Το ενεργειακό τρίλημμα φέρνει στο προσκήνιο νέες διαστάσεις της ενεργειακής μετάβασης
Εισαγωγή
Η ενεργειακή πολιτική αποσκοπεί στην επίτευξη πολλαπλών στόχων, που περιλαμβάνουν την βιωσιμότητα, την ενεργειακή ασφάλεια, την προσβασιμότητα και την οικονομική προσιτότητα, ακόμη και σε ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, καθώς οι υψηλές τιμές της ενέργειας μπορούν να πλήξουν σοβαρά τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα τις ομάδες χαμηλού εισοδήματος. Επίσης, για πολλές χώρες, η ενεργειακή πολιτική είναι στενά συνδεδεμένη με την αναπτυξιακή πολιτική, ενισχύοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των πραγματικών οικονομιών και προωθώντας την εκβιομηχάνιση και την τεχνολογική πρωτοπορία.
Οι αρμόδιοι φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής, ιδίως στην Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες απολαμβάνουν ένα πολύ ευνοϊκό περιβάλλον: σχετικά ισχυρή οικονομική ανάπτυξη, χαμηλό πληθωρισμό, χαμηλά επιτόκια, παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες εφοδιασμού και άφθονη ενέργεια με σχετικά χαμηλό κόστος, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου μέσω των αγωγών. Ως αποτέλεσμα αυτού, η ενεργειακή ασφάλεια και η οικονομική προσιτότητα έχουν υποχωρήσει στην πολιτική ατζέντα σε αντίθεση με την βιωσιμοτητα και τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή για την επίτευξη στόχων μηδενικών εκπομπών, που έχουν ανακάμψει.
Μια από τις μεγαλύτερες επιπτώσεις του πολέμου Ρωσίας-Ουκρανίας αλλά και γενικότερα της αύξησης των γεωπολιτικών εντάσεων παγκοσμίως ήταν η αναδιάταξη των προτεραιοτήτων. Η οικονομική προσιτότητα και η ασφάλεια του εφοδιασμού κυριαρχούν πλέον. Με αυτόν τον επαναπροσδιορισμό των προτεραιοτήτων έχουν έρθει στο προσκήνιο σημαντικές διαστάσεις της ενεργειακής μετάβασης. Αυτές περιλαμβάνουν συμβιβασμούς που συνδέονται με την επίτευξη πολλαπλών στόχων της ενεργειακής πολιτικής, τον ρόλο των κυβερνήσεων έναντι των αγορών, τον ρόλο των υδρογονανθράκων στο μελλοντικό ενεργειακό μείγμα, την παροχή χρηματοδότησης για να καταστεί δυνατή η μετάβαση, ειδικά σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, την άνοδο της πολιτικής για την βιομηχανία και την σύνδεσή της με την πράσινη πολιτική, καθώς και τον συντονισμό και την συνεργασία για τη κλιματική δράση σε έναν γεωπολιτικά κατακερματισμένο κόσμο.
Οι συμβιβασμοί
Λαμβάνοντας υπόψη τους πολλαπλούς στόχους που επιδιώκει να επιτύχει η ενεργειακή πολιτική, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν τουλάχιστον βραχυπρόθεσμοι συμβιβασμοί. Οι συμβιβασμοί αυτοί μπορούν να πάρουν διάφορες μορφές σε διαφορετικές περιοχές. Η διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος ενισχύει την ασφάλεια, αλλά μπορεί να υπονομεύσει την οικονομική προσιτότητα και την ανταγωνιστικότητα, αυξάνοντας τα κόστη. Για παράδειγμα, η Ευρώπη έχει αντικαταστήσει επιτυχώς μέχρι στιγμής την απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου, αυτό έχει έρθει όμως με υψηλότερο κόστος λόγω της μειωμένης παγκόσμιας διαθεσιμότητας σε φυσικό αέριο, καθώς οι ευρωπαίοι αγοραστές αποφεύγουν το ρωσικό φυσικό αέριο και προτιμούν το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Η στροφή αυτή απαιτούσε επενδύσεις σε νέες δαπανηρές υποδομές εισαγωγής LNG, οι οποίες με τη σειρά τους επέκτειναν την εξάρτηση σε υποδομές υδρογονανθράκων. Από τη στιγμή που θα κατασκευασθούν οι υποδομές αυτές, υπάρχει ισχυρό κίνητρο για την αξιοποίηση τους καθ’ όλη την διάρκεια της λειτουργίας τους. Το υψηλότερο ενεργειακό κόστος αυξάνει την επιβάρυνση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, μειώνοντας πιθανώς την θετική στάση ως προς την ενεργειακή μετάβαση. Ερχόμενοι αντιμέτωποι με δημοσιονομικούς περιορισμούς, τα νοικοκυριά μπορεί να αποφασίσουν να καθυστερήσουν ή να αποφύγουν τις αγορές νέων ενεργειακά αποδοτικών συσκευών, αντλιών θερμότητας, ηλεκτρικών αυτοκίνητων και φωτοβολταϊκών.
