Νέα μελέτη ρίχνει φως στην εξέλιξη της κλιματικής κρίσης
Το Δεκέμβριο του 2015, ηγέτιδες και ηγέτες από 196 χώρες υπέγραψαν στο πλαίσιο της 21ης συνόδου της Διάσκεψης των Συμβαλλομένων Μερών (Conference of Parties – COP 21) τη Συμφωνία του Παρισιού, συμφωνώντας να αναλάβουν δράση προκειμένου να συγκρατηθεί η αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας έως το πολύ +2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ιδανικά προσβλέποντας στους +1.5°C. Η Συμφωνία θεωρήθηκε ορόσημο κλιματικής διπλωματίας, ενισχύοντας την παγκόσμια συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ανάληψη συλλογικής δράσης.
Ποια είναι όμως η πρόοδος, 7 και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας;Αν οι δεσμεύσεις για «κλιματική ουδετερότητα» υλοποιηθούν συλλογικά, τότε μπορούμε να ελπίζουμε στη συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Είναι εφικτός δηλαδή ο περιορισμός της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας έως το πολύ τους +2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μάλιστα, με τις ήδη δημόσια διατυπωμένες δεσμεύσεις, η αύξηση μέχρι το 2100 εκτιμάται ότι μπορεί να σταθεροποιηθεί στους 1.7–1.8 °C. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να συμβεί αυτό είναι οι δεσμεύσεις των κρατών να μην μείνουν στα λόγια, αλλά η υλοποίησή τους να προχωρήσει με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Όμως, στις περισσότερες χώρες, οι δεσμεύσεις αυτές παραμένουν ακόμα «στον αέρα».
Αυτά είναι μερικά από τα βασικότερα μηνύματα της νέας μας μελέτης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, μαζί με ερευνητές από το ισπανικό Basque Centre for Climate Change (BC3), το ελβετικό École Polytechnique Fédérale de Lausanne (EPFL), τo νορβηγικό Center International Climate Research (CICERO), το βρετανικό Imperial College London και το αμερικανικό Joint Global Change Research Institute. Στη μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο Nature, χρησιμοποιήθηκαν 4 μεγάλα μοντέλα ολοκληρωμένης αποτίμησης οικονομίας – ενέργειας – κλίματος για να αξιολογήσουμε την πορεία των εκπομπών CO2 βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στη βάση των εθνικών στόχων και των ανακοινωμένων δεσμεύσεων.
Παλιότερη δημοσίευσή μας, πριν περίπου 2 χρόνια, εκτιμούσε πως η αύξηση θα ξεπερνούσε τους 2 °C. Αυτή η σημαντική διαφοροποίηση υποδηλώνει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο επίπεδο των κλιματικών στόχων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της 26ης Διάσκεψης στη Γλασκόβη στο τέλος του 2021 (COP26) παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της φιλοδοξίας των εθνικών στόχων. 120 χώρες είχαν ανανεώσει τους βραχυπρόθεσμους κλιματικούς τους στόχους πριν την Γλασκόβη, ενώ οι ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη που εκπροσωπούν το 70% του ποσοστού εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεσμεύτηκαν για επίτευξη μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσα στις επόμενες τρεις έως πέντε δεκαετίες.
Ένα ακόμα νέο στοιχείο της πρόσφατης μελέτης μας είναι η ανάγκη διαχωρισμού των δεσμεύσεων από τα πραγματικά μέτρα πολιτικής που υλοποιούνται ή θα υλοποιηθούν στην πράξη, προκειμένου οι δεσμεύσεις να γίνουν πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια εντοπιζόταν στην αύξηση της φιλοδοξίας των κλιματικών στόχων. Αυτό που τώρα απαιτείται δεν είναι περισσότερες υποσχέσεις αλλά η υλοποίηση των ήδη υφιστάμενων δεσμεύσεων.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης πως οι φιλόδοξες δεσμεύσεις για κλιματική ουδετερότητα δεν είναι επαρκείς, αν δεν κατανεμηθούν εμπροσθοβαρώς, αυτή την κρίσιμη δεκαετία. Αρκετές χώρες δεσμεύονται για την επίτευξη ιδιαίτερα φιλόδοξων μακροπρόθεσμων στόχων μηδενικών εκπομπών άνθρακα, με κλιμάκωση όμως των προσπαθειών μετά το 2030. Αυτή είναι μία λανθασμένη προσέγγιση. Η μάχη για τη συγκράτηση της μέσης θερμοκρασίας θα κριθεί εν πολλοίς τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2030. Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι έχουν βαρύνουσα σημασία. Διαφορετικά, δεν θα αποφευχθεί η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από τους +2°C στα επόμενα δέκα χρόνια. Σε αυτή την αρνητική εξέλιξη, οι δράσεις πολιτικής για την μείωσή της θα πρέπει να επανασχεδιαστούν σε ένα δυστοπικό και απολύτως αβέβαιο περιβάλλον.
