Τι έκανε σωστά και τι λάθος η Γερμανία στην ενεργειακή της πολιτική - Γιατί η Energiewende εξακολουθεί να είναι η σωστή επιλογή
Διαβάζοντας τον Τύπο ή τα σχόλια αυτές τις μέρες στα γαλλικά ή τα αγγλικά, ο τόνος για τη γερμανική ενεργειακή πολιτική είναι ένα μείγμα αυταρέσκειας (του είδους "schadenfreude") ή περιφρόνησης. Η Γερμανία ήταν αφελής (που εμπιστεύτηκε τον Πούτιν), μερκαντιλιστική/διεφθαρμένη (η ελίτ της πωλεί την ψυχή της για το "φθηνό αέριο" που επιθυμεί η βιομηχανία) ή άναυδη μπροστά στη διεφθαρμένη ιδεολογία των "κομμουνιστών πράσινων" (που έκλεισαν τα πυρηνικά και προωθούν τις άχρηστες ΑΠΕ).
Αυτό που είναι ξεκάθαρο από την τωρινή κατάσταση, όπου η Ρωσία σκόπιμα μειώνει τις ποσότητες αερίου προς την Ευρώπη, είναι ότι η Γερμανία πλήττεται σκληρά και θα επιβληθούν δύσκολες επιλογές στη βιομηχανία και τον πληθυσμό της φέτος, άρα πόση από την παραπάνω κριτική στέκει;
Ας αρχίσουμε με τα πράγματα που έκανε λάθος η Γερμανία:
1. Το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών πρώιμα ήταν λάθος - αλλά όχι τόσο λόγω της εξάρτησης που δημιουργεί από το ρωσικό αέριο ή για ιδεολογικούς λόγους. Όχι, το επιχείρημα εδώ είναι ότι τα πυρηνικά έπρεπε να είχαν κλείσει μετά το κλείσιμο των βρόμικων και ρυπογόνων λιγνιτικών μονάδων (πολλές στην Αν. Γερμανία).
Και οι δύο παρέχουν ισχύ βάσης και τα λιγνιτικά θα έπρεπε να είχαν αντιμετωπιστεί ως το μεγαλύτερο πρόβλημα σε σχέση με τα πυρηνικά. Όμως, η τάση της Energiewende ήταν να κλείσουν και τα δύο και πράγματι οι λιγνιτικές μονάδες (ήδη η παραγωγή τους έχει μειωθεί κατά 30% τα τελευταία 20 χρόνια) θα κλείσουν εν τέλει μέσα σε 10 χρόνια μετά από τα πυρηνικά. Θα ήταν έξυπνο αν το είχαν κάνει αντίστροφα, όμως οι εγχώριες πολιτικές (που δεν ωθούν μονάχα οι Πράσινοι, άλλωστε δεν ήταν στην εξουσία όταν ελήφθησαν οι αποφάσεις) κατέληξαν εκεί.
2. Ότι επέτρεψε στη Gazprom να κατέχει εγχώριες αποθήκες αερίου και να επιλέγει πόσο θα τις γεμίσει ήταν τρομερά ανεύθυνο. Αντίστοιχα, ότι άφησε το μερίδιο του ρωσικού αερίου να ανέβει πάνω από το 30%, πόσο μάλλον στο 50%, ήταν τουλάχιστον αφελές. Όταν εισάγεις το μεγαλύτερο μέρος ενός κρίσιμου εμπορεύματος είναι λογικό α) να διαφοροποιείς τους προμηθευτές και β) να αναπτύσσεις και να ελέγχεις την αποθήκευση για να αντιμετωπίσεις διαταραχές, είτε φυσικές, είτε γεωπολιτικές.