Η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών μπορεί επιπροσθέτως να υπονομεύσει την ατζέντα υπέρ της βιωσιμότητας. To 2022 καθώς οι τιμές του φυσικού αερίου έφτασαν τα υψηλότερα επίπεδα τους, η Ευρώπη στράφηκε από το φυσικό αέριο προς τον άνθρακα και το πετρέλαιο, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG). Αυτό επίσης καθυστέρησε την μείωση ηλεκτροπαραγωγής από άνθρακα και φυσικό αέριο μέχρις ότου άλλες μορφές ενέργειας με μηδενικές εκπομπές άνθρακα να γίνουν πιο άμεσα διαθέσιμες. Στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, οι συμβιβασμοί είναι διαφορετικοί. Εκεί, οι προτεραιότητες διαφέρουν με βασικούς παράγοντες της ενεργειακής πολιτικής να αποτελούν η οικονομική προσιτότητα και η προσβασιμότητα στην ενέργεια. Για παράδειγμα, σε πολλά μέρη της Ασίας, ο άνθρακας, αναδεικνύεται ξανά ως ασφαλής και φθηνότερη πηγή ενέργειας μαζί με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς οι τιμές του LNG έφτασαν στο ζενίθ με την Ευρώπη να απορροφά όλο και περισσότερα φορτία LNG.
Αυτοί οι συμβιβασμοί θα γίνουν λιγότερο έντονοι μακροπρόθεσμα και οι ανησυχίες για την ασφάλεια εφοδιασμού με υδρογονάνθρακες σε συνδυασμό με τις προσπάθειες μείωσης των εκπομπών θα επιταχύνουν τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, ιδίως στην Ευρώπη. Ωστόσο, η ταχύτητα της μετάβασης διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, καθώς τα σημεία εκκίνησης όσον αφορά την ενεργειακή κατανάλωση και την πρόσβαση στην ενέργεια, οι φυσικοί πόροι και οι οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες διαφέρουν σημαντικά σε όλο τον κόσμο. Επίσης, η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τις νέες αλυσίδες εφοδιασμού που είναι απαραίτητες για τη μετάβαση εγείρει με τη σειρά της νέα ζητήματα βιωσιμότητας και ασφάλειας, δεδομένου του βαθμού συγκέντρωσης που είναι ορατός στις αλυσίδες εφοδιασμού καθαρής ενέργειας. Αυτό είναι ιδιαίτερα σαφές στα μέταλλα που χρησιμοποιούνται στις μπαταρίες, όπου η Κίνα παραμένει μακράν ο κυρίαρχος παίκτης.
Επανεξέταση του ρόλου των υδρογονανθράκων
Λαμβάνοντας υπόψη την πολυπλοκότητα του ενεργειακού κλάδου και την έμφαση στην ασφάλεια, είναι προφανές ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (ακόμη και ο άνθρακας) θα παραμείνουν βασικά συστατικά του παγκόσμιου ενεργειακού μείγματος στις περισσότερες περιοχές για το άμεσο μέλλον. Συνεπώς, το βασικότερο ζήτημα που τίθεται είναι πως θα μειωθούν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου που προέρχονται από την χρήση και τη αξιοποίηση των υδρογονανθράκων. Στο παρελθόν, οι κατευθυντήριες γραμμές για τους εξαγωγείς πετρελαίου και φυσικού αερίου ήταν σχετικές απλές: η εξασφάλιση επαρκούς, αξιόπιστης και οικονομικά προσιτής αλυσίδας προμήθειας τους. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των παικτών ήταν υπό όρους λειτουργικού κόστους, «κεφαλαιακής ισορροπίας» και αποθεμάτων. Σήμερα, υπάρχει μια νέα διάσταση. Η μείωση της έντασης των εκπομπών άνθρακα και ο περιορισμός τους, θα γίνουν βασικοί τομείς ανταγωνισμού και δεδομένο για να έχουν την δυνατότητα να λειτουργούν. Αυτό απαιτεί μεγάλες επενδύσεις σε τομείς όπως είναι ο εξηλεκτρισμός των πλατφορμών εξόρυξης, η δέσμευση και η αποθήκευση του διοξειδίου του άνθρακα (CCS) και η αξιοποίηση καυσίμων χαμηλών σε εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στον τομέα της αεροπλοΐας και των μεταφορών. Αυτό επίσης απαιτεί την ανάπτυξη και την εναρμόνιση προτύπων για την μέτρηση, την παρακολούθηση, την αποτύπωση και την επαλήθευση των εκπομπών αυτών.
