Ενόσω άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, ανακοινώνουν τα σχέδια τους για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού, το μέλλον της Ελλάδας φαίνεται να παραμένει «κλειδωμένο» στον άνθρακα για τις επόμενες δεκαετίες, γράφουν ο Δημήτρης Καραβέλλας και ο Νίκος Χαραλαμπίδης.
Ο Δημήτρης Καραβέλλας είναι γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς. Ο Νίκος Χαραλαμπίδης είναι γενικός διευθυντής της Greenpeace Ελλάδος.
Επί του παρόντος, η Ελλάδα δυσκολεύεται να προσελκύσει επενδυτές για την πώληση λιγνίτη: πριν από λίγες ημέρες, η προθεσμία για την υποβολή δεσμευτικών προσφορών επεκτάθηκε για μία ακόμη φορά. Δεν είναι να απορεί κανείς. Η επένδυση στο βρώμικο άνθρακα δεν είναι μόνο κακή για το κλίμα – είναι κακή και για τις επιχειρήσεις.
Τον Νοέμβριο του 2018, η Επιτροπή δημοσίευσε μια νέα στρατηγική για το κλίμα, η οποία προβλέπει ότι η ΕΕ θα έχει μεταβεί μέχρι το 2050 σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Σύμφωνα με το μεγάλο αυτό όραμα, η ΕΕ φιλοδοξεί να καταστεί «παγκόσμιος ηγέτης στη μετάβαση προς μια οικονομία μηδενικών εκπομπών».
Ωστόσο, οι πολιτικές που εφαρμόζονται στην Ελλάδα μέσω των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής έρχονται σε αντίθεση με αυτό το όραμα.
Στο πλαίσιο συμμόρφωσης με την αντιμονοπωλιακή νομοθεσία της ΕΕ, οι αποφάσεις της DG COMP και οι ελληνικές δεσμεύσεις στο πλαίσιο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής δημιουργούν μια παρατεταμένη εξάρτηση του ενεργειακού συστήματος της Ελλάδας από τον λιγνίτη.
Η θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με την πώληση 40% του χαρτοφυλακίου λιγνίτη της ΔΕΗ οδηγεί σε νέες μονάδες βρώμικου άνθρακα, με όρους ιδιαίτερα ελκυστικούς για τους επενδυτές: άδεια νέας μονάδας παραγωγής λιγνίτη 450 MW (Μελίτη ΙΙ) και ευνοϊκές προϋποθέσεις αδειοδότησης για τις εν λειτουργία μονάδες (στη περιοχή της Μεγαλόπολης, που τροφοδοτείται από την κατώτερη σε θερμογόνο ποιότητα λιγνίτη στην ΕΕ καθώς επίσης και στγη μονάδα Μελίτη Ι).
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) δεν ανταποκρίνεται πλήρως στον στόχο της ΕΕ για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, διότι επεκτείνει τη διάρκεια της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη σε μεγάλο βαθμό πέρα από το 2030, προβλέποντας επίσης την κατασκευή δύο νέων εργοστασίων άνθρακα.
Όπως δήλωσε η DG COMP, στόχος των πολιτικών ανταγωνισμού της ΕΕ είναι να «προσφέρονται σε όλους στην Ευρώπη προϊόντα και υπηρεσίες καλύτερης ποιότητας σε χαμηλότερες τιμές» και να «ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και η αποδοτικότητα». Μια περίεργη δήλωση, καθώς στην περίπτωση του ελληνικού λιγνίτη, η Επιτροπή επιδιώκει την αναβίωση μιας αγοράς που αργοπεθαίνει, η οποία τελικά θα οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές ενέργειας και υπόκειται σε ιδιαίτερους περιβαλλοντικούς κανονισμούς ως βαριά ρυπογόνα.
Την περασμένη εβδομάδα απευθυνθήκαμε με κοινή επιστολή της WWF και της Greenpeace στους Επιτρόπους Šefčovič, Moscovici, Vestager, Vella και Cañete, προτρέποντάς τους να σταματήσουν να πιέζουν την Ελλάδα για περισσότερο άνθρακα και να ενθαρρύνουν την έξυπνη και ταχεία απεξάρτηση της χώρας από τον άνθρακα και τη μετάβαση της στην εποχή της καθαρής ενέργειας.
Ενώ άλλες χώρες της ΕΕ, όπως η Γερμανία, ανακοινώνουν τα σχέδια για τη σταδιακή κατάργηση του άνθρακα μέσα στα επόμενα 20 χρόνια, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας του Παρισιού, το μέλλον της Ελλάδας φαίνεται «κλειδωμένο» στον άνθρακα για τις επόμενες δεκαετίες.
Η μεγάλη πώληση των λιγνιτικών περιουσιακών στοιχείων και η χορήγηση αδειών για νέο άνθρακα συνιστά οπισθοδρόμηση σε σχέση με την πολιτική της ΕΕ για το δημόσιο συμφέρον. Οι πολιτικές ανταγωνισμού της Ευρώπης θα πρέπει να στοχεύουν στην άριστη λειτουργία της αγοράς στην υπηρεσία των πολιτών της ΕΕ και του πλανήτη.
Οι πράξεις λειτουργούν πάντα πιο δυνατά από τα λόγια: εάν η ΕΕ σκοπεύει να ασχοληθεί σοβαρά με τη δράση για το κλίμα, πρέπει να ξεκινήσουμε να λαμβάνουμε άμεσα τις δύσκολες αποφάσεις, όπως η οριστική παύση λειτουργίας των σταθμών καύσης άνθρακα και τη μετάβαση πέρα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Εάν η ΕΕ σκοεπύει να ασχοληθεί σοβαρά με την ατζέντα της βιωσιμότητας, η επανεξέταση των κανόνων ανταγωνισμού για την προώθηση της καινοτομίας στον τομέα του περιβάλλοντος και της απόδοσης χαμηλού αποτυπώματος είναι απαραίτητη.