Η Ελλάδα (δεν) έχει μοναδικό σημείο πώλησης

Η επανάσταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη συνεχίζεται. Έτσι και στην Ελλάδα. Η αιολική αλλά κυρίως η ηλιακή ενέργεια έχουν αρχίσει να συμβάλλουν μαζικά στην ελληνική παραγωγή ενέργειας. Όσο θετική και αν είναι η εξέλιξη αυτή, δημιουργεί και κάποια προβλήματα τα οποία σε ένα σύγχρονο ενεργειακό σύστημα, πρέπει να επιλυθούν. Ένα από τα ζητήματα αυτά είναι για παράδειγμα  η διαλείπουσα φύση των ΑΠΕ που έχουν άμεσο αντίκτυπο στη σταθερότητα των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα φωτοβολταϊκά αποτελούν τη πιο δημοφιλής βιώσιμη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας. Αλλά το κόστος για τους φορολογούμενους συχνά υποτιμάται. Καθώς οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος μειώνονται λόγω της αύξησης των ΑΠΕ, το κράτος συνεχίζει να επιδοτεί όλο και περισσότερο τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας. Και ενώ αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να θεωρείται θετική, δημιουργούνται νέα προβλήματα, για παράδειγμα ως προς τη χρηματοδότηση: η ηλιακή ενέργεια θεωρείται φθηνή. Ωστόσο, αυτό ισχύει μόνο για την ηλεκτρική ενέργεια από νέες μονάδες ΑΠΕ και μόνο εάν αγνοηθεί το οικονομικό κόστος του συστήματος αποθήκευσης και το κόστος των εφεδρικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Ας δούμε το γερμανικό παράδειγμα:

Ενα μεγάλο μέρος των φωτοβολταϊκών συστημάτων στη Γερμανία εγκαταστάθηκε πριν από δεκαετίες - και οι ιδιοκτήτες τους εξακολουθούν λαμβάνουν σταθερές υψηλές εγγυημένες τιμές (Feed-in-tariffs), μερικές φορές μεγαλύτερες από 50 σεντς ανά κιλοβατώρα, μια τιμή, η οποία ήταν εγγυημένη για 20 χρόνια εκείνη την εποχή.

Αυτή η επιδότηση καταβάλλεται από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Σύμφωνα με την «Έκθεση παρακολούθησης 2023» της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Δικτύων, η τροφοδοσία ηλιακής ενέργειας επιδοτήθηκε με 18,2 σεντς κατά μέσο όρο ανά κιλοβατώρα το 2022.

Η τιμή της ηλιακής ενέργειας ήταν επομένως οκτώ φορές πιο ψηλή ανά κιλοβατώρα από την υπεράκτια αιολική ενέργεια. Οι καταναλωτές έπρεπε να πληρώσουν 9,6 δισεκατομμύρια ευρώ σε παραγωγούς ηλιακής ενέργειας το 2022 - αριθμός ρεκόρ μεταξύ των ΑΠΕ.

Αυτό θέτει τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό σε ασφυκτικό κλοιό, ιδιαίτερα επειδή η παραγωγή των φωτοβολταϊκών υπερβαίνει ολοένα και περισσότερο τη ζήτηση το καλοκαίρι.

Τα πλεονάσματα που δημιουργούνται στη συνέχεια μειώνουν τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στο χρηματιστήριο στο μηδέν καθιστώντας την ηλιακή ενέργεια άχρηστη αυτές τις ώρες. Ωστόσο, οι παραγωγοί εξακολουθούν να δικαιούνται τις εγγυημένες σταθερές τιμές. Μόνο για τους μήνες Μάιου, Ιούνιου και Ιούλιου, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έπρεπε να συγκεντρώσει έξι δισεκατομμύρια ευρώ για να καλύψει τις απαιτήσεις των παραγωγών πράσινης ηλεκτρικής ενέργειας.

Το κόστος των ΑΠΕ υπολογίζεται σε περίπου 16 δισεκατομμυρία για το σύνολο του έτους - πολύ περισσότερο από ό,τι είχε προγραμματίσει ο υπουργός Οικονομικών. Μέχρι το 2030, η ηλιακή ισχύς πρόκειται να επεκταθεί από περίπου 90.000 σε 215.000 μεγαβάτ. Για να επιτευχθεί αυτό, μια περιοχή μεγέθους 43 γηπέδων ποδοσφαίρου πρέπει να καλυφθεί με φωτοβολταϊκά κάθε μέρα. Δεν είναι σαφές εάν μια τέτοια τεράστια πλεονάζουσα ηλιακή ενέργεια μπορεί να αποθηκευτεί και να ενσωματωθεί στο δίκτυο. Οι φορείς εκμετάλλευσης του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας αρχίζουν να εκφράζουν αμφιβολίες.

Ωστόσο, υπάρχει τρόπος να θέσουμε υπό έλεγχο το κόστος αυτής της εξέλιξης. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά η επένδυση στην οικονομία του υδρογόνου μπορεί να μειώσει σημαντικά το συνολικό κόστος μειώνοντας τις απαιτήσεις στο δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας. Το ηλεκτρικό δίκτυο πρέπει να εκτονωθεί έτσι ώστε να μην είναι κορεσμένο κατά τη διάρκεια των ωρών αιχμής της παραγωγής των φωτοβολταϊκών.

Η παραγωγή υδρογόνου σε αυτές ακριβώς τις ώρες αιχμής μπορεί να είναι η λύση. Εδώ ακριβώς υστερεί η Ελλάδα γιατί συνεχίζει να καθυστερεί τη δική της στρατηγική υδρογόνου, την ώρα που η ΕΕ προετοιμάζεται εδώ και καιρό για έναν συνδυασμό ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και υδρογόνου.