Υπάρχει άλλη μια διάσταση των υδρογονανθράκων η οποία αξίζει να υπογραμμισθεί. Αυτή της αξιοπιστίας. Ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας αποκάλυψε τους περιορισμούς που προκύπτουν από την υπερβολική εξάρτηση από μια χώρα για τον εφοδιασμό φυσικού αερίου. Αλλά αυτή η υπερβολική εξάρτηση είναι αποτυχία πολιτικής και όχι αποτυχία της αγοράς φυσικού αερίου. Στη πραγματικότητα, οι αγορές φυσικού αερίου λειτούργησαν καλά και έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Παρά την απώλεια μιας σημαντικής πηγής φυσικού αερίου, η Ευρώπη κατάφερε να αντικαταστήσει την απώλεια του ρωσικού φυσικού αερίου, γεγονός που αποτελεί απόδειξη της ανθεκτικότητας και των μεγάλων επενδύσεων σε υποδομές που πραγματοποίησε η βιομηχανία φυσικού αερίου όλα αυτά τα χρόνια. Ενώ οι αγορές και οι τιμές συνέβαλλαν στην αλλαγή κατεύθυνσης των εμπορικών ροών και στην αντιμετώπιση της διαθεσιμότητας φυσικού αερίου, στέλνοντας σήματα για τον εξορθολογισμό της ζήτησης, οι επενδύσεις σε πρόσθετες υποδομές αποθήκευσης, αγωγών, εγκαταστάσεων LNG σε σύντομο χρονικό διάστημα ήταν εξίσου σημαντικές. Η άμεση κυβερνητική στήρηξη και η χρηματοδότηση είναι οι παράγοντες κλειδιά για την παροχή κινήτρων σε τέτοιου είδους επενδύσεις, αν και δημιούργησαν φαινόμενα αυτοπεριορισμού. Η ανακατεύθυνση των εμπορικών ροών ήρθε με υπερβολικά υψηλό κόστος αναφορικά με τις τιμές και τη διαθεσιμότητα σε χαμηλού εισοδήματος χώρες.
Ο ρόλος των κυβερνήσεων έναντι των αγορών
Η άνοδος της ενεργειακής ασφάλειας και της οικονομικής προσιτότητας στην πολιτική ατζέντα φέρνει στο επίκεντρο τον ρόλο των κυβερνήσεων έναντι των αγορών. Μια σημαντική επίπτωση των αλλαγών στις προτεραιότητες της ενεργειακής πολιτικής είναι ότι έχουμε παρατηρήσει μια στροφή από τις αγορές προς έναν μεγαλύτερο ρόλο του κράτους στις ενεργειακές αγορές. Οι κυβερνήσεις έχουν λάβει μέτρα για να αντισταθμίσουν τις επιπτώσεις στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις και προωθούν δαπανηρά πακέτα στήριξης, τα οποία αναγκαστικά επηρεάζουν τα δημοσιονομικα ισοζύγια. Ορισμένες χώρες εισηγήθηκαν έκτακτους φόρους και εισφορές για τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων και των πακέτων στήριξης. Σε άλλες χώρες, ορισμένα ενεργειακά περιουσιακά στοιχεία εθνικοποιήθηκαν. Στις αγορές φυσικού αερίου, η ΕΕ επέβαλε πλαφόν τιμών και εισήγαγε πολιτικές για την από κοινού αγορά φυσικού αερίου. Επίσης πολλοί εισηγούνται τον επανασχεδιασμό των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πολλά από τα μέτρα αυτά αυξάνουν το ρίσκο των πολιτικών και την αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουν οι επενδυτές, γεγονός το οποίο πιθανόν να επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις. Επηρεάζουν επίσης τη λειτουργία των ενεργειακών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των ωριμότερων, όπως η αγορά πετρελαίου. Ωστόσο, όπως συζητήθηκε και νωρίτερα, εν μέσω κρίσης, η άμεση κρατική στήριξη ήταν απαραίτητη για την