Με την ομάδα των “σκεπτικιστών” για τους φιλόδοξους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. συντάσσεται η Ελλάδα
Είναι η πρώτη φορά που η χώρα μας, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές πολιτικές της Ε.Ε.
Το πρόσφατο ελληνικό «όχι» απέναντι στη κοινοτική πρόταση για μείωση κατά 90% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2040, μαζί με τους προβληματισμούς της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΝ, όπως διατυπώθηκαν από το βήμα του «5ου Power & Gas Forum» που οργάνωσε το energypress, δείχνουν την αυξανόμενη ανησυχία της κυβέρνησης για τα κόστη της πράσινης μετάβασης.
Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές κλιματικές πολιτικές της Ε.Ε, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Είναι μια νέα προσέγγιση σε σχέση με τη στάση που τηρούσε μέχρι τώρα.
Ο προβληματισμός που επικρατεί στην κυβέρνηση για τις απαιτήσεις, αλλά και τις επιπτώσεις, που συνεπάγεται η εφαρμογή της υφιστάμενης στρατηγικής για την πράσινη μετάβαση, αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων στα όσα είπε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης: «Καλύτερα να βάλεις ρεαλιστικούς στόχους και να τους πετύχεις, παρά στόχους που μετά θα τους ανατρέψεις με τεράστιο κόστος αξιοπιστίας και επενδύσεων», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός.
Και επισήμανε ότι «εμείς δεν θέλουμε να κάνουμε πιο αργά την πράσινη μετάβαση, αλλά να την κάνουμε πιο αποτελεσματικά». Ο κ. Σκυλακάκης προσέθεσε ακόμα ότι «δεν πιστεύω ότι χρειαζόμαστε νέα φορολογία. Αν κάνουμε σωστά τη μετάβαση, θα έχουμε υψηλά οφέλη στο ΑΕΠ».
Από την πλευρά του ο Γενικός Γραμματέας Ενέργειας και Ορυκτών Πρώτων Υλών του ΥΠΕΝ, Αριστοτέλης Αϊβαλιώτης, μιλώντας στο ίδιο συνέδριο, αναφέρθηκε στις απαιτήσεις για την επίτευξη των στόχων για την κλιματική ουδετερότητα, με επίκεντρο την εξοικονόμηση ενέργειας και την ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων.
«Βλέπουμε ότι είναι μεγάλοι στόχοι που προφανώς έχουμε βούληση να ακολουθήσουμε, αλλά μάλλον πρέπει να είμαστε πιο προσεκτικοί όταν τους θέτουμε. Εκφράσαμε στις Βρυξέλλες την αντίρρησή μας στην πρόταση της Κομισιόν για μείωση των εκπομπών κατά 90% ως το 2040. Πρέπει να ανασχεδιαστεί. Η επίσημη θέση μας συμβαδίζει με το σκεπτικισμό. Η νέα Κομισιόν πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα με πιο δημιουργικό τρόπο ώστε η Πράσινη Συμφωνία να μη χάσει τη λαϊκή αποδοχή», σημείωσε ο κ. Αϊβαλιώτης.
Ενδεικτική της στάσης της κυβέρνησης ήταν και η αντίθεση που εξέφρασε η ελληνική αντιπροσωπεία κατά τη συζήτηση που έγινε την προηγούμενη εβδομάδα στο Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ για τον κλιματικό στόχο της μείωσης των εκπομπών ρύπων κατά 90% έως το 2040.
Ο Γενικός Γραμματέας Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, του ΥΠΕΝ, Πέτρος Βαρελίδης, ανέφερε ότι θα πρέπει να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα τα οφέλη των πολιτικών για κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία, υπογραμμίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για να πείσει τους άλλους μεγάλους ρυπαντές να ακολουθήσουν παρόμοιες πολιτικές, καθώς η συνεχής μονομερής αύξηση της φιλοδοξίας υπονομεύει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Τα παραδείγματα των 3 νέων Οδηγιών
Έχει ενδιαφέρον ότι ο κ. Αϊβαλιώτης, εξηγώντας με παραδείγματα πώς η εμμονή της γραφειοκρατίας της ΕΕ να βάζει ολοένα και πιο φιλόδοξους στόχους, ενέχει τον κίνδυνο να δυναμιτίσει την στήριξη των ευρωπαίων πολιτών στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής, έφερε τρία παραδείγματα νέων Οδηγιών, που έχουν έρθει πρόσφατα, καθώς και τα κόστη που συνεπάγεται η εφαρμογή τους στην Ελλάδα.
Η πρώτη αφορά την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει έως το 2035 να έχουν αναβαθμιστεί τουλάχιστον σε κλάση «Ε». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς που παρέθεσε ο κ. Αιβαλιώτης, μιλάμε για περίπου 1,3 εκατομμύρια κατοικίες στην Ελλάδα και για ένα υπολογιζόμενο κόστος της τάξης των 25 δισ ευρώ μέχρι το 2035.
Η δεύτερη Οδηγία αφορά την καθολική απαγόρευση μέχρι το 2040 όλων των καυστήρων και λεβήτων πετρελαίου και φυσικού αέριου, τους οποίους σήμερα επιδοτούμε, και την αντικατάσταση τους με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, όπως είπε ο Γενικός, το κόστος θα ανέλθει σε άλλα 25 δισ. ευρώ.
Μέχρι τώρα μιλάμε για ένα επιπλέον λογαριασμό κοντά στα 50 δισ ευρώ, ο οποίος δεν είχε υπολογιστεί από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), όταν είχε δημοσιοποιηθεί το Νοέμβριο του 2023. Έβγαζε ήδη έναν αρκετά μεγάλο λογαριασμό όσον αφορά τις δαπάνες της πράσινης μετάβασης μέχρι το 2030, της τάξης των 190 δισ ευρώ, χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνει όλα τα παραπάνω.
Το τρίτο παράδειγμα που έφερε ο κ. Αϊβαλιώτης είναι αυτό για την αντικατάσταση μέχρι το 2050, όλων των κλιματιστικών που χρησιμοποιούν ως ψυκτικό μέσο φθόριο ή μείγματά του, και την αγορά κλιματιστικών που χρησιμοποιούν πεντάνιο. Εδώ το κόστος, όπως είπε, είναι άγνωστου ύψους.