Η κοινωνική διάσταση της βιωσιμότητας
Η βιωσιμότητα (sustainability), ως πρότυπο παραγωγής, έχει να κάνει με την οικονομική ανάπτυξη που είναι ταυτόχρονα περιβαλλοντικά και κλιματικά προστατευτική, κοινωνικά δίκαιη και συμπεριληπτική. Αν μεταφερθεί κανείς από το θεωρητικό αυτό επίπεδο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, η «βίωση» των χώρων που οι πολίτες κατοικούν είναι το κλειδί της εφαρμογής της. Η ανάλυση και η δράση όμως σε αυτό το επίπεδο παραμένει πρόκληση.
Τί σημαίνει για παράδειγμα η έννοια της βιωσιμότητας για μια τυπική παλιά πολυκατοικία που κατοικεί ένας μέσος πολίτης; Πόσα αλήθεια από τα περίφημα προγράμματα «Εξοικονομώ» αφορούν σε πολυκατοικίες και πόσα από αυτά είχαν σαν δικαιούχους ενεργειακά τρωτά νοικοκυριά;
Οι απαντήσεις είναι γνωστές και απογοητευτικές. Τα προγράμματα «Εξοικονομώ» για πολυκατοικίες δύσκολα υλοποιούνται. Επίσης, δεν υπάρχει καμία επίσημη αποτίμηση αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας, γιατί δεν έχει δοθεί ακόμα σχετικός ορισμός της.
Επιπλέον, οι απαραίτητοι κανονισμοί ενεργειακής απόδοσης για οικοδομικές άδειες και ανακαινίσεις δεν δίνουν έμφαση στην κατανάλωση ενέργειας του κτιρίου κατά τη λειτουργία του αλλά στην ενσωματωμένη ενέργεια από τη δόμησή του. Αποτέλεσμα είναι να μη λαμβάνεται τελικά υπόψη η χρήση του κτιρίου, και να καθίσταται πρακτικά αδύνατη η μέτρηση της αποτελεσματικότητας των εν λόγω πολιτικών.
Η βιωσιμότητα όμως, εξ ορισμού αφορά στην συνεχή, συστημική προσπάθεια, που εκφράζεται με επαλήθευση των στόχων και αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Σήμερα, ενώ πολλά χρήματα διατίθενται για «πράσινα κτίρια», δεν είναι σαφής η διαδικασία επαλήθευσης που χρησιμοποιείται. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις για βιώσιμα κτίρια, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αφορούν στην ολοκληρωμένη αναβάθμισή τους, όπως φυσικά είναι η ενεργειακή αναβάθμιση αλλά περιλαμβάνονται και άλλες, όπως ο στατικός έλεγχος, η αντισεισμική ενίσχυση, η πυρασφάλεια, για να ενισχύεται συνολικά η ανθεκτικότητα τους σε ακραία φαινόμενα. Κάτι τέτοιο στη χώρα μας δε συμβαίνει.
Η χάραξη βιώσιμων πολιτικών σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο θα πρέπει να αλλάξει φιλοσοφία. Στόχος είναι η βιωσιμότητα να αποτελεί επιδίωξη των πολλών, στους χώρους που ζουν, και όχι προνόμιο των λίγων.
Πόλεις στην Ευρώπη καινοτομούν με πλήρη αναστροφή ξεπερασμένων αντιλήψεων που έχουν σαν βάση τους τη δημιουργία εντυπώσεων.
Στο Άμστερνταμ για παράδειγμα, η πόλη επανασχεδιάζεται. Η στρεβλή πεποίθηση πως «καταναλώνω όση ενέργεια θέλω αρκεί να είναι πράσινη» αντικαθίσταται από την αρχή «πράσινο σημαίνει λιγότερο» (“green is less”). Έτσι, ο σχεδιασμός της πόλης τοποθετεί την προστασία του περιβάλλοντος πάνω από την «ανάπτυξη με βάση το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)». Η επαναχρησιμοποίηση κτιρίων και η κυκλική οικονομία είναι στο επίκεντρο, ενώ αυξάνονται οι περιορισμοί σε δραστηριότητες που πιέζουν τα περιβαλλοντικά όρια. Για το Άμστερνταμ, η φιλοσοφία αυτή ενισχύει την κοινωνική συνοχή και δημιουργεί νέες ευκαιρίες δίκαιης ανάπτυξης.
Στη Βιέννη, οι πολιτικές του Δήμου προβλέπουν κίνητρα προσθήκης έως δύο ορόφων για την συνολική αναβάθμιση κτιρίων στο ιστορικό κέντρο. Μάλιστα, η πόλη αναλαμβάνει τη δανειοδότηση των έργων, εφόσον ένα μέρος των παραγόμενων διαμερισμάτων διατίθεται στη συνέχεια για μεγάλο χρονικό διάστημα με χαμηλό ενοίκιο ως κοινωνική κατοικία. Σήμερα, τα πλέον περιζήτητα λοφτ στη Βιέννη βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές των αναβαθμισμένων κτιρίων.
Μπορούν να προχωρήσουν αντίστοιχες δράσεις αλλαγής παραδείγματος και στην χώρα μας; Να προχωρήσουμε δηλαδή από τις δράσεις βιτρίνας σε πολιτικές πραγματικής βιωσιμότητας για όλους.
Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής ΕΜΠ
Αναδημοσίευση από ΤΑ ΝΕΑ Σαββατοκύριακο, 18/2/2023