ανάπτυξη υποδομών απαιτούμενων για την μείωση της εξάρτησης από τους αγωγούς φυσικού αερίου, αυξάνοντας την ασφάλεια εφοδιασμού. Επιπλέον, καθώς το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και του υδρογόνου σε όλες τις «χρωματικές εκδοχές» του αυξάνεται στο ενεργειακό μείγμα και καθώς περισσότεροι τομείς ηλεκτροδοτούνται, το ζήτημα της αξιοπιστίας και της ασφάλειας θα πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο της προσοχής των φορέων διαμόρφωσης πολιτικών. Όταν το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο επέκτειναν τις υποδομές τους, η βιομηχανία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου ήταν κερδοφόρα, γεγονός που επέτρεψε στους ενδιαφερόμενους να επενδύσουν στις αλυσίδες εφοδιασμού και στις υποδομές, καταστώντας τες έτσι πιο ανθεκτικές με τη πάροδο του χρόνου. Αυτό δεν ισχύει ακόμη για παράδειγμα στη περίπτωση του υδρογόνου. Για να παίξει το καθαρό υδρογόνο έναν αξιόπιστο ρόλο, να αυξηθεί το ποσοστό του στο ενεργειακό μείγμα και να αναπτυχθεί η αλυσίδα εφοδιασμού του, η ανάπτυξη επιχειρηματικών μοντέλων μέσω μηχανισμών κρατικής στήριξης είναι βασικός παράγοντας για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων στη κλίμακα και την ταχύτητα που απαιτείται για την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών το 2050. Το ίδιο ισχύει για τα CCS, όπου οι ροές εσόδων παραμένουν περιορισμένες χωρίς κρατική στήριξη και την τιμολόγηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Παρόλα αυτά, αυτό αυξάνει το ρίσκο των κυβερνήσεων να επιλέξουν «νικητές» και να ευνοήσουν ορισμένες επιλογές, οι οποίες ίσως να μην είναι οι πιο ανταγωνιστικές ή δεν είναι έτοιμες για εμπορικές εφαρμογές (παραδείγματος χάρην, η προώθηση του πράσινου υδρογόνου εις βάρος του μπλε υδρογόνου, παρόλο που το μπλε υδρογόνο αναμένεται να διαδραματίσει βασικό ρόλο στην μετάβαση).
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας διαφέρουν, δεδομένου ότι το κόστος έχει μειωθεί γρήγορα και σύμφωνα με τις τρέχουσες ρυθμιστικές αρχές της αγοράς, παράγουν αρκετά έσοδα για τους επενδυτές ώστε να ανακτήσουν το κεφάλαιο τους. Ωστόσο, ακόμη και για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, είναι βασικό να ληφθούν υπόψη θέματα της αλυσίδας εφοδιασμού και ενσωμάτωσης τους στο σύστημα. Αν και η έμφαση μέχρι στιγμής δινόταν στην αύξηση της δυναμικότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας μέσω ΑΠΕ και στην καμπύλη κόστους η οποία συνεχώς μειώνεται, επενδύσεις σε υποδομές ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της εφεδρείας, επενδύσεις αποθήκευσης, μεταφοράς, διανομής και ευελιξίας ζήτησης είναι εξίσου σημαντικές για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας και της αξιοπιστίας του δικτύου. Επίσης, οι πιέσεις στο κόστος στην αλυσίδα εφοδιασμού ΑΠΕ και τα υψηλότερα επιτόκια έχουν αυξήσει το κόστος του κεφαλαίου για τα έργα ΑΠΕ και έτσι υπάρχει μια πίεση ώστε αυτό να αντικατοπτρίζεται στα νέα μακροπρόθεσμα συμβόλαια.