Η παλιά Ruhrgas το γνώριζε αυτό, όμως στην απελευθερωμένη αγορά των 2000 και μετά την πολλαπλή αναδιάρθρωση στον κλάδο του γερμανικού ηλεκτρισμού, φαίνεται πως ξεχάστηκε (δεν είμαι καν σίγουρος σε ποιον ανήκει η πρώην Ruhrgas σήμερα). Η Ε.Ε. επιβάλει ρήτρες ιδιοκτησίας στις αεροπορικές και θα έλεγε κανείς ότι η αποθήκευση αερίου είναι τουλάχιστον "στρατηγική" - και ακόμη και αν επιτρέψεις μια ιδιωτική εταιρεία να ελέγχει αυτές τις υποδομές, θα ήταν εύκολο για τον ρυθμιστή να επιβάλει ελάχιστες απαιτήσεις πλήρωσης σε όλους τους παίκτες. Αυτή είναι μια αποτυχία της πολιτικής, όμως είναι ευρωπαϊκή, όχι μόνο γερμανική.
3. Ο ακρωτηριασμός του κλάδου υπεράκτιων αιολικών το 2012-15 λόγω της έκρηξης των φωτοβολταϊκών στοίχισε υπερβολικά στους Γερμανούς φορολογούμενους και ήταν μια ανόητη αυτο-πληγή. Η γρήγορη αύξηση 4 λεπτών/KWh στις ήδη ακριβές τιμές λιανικής για να πληρωθούν οι ταρίφες των φ/β έγινε πολιτικό θέμα - κυρίως από το φιλελεύθερο FDP. Αυτό κατέστησε τη σχετικά υψηλή ταρίφα που προσφερόταν στην τότε σχεδόν ανύπαρκτη και δίχως κόστος υπεράκτια βιομηχανία, της τάξης των 150 ευρώ/MWh, ένα βολικό αν και άσχετο πολιτικό στόχο.
Ταυτόχρονα, οι δυσκολίες του διαχειριστή ηλεκτρισμού να κατασκευάσει τις συνδέσεις για τα πρώτα υπεράκτια έργα έκανε την κυβέρνηση να παρέμβει για να αλλάξει τους κανόνες σύνδεσης νέων έργων: Αντί τα έργα να έχουν αυτόματο δικαίωμα μόλις αδειοδοτηθούν και χρηματοδοτηθούν, η κυβέρνηση θα αποφάσιζε ποιες ζώνες θα κατασκευαστούν και με ποια σειρά. Αυτή ήταν μια σημαντική αλλαγή για τις εταιρείες (που έχασαν τα χρονοδιαγράμματα των έργων τους και έτσι πιθανώς είδαν την αξία τους να μειώνεται σημαντικά), όμως θα μπορούσε κανείς να την υπερασπιστεί (με αποζημίωση για έργα που καθυστερούν) ως μέσο εξασφάλισης μιας τακτικής ανάπτυξης του κλάδου και αποφυγής των οδυνηρών σκαμπανεβασμάτων των πρώτων ετών.
Όμως μετά η κυβέρνηση ουσιαστικά αποφάσισε (λόγω της πολιτικής καταιγίδας για τις ταρίφες) να μην επιτρέψει νέες ζώνες να συνδεθούν (θέτοντας στόχο συνδέσεων πολύ κάτων από αυτά που είχαν ήδη υλοποιηθεί ή ήταν έτοιμα προς κατασκευή), υπονομεύοντας τον κλάδο όταν ακριβώς ξεκινούσε. Το σύστημα με τις ταρίφες επίσης άλλαξε προς τις δημοπρασίες, όμως με μια μακρά μεταβατική περίοδο. Αρκετά χρόνια χάθηκαν δίχως σχεδόν καμία υλοποίηση να γίνεται στη θάλασσα της Γερμανίας από το 2017.
Τώρα όλοι αναγνωρίζουν ότι τα υπεράκτια αιολικά είναι ο καλύτερος τρόπος για φθηνή και μεγάλης κλίμακας παραγωγή ΑΠΕ, όμως ήταν ήδη εμφανές στους επενδυτές τότε και η κυβέρνηση άσκοπα ανέβαλλε πολλά γιγαβάτ παραγωγής με υψηλούς βαθμούς ισχύος (τα υπεράκτια στη Βόρεια Θάλασσα έχουν κατά μέσο όρο 50%) που θα μπορούσαν να λειτουργούν σήμερα.