Στη δεύτερη θητεία της Ursula von der Leyen ως προέδρου της Επιτροπής, η ενεργειακή μετάβαση θα συνεχίσει δικαίως να αποτελεί προτεραιότητα πολιτικής που απαιτεί τις βέλτιστες δράσεις και το υψηλότερο επίπεδο δέσμευσής για να επιτευχθεί.

Το ανανεώσιμο, καθαρό και βιώσιμο υδρογόνο είναι βασικό στοιχείο αυτής της προσπάθειας και η Επιτροπή έχει κάνει μεγάλα βήματα από την έναρξη της στρατηγικής για το υδρογόνο το 2020 για τη δημιουργία του πλαισίου για την ανάπτυξη της αγοράς.

Ωστόσο, μερικά κομμάτια του παζλ εξακολουθούν να λείπουν και ορισμένα υπάρχοντα κομμάτια πρέπει να βελτιωθούν ώστε η Ευρώπη να πάρει όλα όσα χρειάζεται από μια ακμάζουσα αγορά υδρογόνου: ένα συμπληρωματικό μέσο για την ηλεκτροδότηση μέσω του οποίου μπορούμε να επιτύχουμε τη απανθρακοποίηση, τη βελτίωση της ανθεκτικότητας του ενεργειακού μας συστήματος και την ασφάλεια του εφοδιασμού και τη διατήρηση ενός σημαντικού μεριδίου παγκόσμιας αγοράς στις τεχνολογίες υδρογόνου εν μέσω διεθνούς ανταγωνισμού.

Το υδρογόνο μπορεί να προσφέρει την απαραίτητη ευελιξία στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μας και να βοηθήσει στην απανθρακοποίηση των  τομέων της ενέργειας και της βιομηχανίας που εξακολουθούν να εξαρτώνται από τα ορυκτά καύσιμα. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, η Ευρώπη πρέπει να προχωρήσει σε σοβαρή ανάπτυξη της οικονομίας του υδρογόνου.

Ήδη υπάρχουν “success stories” οι οποίες αποτυπώνουν την ανάπτυξη της δυναμικότητας του υδρογόνου.
Τον Ιούλιο του 2024, μέσα σε μόλις ένα μήνα, έξι ευρωπαϊκά έργα υδρογόνου που αντιπροσωπεύουν συλλογικά σχεδόν 1 GW ισχύος ηλεκτρολύτη έφτασαν στην τελική επενδυτική απόφαση (FID) και πρόκειται να κατασκευαστούν έως το 2030.

Ωστόσο, η τρέχουσα κατάσταση της ανάπτυξης της αγοράς και η απουσία έργων μεγάλης κλίμακας εμπόδισαν την ευρωπαϊκή βιομηχανία να παρέχει τις απαραίτητες οικονομίες κλίμακας για τη μείωση του κόστους του εξοπλισμού.

Τρεις πυλώνες είναι απαραίτητοι για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Ο πρώτος πυλώνας επικεντρώνεται στη διαμόρφωση μιας βιομηχανικής πολιτικής της ΕΕ για μια ανταγωνιστική, ανθεκτική και βιώσιμη Ευρώπη.

Αυτό που είναι ζωτικής σημασίας, όταν πρόκειται για το υδρογόνο, είναι να αποφευχθούν τα λάθη που γίνανε με την ηλιακή ενέργεια πριν από δεκαετίες…..

Κλειδί θα είναι η δημιουργία  ενός καλόπιστου σχέδιού για την ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών για την ΕΕ με βασικούς δείκτες και στόχους.

Ο δεύτερος πυλώνας αφορά τη δημιουργία μιας ακμάζουσας ευρωπαϊκής αγοράς καθαρού υδρογόνου. Αυτό συμβαίνει ήδη με την οικονομική υποστήριξη που παρέχεται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Υδρογόνου, από τον μηχανισμό Σημαντικών  Έργων Κοινού Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (IPCEI) και από άλλες δράσεις. Η ενδυνάμωση και η  δέσμευση σε αυτές τις πηγές χρηματοδότησης θα υποστηρίξει την επίτευξη περισσότερων επενδυτικών αποφάσεων μειώνοντας τον κίνδυνο και καλύπτοντας το χρηματοδοτικό κενό μεταξύ του κόστους παραγωγής και της τιμής που μπορούν να αντέξουν οικονομικά οι καταναλωτές σε μια παγκόσμια ανταγωνιστική αγορά.

Ο τρίτος πυλώνας είναι η ανάπτυξη μιας πανευρωπαϊκής υποδομής που παρέχει ανθεκτικότητα και ευελιξία στο ενεργειακό σύστημα. Η αλήθεια είναι ότι το αστρονομικό κόστος της αναβάθμισης του δικτύου για την εξυπηρέτηση της ηλεκτροδότησης των κοινωνιών μας μπορεί να μετριαστεί μόνο με τη δημιουργία μιας δεύτερης, συμπληρωματικής υποδομής που δεν βασίζεται στο ηλεκτρικό δίκτυο και παρέχει ένα καθαρό, μεταφερόμενο καύσιμο. Αυτό το καύσιμο είναι το υδρογόνο, το οποίο μπορεί να αποθηκευτεί μακροπρόθεσμα και να μετατραπεί ξανά σε ηλεκτρική ενέργεια όταν απαιτηθεί.

________

 

Ο κ. Γιώργος Χατζημαρκάκης είναι CEO της Hydrogen Europe.

w