Η πρόσφατη άνοδος των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, ώθησε την πολιτική να εστιάσει μεταξύ άλλων σε θέματα σχεδιασμού της αγοράς, ευελιξίας και δυναμικότητας, αναγνωρίζοντας ότι η ηλεκτρική ενέργεια θα είναι ο κεντρικός ενεργειακός πόρος στο μέλλον και ότι τα νέα ενεργειακά συστήματα θα πρέπει να είναι ασφαλή, αξιόπιστα και οικονομικά προσιτά. Αυτό απαιτεί τη θέσπιση κατάλληλων πλαισίων και κινήτρων για την ενθάρρυνση των επενδυτών σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και της καινοτομίας για την μείωση του κόστους της απανθρακοποίησης και την παροχή δημόσιας οικονομικής στήριξης σε εκείνους που πλήττονται περισσότερο λόγω της ενεργειακής μετάβασης.
Χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης
Δεδομένης της κλίμακας των απαιτούμενων επενδύσεων σε νέες υποδομές ενέργειας, η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης έχει έρθει επίσης στο επίκεντρο. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα είναι αρκετά ισχυρό για να χρηματοδοτήσει τη μετάβαση. Ωστόσο, το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης, αλλά και το εάν το διαθέσιμο κεφάλαιο θα μπορούσε να φτάσει σε περιοχές όπου οι εκπομπές θα μπορούσαν να μειωθούν στο μέγιστο και όπου η πρόσβαση στην ενέργεια εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση. Εδώ είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στις αναπτυσσόμενες χώρες. Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες, οι συνθήκες χρηματοδότησης έχουν υποβαθμιστεί και το κόστος δανεισμού για τη χρηματοδότηση έργων πράσινης ενέργειας έχει αυξηθεί δραματικά. Αυτές οι χώρες έχουν τώρα μειωμένη πρόσβαση στο παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα και οι τοπικές χρηματοπιστωτικές αγορές τους παραμένουν ανώριμες. Αυτές οι χώρες βρίσκονται επίσης σε μια ανατροφοδοτούμενη παγίδα: όσο υψηλότερο είναι το κόστος δανεισμού και περιορισμένη η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, τόσο λιγότερο μπορούν να επενδύσουν σε έργα μείωσης των εκπομπών και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Ταυτόχρονα, πολλές από αυτές τις χώρες επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή. Αυτό καθιστά αυτές τις χώρες λιγότερο ανθεκτικές, μειώνοντας την πιστοληπτική τους ικανότητα, αυξάνοντας το πολιτικό και συναλλαγματικό κίνδυνο, ο οποίος αντίστροφα αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης και περιορίζει τη διαθεσιμότητα χρηματοδότησης. Αυτή η ανατροφοδοτούμενη παγίδα χρειάζεται να σταματήσει προκειμένου ο κόσμος να επιτύχει τους κλιματικούς του στόχους και να εξασφαλίσει την πρόσβαση στην ενέργεια. Αυτό καλεί για μεγαλύτερο ρόλο των αναπτυξιακών τραπεζών (multilateral development banks-MDBs) για την παροχή φθηνότερων και σταθερότερων πηγών χρηματοδότησης για το κλίμα. Αυτό επίσης αναγνωρίζει την ανάγκη υποστήριξης της προσαρμογής με την αναδιανομή του εισοδήματος σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων πλαισίων μείωσης του χρέους.