4. Η μη χρήση ταρίφας (ή ισοδύναμου μηχανισμού Cfd). Οι γερμανικές ταρίφες λειτουργούν στην πραγματικότητα ως ελάχιστο όριο (π.χ. αν οι τιμές αυξάνονται, οι παραγωγοί κρατάνε τη διαφορά), παρά ως ρυθμιζόμενη τιμή, πράγμα που σημαίνει ότι όταν οι ΑΠΕ στοιχίζουν λιγότερο από την τιμή αγοράς, τότε οι καταναλωτές δεν επωφελούνται από την αντασφάλιση τιμής που θα πρόσφερε ένας πραγματικός μηχανισμός ρυθμιζόμενης τιμής. Άλλες χώρες, όπως η Βρετανία και η Γαλλία πέτυχαν αυτό το μηχανισμό και τώρα επωφελούνται από μεγαλύτερη προστασία από τις υψηλές τιμές σε σχέση με τη Γερμανία.
Αυτό το λάθος φαίνεται πως θα επαναληφθεί στο σχεδιασμό των νέων διαγωνισμών για υπεράκτια αιολικά, οι οποίοι θα οδηγούν στις λεγόμενες "μηδενικές προσφορές" και τα εμπορικά έργα θα είναι ως αποτέλεσμα πιο ακριβά δίχως να προσφέρουν αντασφάλιση στους καταναλωτές (παρά μόνο σε αυτούς της υψηλής τεχνολογίας).
Από την άλλη, υπάρχουν και πολλά πράγματα που η Γερμανία έκανε σωστά και δεν της αναγνωρίζονται:
1. Η Energiewende συμβαίνει πραγματικά, τουλάχιστον στον ηλεκτρισμό. Το μερίδιο των ΑΠΕ έφτασε από σχεδόν μηδέν το 2000 σε 40-50% του συνόλου (αναλόγως πως προσμετράται η βιομάζα και τα απορρίμματα):
Αν και τα πυρηνικά έχουν μειωθεί (-80% το 2022 σε σχέση με τις αρχές του 2000), είναι αξιοσημείωτο ότι η χρήση άνθρακα επίσης μειώθηκε: -30% για το λιγνίτη (παρά την παραπάνω επιλογή να κλείσουν πρώτα τα πυρηνικά) και -60% για το λιθάνθρακα. Υπάρχουν κάποια θετικά στις γενικές τάσεις και τα εκμεταλλεύονται για να πουν ότι "βλέπετε; η Γερμανία καίει περισσότερο άνθρακα λόγω της ανόητης ενεργειακής πολιτικής", όμως πάντα υπήρξαν πρόσκαιρες και σχετίζονται με έτη χαμηλού ανέμου (όπως το 2010, 2016 και 2021).
Σε απόλυτους όρους, είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτο ότι με την παραγωγή μέσω άνθρακα μειωμένη από τις 270 TWh το 2001 σε 153 TWh το 2021 (-44%), η συνολική παραγωγή παραμένει ίδια. Η παραγωγή με αέριο υπήρξε πιο ευμετάβλητη, όμως παρέμεινε σε αυτή την περίοδο στο 10-15%.
Έτσι, η μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ΑΠΕ προχωρά για τα καλά. Ακόμα πιο σημαντικό, η κίνηση από το 0% στο 40% έγινε όταν οι ΑΠΕ ήταν ακριβότερες και χρειάζονταν μεγαλύτερη στήριξη, εν μέσω αντίστασης από τις εταιρείες ηλεκτρισμού, των οποίων η δραστηριότητα απειλούνταν από τους νέους παίκτες. Τώρα που οι ΑΠΕ είναι φθηνότερες από τις εναλλακτικές και πλήρως αναγνωρισμένες αφότου οι εταιρείες υποβάθμισαν τις παραδοασικές τους μονάδες, και ακόμα και από τις πετρελαϊκές, η υπόλοιπη μετάβαση θα είναι ακόμη ευκολότερη - το μόνο φρένο σήμερα είναι η έλλειψη αδειοδοτήσεων και οι στενωποί στο δίκτυο.
