Το 2024 εκκινεί μια διαφορετική εποχή στις ΑΠΕ και τα φωτοβολταϊκά
Έχοντας καλύψει το ήμισυ της διαδρομής προς ένα πλήρως απανθρακοποιημένο ηλεκτρικό σύστημα, αφού σε όρους ενέργειας σήμερα περίπου το 50% της ζήτησης ηλεκτρισμού καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές ενώ στον πραγματικό χρόνο σε όρους ισχύος η διείσδυση αρκετές φορές προσεγγίζει έως και υπερβαίνει το 100%, ως τεχνοκράτες μηχανικοί και συνάμα επενδυτές, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε μια σειρά από προκλήσεις που πλέον ξεπροβάλλουν στον ορίζοντα και που αν πρωτίστως η Πολιτεία δεν τις χειριστεί με διαφάνεια και στρατηγική, η αγορά θα καταλήξει σε ένα σκληρό ιδιωτικό ολιγοπώλιο στη θέση του άλλοτε κρατικού και μάλιστα με χειρότερους κάπου παρακάτω όρους για τους καταναλωτές.
Παίρνοντας τα πράγματα με τη σειρά, η Πολιτεία αν και σε επίπεδο δηλώσεων εκφράζει κατά περίπτωση τον προβληματισμό της, εντούτοις φαίνεται τελικώς να αρέσκεται στο υπερθετικό επενδυτικό ενδιαφέρον ιδίως φαραωνικά μεγάλων έργων που σχεδόν μαζικά καταγράφεται στις ΑΠΕ, υπό την εκτίμηση ότι αυτό θα οδηγήσει δια του ανταγωνισμού σε χαμηλότερες τιμές ρεύματος για τους καταναλωτές καθώς και επικερδείς εξαγωγές. Η ανάγνωση αυτή, όπως έχει άλλωστε πολλές φορές αποδειχθεί και στο παρελθόν, είναι μάλλον πρωτόλεια. Οι χαμηλές Τιμές Αναφοράς έργων ΑΠΕ αν προέχονται από καθετοποιημένους συμμετέχοντες δεν συνδέονται απαραιτήτως με χαμηλές τιμές και στην λιανική, επειδή τέτοιοι παίκτες έχουν τη δυνατότητα να αντλούν πρόσθετα έσοδα με «καπέλο» στις τιμές από εκεί. Αν πάλι μιλάμε για έργα με απευθείας συμμετοχή στην αγορά, ο δρόμος των ενδο-ομιλικών PPA προσφέρεται για ακόμη ευκολότερη απομάστευση κερδοφορίας.
Όπως έχουμε πολλάκις γράψει, καθετοποιημένοι παίκτες με ισορροπημένο μίγμα ιδίας παραγωγής αλλά και του προφίλ της ως προς την ζήτηση εκ μέρους των πελατών τους στη λιανική είναι οικονομικά ουδέτεροι ακόμη και σε αρνητικές χονδρεμπορικές τιμές. Σε τέτοιους συμμετέχοντες αυτό που μετράει είναι η αρχή και το τέλος στην αλυσίδα εφοδιασμού του προϊόντος, δηλαδή το πόσο κοστίζει το χτίσιμο ενός ηλεκτροπαραγωγικού έργου, η παραγωγικότητα-προφίλ του και ταυτόχρονα το πόσο μπορεί να πουληθεί η παραγόμενη κιλοβατώρα του στον τελικό καταναλωτή. Όλοι οι ενδιάμεσοι σταθμοί τιμών, μικρή έως και μηδενική σημασία έχουν.
Όλα αυτά δεν ισχύουν βεβαίως για τους απλούς (μη καθετοποιημένους) παραγωγούς ανεξαρτήτως μάλιστα μεγέθους και τεχνολογίας και που η διαιώνιση τους στην αγορά εξαρτάται από το επίπεδο των Τιμών Αναφοράς σε συνδυασμό και με την δυνατότητα να πωλούν εν τέλει την παραγωγή τους. Ο έντονος ανταγωνισμός, ωστόσο, στον ηλεκτρικό χώρο -που για μια ακόμη φορά θα υπογραμμίσουμε πως δεν είναι τα δίκτυα αλλά η τελική ζήτηση- σε ένα προϊόν όπως ο ηλεκτρισμός που θα στερείται ουσιαστικών υποδομών αποθήκευσης για ολόκληρη την τρέχουσα δεκαετία, ίσως και περαιτέρω, θα οδηγήσει σε δραματικές περικοπές παραγωγής στα επιλέξιμα σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία προς τούτο έργα. Οι συνθήκες αυτές θα καταστήσουν τα περισσότερα εξ’ αυτών μη βιώσιμα, ιδίως για τους μη καθετοποιημένους παίκτες που δεν έχουν δυνατότητες άντλησης πρόσθετων εσόδων από την παρασάγγας ακριβότερη λιανική.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το μεγαλύτερο μέρος των ανεξάρτητων παραγωγών που θα είναι εκτεθειμένοι σε υποχρεώσεις αγοράς και περικοπών θα συρρικνωθεί απορροφούμενο από λίγους και ισχυρούς καθετοποιημένους παίκτες, τους οποίους εν συνεχεία είναι αμφίβολο πως η Πολιτεία θα καταφέρει να ελέγξει. Βεβαίως το πως επιθυμεί η εκάστοτε Κυβέρνηση να ρυθμίζει την αγορά ενός βασικού αγαθού όπως ο ηλεκτρισμός, είναι πρωτίστως θέμα πολιτικής. Το σενάριο που περιγράψαμε παραπάνω κλίνει προς μια απορυθμισμένη αγορά, που οι Αρχές θα ασκούν τα εποπτικά τους καθήκοντα και θα παρεμβαίνουν κυρίως με πρόστιμα ή έκτακτες εισφορές για περιπτώσεις αθέμιτων συμπεριφορών ή/και «αθέμιτης» υπερκερδοφορίας (όπως πρόσφατα στη κρίση του φυσικού αερίου) και όχι με κάποιο άλλο ενεργό ρόλο.