Η άνοδος της βιομηχανικής πολιτικής
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες τάσεις είναι η ισχυρή επανάκαμψη της βιομηχανικής πολιτικής σε πολλά μέρη του κόσμου. Πολλές κυβερνήσεις έχουν επικεντρωθεί στον ενεργειακό τομέα για να διαδραματίσουν ηγετικό ρόλο στις καθαρές τεχνολογίες και τις αλυσίδες εφοδιασμού, προσφέροντας μια ευρεία γκάμα στήριξης, συμπεριλαμβανομένων επιδοτήσεων, φορολογικών ελαφρύνσεων, προστασίας του κράτους και υποστήριξης έρευνας και ανάπτυξης. Η βιομηχανική πολιτική της Κίνας έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην κυριαρχία της, στις αλυσίδες εφοδιασμού φωτοβολταϊκής ενέργειας και κρίσιμων ορυκτών. Για παράδειγμα, ανάμεσα στους στόχους που κρύβονται πίσω από την ταχεία μετάβαση στην ηλεκτροκίνηση περιλαμβάνεται η δημιουργία ηγετικής θέσης στη βιομηχανία ηλεκτρικών οχημάτων, αφού έχει ήδη καθιερώσει την ηγετική της θέση στις αλυσίδες εφοδιασμού ηλιακής ενέργειας, μπαταριών και κρίσιμων ορυκτών. Μια σημαντική πρόσφατη αλλαγή είναι η υιοθέτηση της "πράσινης" βιομηχανικής πολιτικής από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Νόμος για την Μείωση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ σχεδιάστηκε για τη βελτίωση του οικονομικού ανταγωνισμού, της καινοτομίας και της βιομηχανικής παραγωγικότητας των ΗΠΑ και για την εδραίωση της χώρας ως ηγέτη στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών. Ως απάντηση, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρότεινε τον Νόμο για τη Βιομηχανία Μηδενικού Αποτυπώματος για την επιτάχυνση της εγχώριας κατασκευής τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτή η τάση πιθανότατα θα επιταχυνθεί παγκοσμίως. Αυτό θέτει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την φύση που έχει ο ανταγωνισμούς να αλλάζει, τον ρυθμό διάδοσης τεχνολογίας και συνεργασίας, καθώς και τον αντίκτυπο που θα έχει αυτό σε χώρες οι οποίες διαθέτουν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ορυκτούς πόρους αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα να συμμετάσχουν στον τεχνολογικό αγώνα μέσω επιδοτήσεων και κινήτρων για τις βιομηχανίες τους.
Το γεωπολιτικό πλαίσιο
Ένα συναφές θέμα αφορά τον μαζικό μετασχηματισμό στην γεωπολιτική, στα πλαίσια του οποίου λαμβάνουν χώρα όλες αυτές οι αλλαγές στο ενεργειακό σκηνικό. Ο κόσμος έχει γίνει περισσότερο γεωπολιτικά πολωμένος μετά τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας και την υποβάθμιση των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ. Το χάσμα μεταξύ του παγκόσμιου Βορρά και Νότου έχει διαφοροποιηθεί λόγω πολλών ζητημάτων, συμπεριλαμβανομένων της οικονομίας και των απωλειών. Υπάρχει έντονη προσπάθεια από τις χώρες να περιορίσουν την εξάρτηση από εισαγόμενες πηγές ενέργειας και ορυκτών πόρων, να αναδιατάξουν και να εθνικοποιήσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και να απομακρυνθούν από τις παγκοσμιοποιημένες αλυσίδες ενέργειας. Έτσι, γίνεται παγκοσμίως μια μεγάλη μεταστροφή στα ενεργειακά συστήματα και οι συνέργειες για τις δράσεις για το κλίμα είναι απαραίτητες, το γεωπολιτικό πλαίσιο έχει γίνει πιο ασταθές και ο ανταγωνισμός έχει ενταθεί. Αυτό αναμένεται να διαμορφώσει τη δράση για το κλίμα στο μέλλον και θέτει σημαντικά ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της της Διάσκεψης των Μερών (COP) και της συμφωνίας των COP για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την εκπλήρωση της Συμφωνίας του Παρισιού.
Συνοψίζοντας, τα πειστικά στοιχεία ότι η κλιματική αλλαγή είναι εδώ, απαιτούν ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα κίνητρα για τη αντιμετώπιση της μέσω καλά σχεδιασμένων προγραμμάτων στήριξης και σταθερών κανονιστικών πλαισίων που ενθαρρύνουν την καινοτομία, τη μείωση του κόστους και την αύξηση της αποδοτικότητας, την δομική αλλαγή στη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων φορέων και την αναβάθμιση των επενδύσεων σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, και την εύρεση νέων δυνατοτήτων δέσμευσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα. Απαιτεί επίσης υποστήριξη για την προσαρμογή, ειδικά για τις χώρες που διαθέτουν περιορισμένα οικονομικά αποθέματα και επηρεάζονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή. Καθώς ο κόσμος βιώνει αυτήν τη μεγάλη μεταστροφή, οι αυξανόμενες τάσεις κατακερματισμού, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, ο αυξανόμενος βιομηχανικός ανταγωνισμός και ο προστατευτισμός πρέπει να αντιστραφούν και, αντ' αυτού, οι κυβερνήσεις πρέπει να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να ενισχύσουν τη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή και να την καταστήσουν πιο αποτελεσματική και αποδοτική στην επίτευξη των στόχων της. Η συλλογική δράση για την κλιματική αλλαγή είναι πιο αναγκαία από ποτέ.
cover photo:factfile.org