Η μελέτη καταδεικνύει επίσης σημαντικές τεχνολογικές και κοινωνικές προκλήσεις.
Η μεγαλύτερη τεχνολογική πρόκληση έχει να κάνει με τα ιδιαίτερα αμφίβολα επίπεδα διάχυσης νέων τεχνολογικών θαυμάτων (π.χ. πράσινου υδρογόνου, χρήση βιοενέργειας με παράλληλη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα), λύσεων δηλαδή που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα σε μεγάλη κλίμακα. Αφού παραμένουν αβέβαιες ως προς την έγκαιρη διαθεσιμότητά τους στο άμεσο μέλλον, δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος κάποιας «μαγικής» λύσης στο σημερινό σχεδιασμό. Αντίθετα, η προώθηση ώριμων λύσεων, όπως ανανεώσιμων και εξοικονόμησης, μαζί με τις αντίστοιχες επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση, πρέπει να τρέξει με πρωτοφανείς, για τα έως τώρα δεδομένα, ρυθμούς.
Το Δεκέμβριο του 2015, ηγέτιδες και ηγέτες από 196 χώρες υπέγραψαν στο πλαίσιο της 21ης συνόδου της Διάσκεψης των Συμβαλλομένων Μερών (Conference of Parties – COP 21) τη Συμφωνία του Παρισιού, συμφωνώντας να αναλάβουν δράση προκειμένου να συγκρατηθεί η αύξηση της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας έως το πολύ +2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ιδανικά προσβλέποντας στους +1.5°C. Η Συμφωνία θεωρήθηκε ορόσημο κλιματικής διπλωματίας, ενισχύοντας την παγκόσμια συνεργασία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την ανάληψη συλλογικής δράσης.
Ποια είναι όμως η πρόοδος, 7 και πλέον χρόνια μετά την υπογραφή της συμφωνίας;
Αν οι δεσμεύσεις για «κλιματική ουδετερότητα» υλοποιηθούν συλλογικά, τότε μπορούμε να ελπίζουμε στη συγκράτηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Είναι εφικτός δηλαδή ο περιορισμός της αύξησης της παγκόσμιας μέσης θερμοκρασίας έως το πολύ τους +2°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Μάλιστα, με τις ήδη δημόσια διατυπωμένες δεσμεύσεις, η αύξηση μέχρι το 2100 εκτιμάται ότι μπορεί να σταθεροποιηθεί στους 1.7–1.8 °C. Ικανή και αναγκαία συνθήκη για να συμβεί αυτό είναι οι δεσμεύσεις των κρατών να μην μείνουν στα λόγια, αλλά η υλοποίησή τους να προχωρήσει με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Όμως, στις περισσότερες χώρες, οι δεσμεύσεις αυτές παραμένουν ακόμα «στον αέρα».
Αυτά είναι μερικά από τα βασικότερα μηνύματα της νέας μας μελέτης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, μαζί με ερευνητές από το ισπανικό Basque Centre for Climate Change (BC3), το ελβετικό École Polytechnique Fédérale de Lausanne (EPFL), τo νορβηγικό Center International Climate Research (CICERO), το βρετανικό Imperial College London και το αμερικανικό Joint Global Change Research Institute. Στη μελέτη αυτή, που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο Nature, χρησιμοποιήθηκαν 4 μεγάλα μοντέλα ολοκληρωμένης αποτίμησης οικονομίας – ενέργειας – κλίματος για να αξιολογήσουμε την πορεία των εκπομπών CO2 βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, στη βάση των εθνικών στόχων και των ανακοινωμένων δεσμεύσεων.
Παλιότερη δημοσίευσή μας, πριν περίπου 2 χρόνια, εκτιμούσε πως η αύξηση θα ξεπερνούσε τους 2 °C. Αυτή η σημαντική διαφοροποίηση υποδηλώνει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στο επίπεδο των κλιματικών στόχων σε παγκόσμιο επίπεδο. Ιδιαίτερα πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της 26ης Διάσκεψης στη Γλασκόβη στο τέλος του 2021 (COP26) παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της φιλοδοξίας των εθνικών στόχων. 120 χώρες είχαν ανανεώσει τους βραχυπρόθεσμους κλιματικούς τους στόχους πριν την Γλασκόβη, ενώ οι ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη που εκπροσωπούν το 70% του ποσοστού εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεσμεύτηκαν για επίτευξη μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μέσα στις επόμενες τρεις έως πέντε δεκαετίες.
