Από την απολιγνιτοποίηση στην αποδέσμευση από την τιμή του φυσικού αεριού

Η προσπάθεια διατήρησης του φυσικού αερίου ως κυρίαρχου μεταβατικού καυσίμου ωθεί στην αποδέσμευση από την τιμή του μέσα στη λειτουργία της αγοράς. Ως αποτέλεσμα η αγορά ενέργειας γίνεται ακόμα πιο πολύπλοκη χωρίς να εξατμίζει την τιμολογιακή αβεβαιότητα σε επίπεδο καταναλωτή. Δυστυχώς δεν είναι ένα κακό όνειρο οι ακραίες τιμές στην ενέργεια ούτε αποτελούν αποτέλεσμα κυβερνητικής πολιτικής. H υψηλή τιμή του φυσικού αερίου και η πλήρης συσχέτιση του με την τιμή εκκαθάρισης αγοράς (MCP) φέρνει στο προσκήνιο την πρόταση του διαχωρισμού της χονδρεμπορικής αγοράς. Η συγκεκριμένη πρόταση θέλει την αγορά να λειτουργεί ξεχωριστά για μονάδες παραγωγής ενέργειας ΑΠΕ που έχουν μακροχρόνια συμβόλαια με σταθερή τιμή αποζημίωσης και για μονάδες φυσικού αερίου που θα αμείβονται με βάση το οριακό κόστος καυσίμου από την spot αγορά.

Αν και η πολιτεία προσπαθεί με κάθε εφικτό μέσο να διατηρήσει τις αναγκαίες ισορροπίες, η αντίληψη του επιχειρείν δυσκολεύει την εξίσωση. Το νέο ενεργειακό οικοδόμημα αντί να χαίρει ουσιαστικής και έμπρακτης στήριξης, υπονομεύεται με τα αλόγιστα κέρδη στην χονδρεμπορική αγορά, τα οποία προκύπτουν από την αμφισβήτηση της αξιοπιστίας του ανταγωνισμού. Θα έπρεπε, θεωρητικά τουλάχιστον, τα υπερκέρδη αυτά να διαχέονται προς όφελος των καταναλωτών, χωρίς την παρέμβαση της αρμόδιας αρχής. Προφανώς αυτό το σκηνικό δεν βοηθάει την πολιτεία να διαχειριστεί την "Καυτή πατάτα".

 

Η άμεση φορολόγηση των υπερκερδών από την πολιτεία και τα πλαφόν στην χονδρεμπορική αγορά αντιμετωπίζονται ως όχληση από τους συμμετέχοντες. Είναι άραγε δικαιολογημένη η αντίδρασή τους αν αναλογιστούμε τις αρχικές υποσχέσεις των συμμετεχόντων και το βαθμό στον οποίο αυτές εκπληρώθηκαν; ‘Έχει γίνει η Ελληνική κοινωνία αποδέκτης των προνομίων από την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας;

Στόχος δεν είναι ο αφορισμός της αγοράς αλλά ο εξορθολογισμός της, ώστε να υπηρετεί την ομαλότητα. Είναι βολικό να ενοχοποιούμε κάθε φορά για τις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας έναν εξωγενή παράγοντα και την ίδια στιγμή να επιβαρύνεται διαρκώς το κρατικό ταμείο και ο πληθωρισμός της χώρας, δημιουργώντας αναπόφευκτα μια αλυσίδα ανατιμήσεων και επενδυτικών αναστολών. Η ενέργεια είναι βασικός ρυθμιστής της ανάπτυξης και δεν επιδέχεται συμβιβασμό ή στωική αποδοχή.

H πεισματική στάση να διατηρήσουμε ως ευρωπαϊκή πλέον επιλογή ένα ανισόπλευρο ενεργειακό μοντέλο επιδοτώντας κάθε φορά τους καταναλωτές για τις συνέπειες της ολικής ιδιωτικοποίησης της ενεργειακής αγοράς, λειτουργεί ως τροχοπέδη σε κάθε απόπειρα ρυθμιστικής αλλαγής. Η επιδοματική πολιτική, όσο αναλγητική κι αν είναι, δεν μπορεί να αντισταθμίσει τις καθημερινές ανάγκες γεννώντας τόσο στην κοινωνία όσο και στις επιχειρήσεις αισθήματα ανασφάλειας και απογοήτευσης.

Το γεγονός ότι το κοινωνικό αγαθό της ενέργειας σχετίζεται πλέον με τη βιωσιμότητα μιας εταιρείας κοινής ωφέλειας δημιουργεί την ανάγκη τα νέα ενεργειακά επιχειρηματικά μοντέλα να βρίσκονται σε μικρότερο κίνδυνο. Είναι γνωστό ότι στην αγορά ενέργειας συμμετέχουν οι ίδιες νομικές οντότητες από την παραγωγή μέχρι την διανομή της. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σχήμα αυτό μεταβάλλει τη νομοθετική λογική προς την κατεύθυνση της επενδυτικής προστασίας. Τίθεται όμως το ερώτημα, αν δεν υπάρχει κερδοφορία στις επιχειρήσεις πρέπει γραμμικά να αυξάνεται η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος; Ή θα επεμβαίνει διαχρονικά η πολιτεία να καλύψει εκ των υστέρων τις αποκλίσεις;

Τα κοινωνικά αγαθά δεν μπορούν να αποτελούν μέσο συναλλαγής και να εισάγονται ανεπιφύλακτα στις χρηματιστηριακές διαπραγματεύσεις. Μέσα σε μια τέτοια πραγματικότητα ο συγκερασμός επενδυτικών στόχων και κοινωνικών αναγκών είναι ένας ακόμα αστικός μύθος.

Ζαχαρόπουλος Φώτης Μέλος ΔΣ ΔΑΠΕΕΠ ΑΕ Εκπρόσωπος Εργαζομένων

1