Η τωρινή κρίση δεν μπορεί να λυθεί άμεσα από τις ΑΠΕ, όμως θα ήταν πολύ χειρότερη δίχως εκείνες και με μερικά ακόμη χρόνια ανάπτυξης, ξένες δυνάμεις όπως η Ρωσία δεν θα μπορούν να επηρεάσουν πια τον κλάδο του ηλεκτρισμού.
2. Το κόστος της Energiewende επίσης παρεξηγείται και υπερβάλλεται - και ο κόσμος ξεχνάει όλα για τα οποία πλήρωσε.
Η λιανική τιμή ρεύματος είναι ακριβή στη Γερμανία, όμως μόνο το ένα πέμπτο (6,8 λεπτά) προέρχονται από το τέλος ΑΠΕ που πληρώνει εδώ και χρόνια για τις ταρίφες. Επίσης, πρέπει να θυμόμαστε τρία πράγματα για αυτό τον αριθμό:
- Είναι ένα ενδεικτικό κόστος (δεν αντανακλά το γεγονός ότι λαμβάνεις ρεύμα για αυτό, που αλλιώς θα αγοραζόταν στην κυρίαρχη τιμή) και εφαρμόζεται μόνο στους καταναλωτές της λιανικής (η βιομηχανία εξαιρείται).
- Υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία για το γεγονός ότι η είσοδος των ΑΠΕ στο σύστημα μειώνει την τιμή χονδρικής σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι το τέλος ΑΠΕ αυξάνει τις τιμές λιανικής (π.χ. οι τιμές που πληρώνουν οι εταιρείες μειώθηκε, το τέλος πληρώθηκε στην πράξη από τα χαμηλότερα έσοδα των κυρίαρχων ηλεκτροπαραγωγών, κάτι που εξηγεί τη συνεχιζόμενη εχρθότητα αυτών των εταιρειών προς τις ΑΠΕ) και
- Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού προέρχεται από την έκρηξη των φωτοβολταϊκών το 2009-2011που σχετίζεται με τις τότε υψηλές ταρίφες.
Τα 25 γιγαβάτ φωτοβολταϊκών που εγκαταστάθηκαν το 2009-2012 παράγουν γύρω στις 25 TWh ετησίως και στοιχίζουν περίπου 10 δισ. ευρώ ετησίως (για 20 χρόνια), δηλαδή πάνω από το μισό από το τέλος ΑΠΕ σε συνεχή βάση. Το κόστος αυτό, μαζί με το ελαφρώς μειωμένο κόστος που ανέλαβαν οι Ιταλοί και Γάλλοι φορολογούμενοι για τις δικές τους εκρήξεις φ/β, είναι που έκανε εφικτή την έντονη μείωση του κόστους των φ/β εκείνη την περίοδο - κάτι που ωφελεί όλο τον πλανήτη. Οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι φορολογούμενοι επιδοτούν τα φθηνά φ/β ανά τον πλανήτη. Τα 20 δισ. ευρώ σε ετήσιες πληρωμές είναι η συμβολή της Ευρώπης και ιδίως της Γερμανίας στην ενεργειακή μετάβαση διεθνώς και όλες οι χώρες που πλέον μπορούν να εγκαθιστούν πολύ φθηνά φ/β θα πρέπει να θυμούνται ότι είναι εφικτό επειδή οι Ευρωπαίοι προκατέβαλλαν την επένδυση πριν από 15 χρόνια και ακόμη την πληρώνουν.
Το ίδιο συνέβη στα αιολικά, τα οποία ήταν φθηνότερα αρχικά, αλλά επίσης μείωσαν το κόστος τους και για τα υπεράκτια αιολικά έγινε μια θεαματική πτώση ώστε να γίνουν πλήρως ανταγωνιστικά (σε τέτοιο βαθμό που πλέον τα υιοθετούν και οι πετρελαϊκές).