Ένα ακόμα νέο στοιχείο της πρόσφατης μελέτης μας είναι η ανάγκη διαχωρισμού των δεσμεύσεων από τα πραγματικά μέτρα πολιτικής που υλοποιούνται ή θα υλοποιηθούν στην πράξη, προκειμένου οι δεσμεύσεις να γίνουν πραγματικότητα. Μέχρι σήμερα, η προσπάθεια εντοπιζόταν στην αύξηση της φιλοδοξίας των κλιματικών στόχων. Αυτό που τώρα απαιτείται δεν είναι περισσότερες υποσχέσεις αλλά η υλοποίηση των ήδη υφιστάμενων δεσμεύσεων.
Εξίσου σημαντικό είναι επίσης πως οι φιλόδοξες δεσμεύσεις για κλιματική ουδετερότητα δεν είναι επαρκείς, αν δεν κατανεμηθούν εμπροσθοβαρώς, αυτή την κρίσιμη δεκαετία. Αρκετές χώρες δεσμεύονται για την επίτευξη ιδιαίτερα φιλόδοξων μακροπρόθεσμων στόχων μηδενικών εκπομπών άνθρακα, με κλιμάκωση όμως των προσπαθειών μετά το 2030. Αυτή είναι μία λανθασμένη προσέγγιση. Η μάχη για τη συγκράτηση της μέσης θερμοκρασίας θα κριθεί εν πολλοίς τα επόμενα χρόνια μέχρι το 2030. Οι βραχυπρόθεσμοι στόχοι έχουν βαρύνουσα σημασία. Διαφορετικά, δεν θα αποφευχθεί η αύξηση της θερμοκρασίας πάνω από τους +2°C στα επόμενα δέκα χρόνια. Σε αυτή την αρνητική εξέλιξη, οι δράσεις πολιτικής για την μείωσή της θα πρέπει να επανασχεδιαστούν σε ένα δυστοπικό και απολύτως αβέβαιο περιβάλλον.
Η μελέτη καταδεικνύει επίσης σημαντικές τεχνολογικές και κοινωνικές προκλήσεις.
Η μεγαλύτερη τεχνολογική πρόκληση έχει να κάνει με τα ιδιαίτερα αμφίβολα επίπεδα διάχυσης νέων τεχνολογικών θαυμάτων (π.χ. πράσινου υδρογόνου, χρήση βιοενέργειας με παράλληλη δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα), λύσεων δηλαδή που δεν έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα σε μεγάλη κλίμακα. Αφού παραμένουν αβέβαιες ως προς την έγκαιρη διαθεσιμότητά τους στο άμεσο μέλλον, δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος κάποιας «μαγικής» λύσης στο σημερινό σχεδιασμό. Αντίθετα, η προώθηση ώριμων λύσεων, όπως ανανεώσιμων και εξοικονόμησης, μαζί με τις αντίστοιχες επενδύσεις σε δίκτυα και αποθήκευση, πρέπει να τρέξει με πρωτοφανείς, για τα έως τώρα δεδομένα, ρυθμούς.
Η μεγαλύτερη κοινωνική πρόκληση είναι πώς θα επιμεριστούν τα υψηλά κόστη των αναγκαίων τεχνολογικών επενδύσεων με δίκαιο τρόπο, προστατεύοντας τους οικονομικά αδύναμους. Ο κίνδυνος είναι να υπάρξει μεγάλο μέρος του πληθυσμού, της τάξης του 20%, ακόμα και στις ισχυρότερες οικονομίες, που να κινδυνεύσει με ενεργειακή φτώχεια, μη μπορώντας να ακολουθήσει την μετάβαση. Συνεπώς, τα μονοπάτια προς την κλιματική ουδετερότητα θα πρέπει να είναι όχι μόνο κλιματικά αλλά και κοινωνικά προστατευτικά. Μονοπάτια δηλαδή συμπεριληπτικά, ώστε να μη μένει κανένας πίσω.
Αλλιώς θα είναι δύσβατα, γεμάτα κινδύνους για αύξηση ανισοτήτων, νέους αποκλεισμούς και κοινωνικές εκρήξεις.
(Kathimerini.gr)
*Ο Χάρης Δούκας είναι Καθηγητής ΕΜΠ