Ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρισμού για την επόμενη δεκαετία - Τι αναφέρει το υπό διαβούλευση νέο ΕΣΕΚ

Η σημαντική μετεξέλιξη της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής κατά την παρούσα δεκαετία και οι συνθήκες που θα επικρατήσουν την επόμενη οδηγούν στην ανάγκη για αλλαγή του μοντέλου της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού από το 2030.
Αυτό είναι το συμπέρασμα στο οποίο φτάνει το ΥΠΕΝ με βάση τα όσα αναφέρει το αναθεωρημένο ΕΣΕΚ.

Συγκεκριμένα, στο κείμενο τονίζεται ότι κατά την επόμενη δεκαετία οι ΑΠΕ θα αρχίσουν να ξεπερνούν το 75% ως ποσοστό συμμετοχής στην ηλεκτροπαραγωγή, φτάνοντας πάνω από 99% στο τέλος της περιόδου. Ωστόσο οι μονάδες φυσικού αερίου (οι οποίες θα επηρεάζονται και από το αυξημένο κόστος ρύπων) θα συνεχίσουν να διατηρούν μετρήσιμο ποσοστό στο συνολικό μείγμα για τη δεκαετία αυτή.

Ως εκ τούτου, είναι φανερή η ανάγκη αναθεώρησης του μοντέλου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας προκειμένου να είναι καλύτερα προσαρμοσμένο σε ένα σύστημα  όπου το μεταβλητό κόστος παραγωγής (κόστος καυσίμου) επηρεάζει ελάχιστα το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (που θα είναι από ΑΠΕ) ενώ αντίθετα παραμένει η ανάγκη για κατανεμόμενες μονάδες παραγωγής που θα εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ασφαλή τροφοδοσία σε ακραίες συνθήκες.

Με το μετασχηματισμό αυτό της αγοράς, στόχος είναι εκ των άλλων το χαμηλότερο κόστος παραγωγής λόγω αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ να αντανακλάται στο τελικό κόστος για τον καταναλωτή.

Έτσι, κρίνονται αναγκαίες είτε σε ευρωπαϊκό επίπεδο είτε σε εθνικό, οι κατάλληλες μεταρρυθμίσεις ώστε να διασφαλισθεί η ασφάλεια ηλεκτροδότησης σε όλες τις συνθήκες, είτε με ριζικό ανασχεδιασμό του μοντέλου αγοράς είτε, αν χρειασθεί εντωμεταξύ, με σχεδιασμό κατάλληλου εθνικού μηχανισμού αποζημίωσης μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο, δεδομένου ότι την περίοδο 2030 - 2040 εκτιμάται ακόμα μεγαλύτερη μείωση των ωρών λειτουργίας τους λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας. 

Η παρουσία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ευστάθειας και ασφάλειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού συστήματος σε όλη την περίοδο ενεργειακής μετάβασης μέχρι το 2050. Είναι δε ευνόητο ότι τα δίκτυα φυσικού αερίου θα παραμείνουν ενεργά για την τροφοδοσία (μεταξύ άλλων) των ανωτέρω μονάδων, καθώς και για τη διακίνηση του βιομεθανίου. Παράλληλα, πετρελαϊκές μονάδες σε ψυχρή εφεδρεία θα χρειασθεί να παραμείνουν ενεργές και για τα νησιά για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης (π.χ. λόγω βλάβης των ηλεκτρικών διασυνδέσεων).

Σ