Η προθυμία των Γερμανών και ορισμένων άλλων Ευρωπαίων να πληρώσουν για τα πρώτα ακριβά έργα ώστε να αναπτυχθεί ο κλάδος και να μειωθεί το κόστος, πρέπει να χαιρετιστεί διότι όλοι οι άνθρωποι στον πλανήτη σήμερα επωφελούνται επειδή οι Ευρωπαίοι πλήρωσαν.
Επιπλέον, το κόστος μπορεί να μην ήταν τόσο υψηλό εν τέλει, καθώς μπήκαμε σε μια κρίση που πυροδότησε υψηλές ενεργειακές τιμές, αλλά δίχως υψηλότερο κόστος για την ανανεώσιμη παραγωγή. Το στοίχημα για σταθερές μακροπρόθεσμες ταρίφες ξαφνικά μοιάζει πιο ελκυστικό, έστω και αν λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένα κόστη, όταν οι τιμές χονδρικής είναι στα 500 ευρώ/MWh και φαίνεται πως θα παραμείνουν εκεί.
Πλέον διαβάζουμε αναφορές από τη Γαλλία ότι το τέλος ΑΠΕ θα μετατραπεί σε μεγάλο εισόδημα για τον προϋπολογισμό από την κυβέρνηση, με τον ρυθμιστή να εκτιμά έσοδα 9 δισ. ευρώ για το 2022-23, δηλαδή το 20% αυτών που πληρώθηκαν τα τελευταία 15 χρόνια για έργα ΑΠΕ - και υπολογίζεται με βάση παραδοχές για τιμή στα 170 ευρώ/MWh για το 2022 και 230 για το 2023, δηλαδή πολύ χαμηλότερα από τις σημερινές τιμές. Σε χώρες με σταθερές τιμές, το όφελος περνάει κατευθείαν στους καταναλωτές, παρά στους παραγωγούς, αλλά ακόμα και στη Γερμανία τα χρήματα από αυτή την παραγωγή παραμένουν εντός της χώρας και δεν κατευθύνονται σε ξένους.
Με άλλα λόγια, το δυσκολότερο και πιο ακριβό τμήμα της μετάβασης έχει γίνει ήδη: Ξέρουμε πως να έχουμε συστήματα ηλεκτρισμού με ΑΠΕ, μπορούμε να εγκαταστήσουμε αυτή την παραγωγή φθηνά και ξέρουμε πως α) να συνεχίσουμε να απανθρακοποιούμε το ενεργειακό σύστημα μειώνοντας στο ελάχιστο τα ορυκτά καύσιμα και β) να αρχίσουμε να απανθρακοποιούμε άλλους τομείς εξηλεκτρίζοντάς τους (ηλεκτρικά οχήματα, πράσινο υδρογόνο, χάλυβας κτλ). Αυτό που χρειάζεται ο κλάδος δεν είναι τα χρήματα, αλλά οι άδειες και η ρυθμιστική βεβαιότητα.
Σε αυτό το πλάισιο, υπάρχουν ορισμένα επιχειρήματα κατά της Γερμανίας που πρέπει να τα δούμε αλλιώς:
1. Η Γερμανία δεν πούλησε την ψυχή της για "φθηνό ρωσικό αέριο". Επί μακρόν, η Γερμανία (όπως και η Γαλλία και η Ιταλία) αγόραζαν ρωσικό αέριο με μακροπρόθεσμα συμβόλαια και τιμές που συνδέονταν με το πετρέλαιο. Τα συμβόλαια αυτά επαναδιαπραγματεύτηκαν από τη δεκαετία του 1980 ως συμφωνίες κρατών (ακόμα και όταν τις υπέγραφαν ιδιωτικές εταιρείες στη Δύση) και έτσι αντιμετωπίζονταν από όλους - η όποια παραβίαση θα αντιμετωπιζόταν ως σοβαρό διμερές ζήτημα ανάμεσα στις δύο χώρες και θα αφορούσε τις πολιτικές ηγεσίες.
Επέτρεψαν την κατασκευή των αγωγών που ένωσαν παραγωγούς και καταναλωτές. Ως εμπορικά συμβόλαια μονάχα εν μέρει, οι τιμές συνέχισαν να είναι υψηλότερες από τις φυσικές τιμές (όμως η αγορά στο παρελθόν δεν είναι αναπτυχθεί επαρκώς). Η Γαλλία και σε μικρότερο βαθμό η Γερμανία, επίσης έθεσαν απαιτήσεις αποθήκευσης αερίου στο σύστημα και αυτό είχε κόστος.