Ο άλλος δρόμος που έχει εν πολλοίς ακολουθηθεί επιτυχώς θα λέγαμε μέχρι σήμερα στις ΑΠΕ, είναι η Πολιτεία να διατηρεί πάντοτε μια μεγάλη μάζα έργων ΑΠΕ εκτός καθετοποιημένων παικτών, η οποία μέσω κρατικών συμβολαίων (FITs, FIPs, CfDs) θα διαθέτει την παραγωγή της σε πραγματικά βιώσιμες τιμές και που με τον τρόπο αυτό θα δύναται να συγκρατεί και τους καθετοποιημένους. Βεβαίως η μεγάλη πρόκληση εδώ είναι να μπορούν πραγματικά να αποκλειστούν από τέτοια κρατικά CfDs καθετοποιημένοι συμμετέχοντες, αφού αν αφεθούν να συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές προς τούτα διαδικασίες, οι τιμές επίπλαστα θα καταρρέουν με γνώμονα να εκτοπίζονται οι πολλοί ανεξάρτητοι παραγωγοί και εν συνεχεία οι ολίγοι καθετοποιημένοι που μειοδότησαν και επικράτησαν στους διαγωνισμούς με υπερβολικά χαμηλές τιμές, θα αντλούν όσα χρήματα τους «λείπουν» με καπέλο απευθείας στη λιανική, έχοντας όμως προηγουμένως κερδίσει τη μάχη της παραγωγής οδηγώντας έτσι σταδιακά στο κλείσιμο της αγοράς.
Στην πρόκληση αυτή προστίθεται δυστυχώς μια ακόμη, αυτή της έλλειψης επαρκούς ζήτησης ηλεκτρισμού που θα επέτρεπε την περαιτέρω ισόρροπη ανάπτυξη των ΑΠΕ από όλους. Για ζήτηση σήμερα ηλεκτρισμού σε πραγματικό χρόνο συνήθως μεταξύ 6-9 GW, έχουμε 12 GW έργων ΑΠΕ σε λειτουργία και άλλα 15 GW σε εκδοθέντες όρους σύνδεσης (13 GW από ΑΔΜΗΕ και 2 GW από ΔΕΔΔΗΕ), δηλαδή έργα πλήρως αδειοδοτημένα που μπορούν ανά πάσα στιγμή να κατασκευαστούν. Οι υπέρμετρα αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης τα προηγούμενα χρόνια που ιδίως στα φωτοβολταϊκά έφθασαν το +1.5 GW κατ΄ έτος, εξάντλησαν βίαια τα περιθώρια και τώρα θα εισέλθουμε σταδιακά στη ζώνη του κανιβαλισμού, των εξαγορών και των συγχωνεύσεων χωρίς μάλιστα κάποιο απτό αντίκρισμα για τον καταναλωτή και βεβαίως στη συρρίκνωση και της εφοδιαστικής αλυσίδας φωτοβολταϊκού εξοπλισμού και υπηρεσιών εγκατάστασης.
Με άλλα λόγια οι μαζικές εντάξεις νέων έργων θα οδηγήσουν δια του κανιβαλισμού και των περικοπών έγχυσης στα επιλέξιμα προς τούτο έργα στη συγκέντρωση της αγοράς σε ολοένα και λιγότερους, κατά την άποψη μας καθετοποιημένους παίκτες. Δυστυχώς η εξάντληση του ηλεκτρικού χώρου αλλά και οι αβεβαιότητες των εξαγωγών που δεν καταφέρνουν να καλύψουν το κόστος παραγωγής του εξαγόμενου προϊόντος, φαίνεται πως -όπως συμβαίνει νομοτελειακά και σε κάθε αγορά που ωριμάζει, φέρνουν σταδιακά το πλήρωμα του χρόνου και στις ΑΠΕ και τα φωτοβολταϊκά.
* Ο Δρ, Στέλιος Λουμάκης είναι πρόεδρος του ΣΠΕΦ