τους. Υπάρχουν σχέδια έκτακτης ανάγκης τα οποία καταρτίζει η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε συνεργασία με τους Διαχειριστές των Δικτύων και το Υπουργείο. Τα σχέδια αυτά βέβαια, είναι φτιαγμένα σε όλη την ΕΕ έως τώρα για να προβλέπουν ένα λογικό βαθμό αποτυχίας του συστήματος. Είμαι σίγουρος ότι πλέον σε όλη την Ευρώπη αυτά τα όρια αναμενόμενης αποτυχίας και τα μέτρα για την αντιμετώπιση τους θα αυξηθούν δραστικά.
Στη χώρα μας όμως έχουμε και άλλα πράγματα να σκεφτούμε:
Η τρωτότητα των δικτύων ηλεκτρισμού, την οποία όπως ανέλυσα νωρίτερα οφείλουμε να αποδεχθούμε ως δεδομένη, έχει πρόσθετη σημασία για την Ελλάδα. Όταν με ένα στοχευμένο χτύπημα σε συγκεκριμένο σημείο του δικτύου μπορεί κανείς να ρίξει τις τηλεπικοινωνίες, τις μεταφορές, και το τραπεζικό σύστημα της χώρας για λίγες κρίσιμες ώρες, τότε αυτό το σημείο αποτελεί κρίσιμο ζήτημα εθνικής ασφάλειας και πρέπει να προστατεύεται αναλόγως.
Θα πει κανείς: «Μα θα φτάσουμε να προστατεύουμε με στρατιωτικά μέσα κάποιες ενεργειακές υποδομές». Η απάντηση είναι μία και ξεκάθαρη: Ναι!
Ναι, και έπρεπε ήδη να γίνεται αυτό.
Στη χώρα μας ο κίνδυνος ενός στρατιωτικού χτυπήματος ή ενός χτυπήματος δολιοφθοράς σε κρίσιμα στοιχεία ενεργειακών δικτύων είναι υπαρκτός και οφείλουμε να προστατευτούμε από αυτόν.
Οι εποχές που έλεγαν κάποιοι «έλα τώρα, υπερβολές, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» έχουν περάσει προ πολλού.
Καιρός να ξυπνήσουμε και να καταλάβουμε ότι η τρωτότητα των ενεργειακών δικτύων περιλαμβάνει τόσο την επέκταση όσο και την -τεχνική και στρατιωτική- προστασία τους.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι δεν χρειάζονται υπερβολές στην προστασία της ενεργειακής μας ασφάλειας, καθώς η στρατιωτική προστασία κρίσιμων ενεργειακών υποδομών μπορεί να είναι έξυπνη και διακριτική. Πλέον όμως, σε όλη την ΕΕ, οφείλουμε να σταματήσουμε να πορευόμαστε με την αφέλεια του παρελθόντος σε όλα τα κρίσιμα θέματα ασφάλειας.
______
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