Ήταν λογικό να ασχοληθούν οι υψηλόβαθμοι πολιτικοί με τις διαπραγματεύσεις - ή αργότερα να συμμετέχουν στα διοικητικά συμβούλια των ομίλων. Παρόλο που ο Σρέντερ επικρίνεται για τη συμπεριφορά του από την αρχή του πολέμου (και πράγματι δέχτηκε μεγάλη κριτική στη Γερμανία), ήταν λογικό κάποιος σαν αυτόν να ασχοληθεί με τους αγωγούς Nord Stream για να υπογραμμίσει την πολιτική πτυχή της σχέσης αυτής.
Όμως, από τα 1990 και έπειτα και το άνοιγμα των ενεργειακών αγορών, η Κομισιόν (εμπνευσμένη από την αμερικανική και αγγλική οικονομική σκέψη που αναπτύχθηκε σε καιρούς υψηλής εγχώριας παραγωγής) προσπάθησε να προωθήσει τις πανευρωπαϊκές αγορές και πολέμησε τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια ως μη ανταγωνιστικά. Οι υφιστάμενες ρήτρες που παρεμπόδιζαν την επαναπώληση του αερίου από τους δυτικούς αγοραστές υποχρεώθηκαν να διακοπούν και οι αγοραστές ενθαρρύνθηκαν να χρησιμοποιούν τις φυσικές αγορές, οι οποίες ήταν φθηνότερες σε καιρούς αφθονίας.
Η Ρωσία δεν είδε με καλό μάτι αυτές τις κινήσεις και τις πολέμησε διαρκώς, όμως υποτάχθηκε στο αναπόφευκτο και άρχισε να πωλεί ποσότητες στη φυσική αγορά - και να δραστηριοποιείται στο downstream, αγοράζοντας αποθηκευτική δυναμικότητα και υποδομές διανομής. Έτσι, η Γερμανία άρχισε να αγοράζει όλο και περισσότερο ρωσικό αέριο στη φυσική αγορά παρά με μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Η τιμή ήταν "ανταγωνιστική", δηλαδή όχι απαραίτητα φθηνή, αλλά με βάση την αγορά και σχετιζόταν με δείκτες όπως το TTF. Έτσι, η γερμανική βιομηχανία επωφελήθηκε από τις τιμές αγοράς για την ενέργεια, όπως και η υπόλοιπη Ευρώπη, και όχι από το "φθηνό αέριο".
Είναι αυτές οι φυσικές ποσότητες που η Gazprom ξεκίνησε να μειώνι το 2021 διότι δεν θα πλήρωνε πολιτικό κόστος για τη συμπεριφορά της - δεν καταστρατηγούσε συμβόλαια και όλα αυτά ήταν απλά μια εμπορική (αν και επιθετική) συμπεριφορά. Έτσι η επίθεση της Gazprom στις ευρωπαϊκές προμήθειες αερίου έγινε πρώτα στα τμήματα της αγοράς που δεν προστατεύονταν από τους (υποτίθεται διεφθαρμένους) πολιτικούς και τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Για αυτό δεν ευθύνεται ο Σρέντερ ή άλλοι παλιοί πολιτικοί, αλλά η Ε.Ε. και η Γερμανία που ήταν αφελείς στην ενέργεια και την αντιμετώπισαν ως οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα και όχι ως στρατηγικό αγαθό.
Ήταν εφικτό να είσαι σημαντικός εισαγωγέας σοβιετικού και έπειτα ρωσικού αερίου λαμβάνοντας επαρκείς στρατηγικές προφυλάξεις για να εξασφαλίσεις ότι δεν θα μεταφραζόταν σε περιττή εξάρτηση. Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής κατάφεραν να μειώσουν την εξάρτησή τους σταδιακά μέσω στρατηγικών (και όχι απαραίτητα φθηνών) αποφάσεων και η Γερμανία έπρεπε να πράξει το ίδιο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι έπρεπε να διακόψει εντελώς το ρωσικό αέριο - ιδίως χωρίς τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που είχαν πολιτική προστασία.
Η ενέργεια είναι ένα εμπόρευμα με πολύ περιορισμένη ελαστικότητα βραχυπρόθεσμα και έτσι χρειάζονται πολύ μεγάλες αυξήσεις τιμής για να επανισορροπήσει η αγορά, ιδίως όταν έχεις ένα σοκ αρνητικής προμήθειας. Αυτό θα έπρεπε να είναι εμφανές από τις πολλαπλές κρίσεις που έχουμε περάσει τα τελευταία 50 χρόνια, όμως οι πολιτικοί εξακολουθούν να προβάλλουν το ευαγγέλιο των "αγορών" στην ενέργεια ενώ δεν μπορούν να ανεχθούν τις αυξήσεις που συνεπάγονται (περιστασιακά) και έπειτα ψάχνουν για αποδιοπομπαίους τράγους παρά εξηγούν τις ιδεολογικές αποφάσεις τους, ενώ επιβάλλουν μέτρα που παραμορφώνουν τις αγορές (πλαφόν κτλ.)
2. Τα πυρηνικά δεν πρόκειται να βοηθήσουν ιδιαίτερα. Γίνεται πολύς λόγος για την απόφαση της Γερμανίας να κλείσει τους αντιδραστήρες της. Αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι η πυρηνική παραγωγή της Γαλλίας έχει μεθιωθεί φέτος περισσότερο από ότι της Γερμανίας (δίχως να έχει αντικατασταθεί από ΑΠΕ), το επιχείρημα είναι συνήθως ότι κάθε κιλοβατώρα που παράγουν τα πυρηνικά θα έπρεπε να είναι μια λιγότερο κιλοβατώρα από μιονάδες αερίου. Η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη, καθώς τα πυηρηνικά είναι εν πολλοίς μονάδες που "πρέπει" να λειτουργήσουν ως μονάδες βάσης με περιορισμένη ευελιξία. Το αέριο αντιθέτως, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο μαζί με τα υδροηλεκτρικά και το λιθάνθρακα στη Γερμανία ως ευέλικτη παραγωγή για να καλύπτει τα κενά μεταξύ των "απαραίτητων μονάδων" και της ζήτησης. Περισσότερα πυρηνικά θα οδηγούσαν κυρίως σε περισσότερες εξαγωγές και το αέριο θα εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση του συστήματος. Ο Γερμανός υπουργός ενέργειας σημείωσε ότι η επέκταση των πυρηνικών σταθμών θα εξοικονομούσε 2% της κατανάλωσης αερίου, δηλαδή λιγότερο από 10% του αερίου που καταναλώνεται για ηλεκτροπαραγωγή.
Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ο όγκος αερίου που καταναλώνεται στο γερμανικό σύστημα μεταβλήθηκε πολύ λίγο τα τελευταία 20 χρόνια και παρέμεινε σε ένα εύρος 10-15% της συνολικής παραγωγής παρά την τεράστια μετάβαση (40% και συνεχίζει) από τους μεγάλους σταθμούς άνρθακα και πυρηνικών προς υποτίθεται ασταθείς ΑΠΕ. Καθώς οι σταθμοί λιθάνθρακα (επίσης πολύ ευέλικτοι) σε ακόμα εντονότερη πτώση, αυτό υποδεικνύει ότι η ανάγκη ευέλικτης παραγωγής (άρα αερίου) έχει μειωθεί στην πραγματικότητα όσο υποχωρούσαν τα πυρηνικά. Αυτό είναι ακόμα πιο αξιοθαύμαστο καθώς οι εξαγωγές φέτος κατευθύνονται όλο και περισσότερο από τις ανάγκες της Γαλλίας, οι οποίες αφορούν συμπληρωματική ισχύ για τις εξαντλημένες πυρηνικές μονάδες της, άρα ευέλικτη ισχύ, που προκαλεί πιο μεταβλητή ζήτηση για το γερμανικό σύστημα.
Άρα θα μείωναν την κατανάλωση αερίου περισσότερα πυρηνικά; Ίσως σε κάποιο βαθμό, όμως σίγουρα όχι ένα προς ένα. Άρα αυτή δεν είναι μια πολιτική απόφαση που έκανε σημαντική διαφορά. Στην πραγματικότητα, καθώς οι υπερασπιστές των πυρηνικών συνήθως υποδεικνύουν τη Γαλλία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η απόφαση της Γαλλίας να βάλει όλα τα αυγά στο ίδιο καλάθι την κατέστησε πιο ευάλωτη σήμερα, καθώς ανακαλύπτονται ελαττώματα και τα ακραία καιρικά φαινόμενα περιορίζουν τη χρήση των πυρηνικών, ενώ η μεγάλη τους ηλικία περιορίζει τη διαθεσιμότητα. Η πολιτική αυτή προκάλεσε μια μεγαλύτερη πτώση παραγωγής από ότι στο γερμανικό πυρηνικό στόλο και μια αντίστοιχη αύξηση της κατανάλωσης αερίου για ηλεκτροπαραγωγή στη Γαλλία και στις γειτονικές χώρες καθώς η Γαλλία πρέπει να εισάγει σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες.
3. Οι ΑΠΕ είναι μέρος της λύσης, όχι μέρος του προβλήματος. Η Γερμανία γελοιοποιείται, όπως είπαμε, για την υποτιθέμενη έμδασή της σε μια καταστροφική και μη αποδοτική ανάπτυξη των ΑΠΕ που "τα έστειλε όλα στα χέρια του Πούτιν". Δεν θα επαναλάβω τα επιχειρήματα ότι οι ΑΠΕ στην πραγματικότητα παρέχουν μια μεγάλη και συνεχώς αυξανόμενη μερίδα της γερμανικής και ευρωπαϊκής ηλεκτρικής ενέργειας και το κάνουν με ολοένα και μικρότερο κόστος. Είναι επίσης μια εν πολλοίς εγχώρια δραστηριότητα, που στηρίζεται στη γερμανική βιομηχανία και δημιουργεί περισσότερες θέσεις εργασίας από ότι οι εισαγωγές αερίου ή άλλων ορυκτών καυσίμων. Όπως δείχνουν οι αριθμοί των τελευταίων 20 ετών, οι ΑΠΕ δεν απαιτούν περισσότερες μεγαβατώρες αερίου για εξισορρόπηση του συστήματος (απαιτούν περισσότερη ισχύ, αλλά δεν είναι το ίδιο).
Έτσι, παρά τα όσα αναφέραμε στο πρώτο μέρος, η Γερμανία κάνει εν πολλοίς αυτό που πρέπει - τη στροφή προς καθαρή εγχώρια ανανεώσιμη ενέργεια και όχι ορυκτά καύσιμα. Το έκανε με τρόπο που το καθιστά εύκολο για τον υπόλοιπο πλανήτη να ακολουθήσει, επέτρεψε τη μείωση του κόστους για όλους, έστω και αν επωμίζεται μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους το τίμημα του πρώτου στοιχήματος σε μια νέα τεχνολογία.
Ήταν αφελής σχετικά με τη Ρωσία, όμως ειλικρινά ήταν ένα λογικό στοίχημα - η Ρωσία έλαβε μια ακατανόητη και παράλογη απόφαση να αυτοκαταστραφεί, και ακόμα και εν μέσω βραχυπρόθεσμου πόνου για τη Γερμανία και την Ευρώπη, θα είναι πολύ χειρότερα τα πράγματα για τη Ρωσία μακροπρόθεσμα. Όμως, μια λιγότερη αφέλεια σχετικά με τη Ρωσία θα είχε βοηθήσει μονάχα με τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις φέτος, όχι τις μακροπρόθεσμες, και για εκείνες η Energiewende είναι και θα συνεχίσει να είναι η σωστή επιλογή.
(του Jérôme à Paris)