Τι είναι ο πληθωρισμός; Είναι ο ρυθμός με τον οποίο μειώνεται η αξία του χρήματος και κατά συνέπεια η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Αυτό πυροδοτεί μια παρατεταμένη αύξηση των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης επηρεάζει το γενικό κόστος και την ποιότητα ζωής των πολιτών και, μεσομακροπρόθεσμα, οδηγεί σε επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης. Οι δύο βασικές αιτίες του πληθωρισμού είναι η ανισορροπία προσφοράς – ζήτησης και η αύξηση του κόστους παραγωγής (demand-pull inflation και cost-push inflation). Τόσο ο παροδικός όσο και ο πιο μόνιμος πληθωρισμός είναι πολυπαραγοντικά φαινόμενα με στοιχεία που άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται και άλλοτε αλληλοαναιρούνται. Τα γεγονότα των τελευταίων δύο ετών προσφέρονται για μια απόλυτα απτή επιβεβαίωση της θεωρίας από την πραγματικότητα.
Ο αρχικός γύρος του πληθωρισμού από την αρχή της πανδημίας μέχρι το τέλος του 2021 ήταν αποτέλεσμα της επίδρασης της COVID-19 σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πανδημία οδήγησε σε μείωση της ζήτησης για χιλιάδες προϊόντα, σε έκταση και διάρκεια που δεν είχαμε δει ποτέ εν καιρώ ειρήνης. Σε πολλές κατηγορίες προϊόντων και υπηρεσιών, η πτώση άγγιξε έως και το 90%. Η πανδημία διατάραξε, επίσης, την αλυσίδα εφοδιασμού, τις οδούς μεταφοράς και την παραγωγική διαδικασία τόσο για την παραγωγή πρώτων υλών όσο και για τα τελικά (finished) προϊόντα. Οταν η ζήτηση ανέκαμψε, η προσφορά ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί λόγω της προαναφερθείσας αποδιάρθρωσης, με αποτέλεσμα τον πληθωρισμό. Αυτός ο αρχικός πληθωρισμός θεωρήθηκε εφήμερος (παροδικός). Θεωρήθηκε ως αναγκαίο κακό μέχρι τη στιγμή που η παραγωγή, η διακίνηση προϊόντων και η κατανάλωση θα επανέρχονταν στην προηγούμενη ισορροπία.
Οι κεντρικές τράπεζες, ιδιαίτερα των δυτικών οικονομιών, συμπεριλαμβανομένης ασφαλώς και της ΕΚΤ, με μια σειρά μέτρων νομισματικής πολιτικής προσπάθησαν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας εφαρμόζοντας μια πολιτική μηδενικών επιτοκίων, σε συνδυασμό με ποσοτική χαλάρωση μέσω ενός εκτεταμένου προγράμματος αγοράς ομολόγων. Στόχος τους ήταν να προστατεύσουν τις οικονομίες τους από τις σοβαρές αναταραχές που προξένησε η πανδημία μετά τα διαδοχικά lockdowns και τη δραστική απώλεια εισοδημάτων και απασχόλησης. Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, σε έναν βαθμό, συνέβαλε στην άνοδο του πληθωρισμού επειδή παρείχε ρευστότητα χωρίς η παραγωγή να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη ζήτηση. Ταυτόχρονα όμως διασφάλισε τη συνοχή και τη βιωσιμότητα των κοινωνιών.
Βάσει των ανωτέρω, ο πληθωρισμός της COVID-19 θεωρήθηκε παροδικός. Δημιουργήθηκε από ένα πρόβλημα τεχνητής έλλειψης σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων. Η προσδοκία ήταν ότι ναι μεν η επαναλειτουργία των γραμμών παραγωγής, η συσσώρευση αποθεμάτων και η ομαλοποίηση των χρονοδιαγραμμάτων μεταφοράς θα απαιτούσαν κάποιον χρόνο προσαρμογής, αλλά τελικά η ισορροπία θα αποκαθίστατο σε παγκόσμιο, ηπειρωτικό και εθνικό επίπεδο.
Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών κάνουν την πορεία του πληθωρισμού πιο σύνθετη και απρόβλεπτη. Η αναδυόμενη ενεργειακή κρίση αλλάζει τα δεδομένα. Η αύξηση των τιμών της ενέργειας γίνεται ένας ανελαστικός και αντικειμενικός παράγοντας αύξησης του κόστους παραγωγής όλων των προϊόντων και υπηρεσιών, όπως και του κόστους για όλα τα είδη των ενδιάμεσων αγαθών. Τα νέα γίνονται ακόμη χειρότερα εάν αναλογιστούμε ότι δεν υπάρχει πολιτική ανάλογη με την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης που να μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά αυτού του είδους την αύξηση του πληθωρισμού. Και όταν τα εργαλεία της νομισματικής πολιτικής χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, τόσο οι πολίτες όσο και οι κυβερνήσεις χάνουν τον ύπνο τους.
Η ενεργειακή κρίση, λοιπόν, άλλαξε άρδην τα δεδομένα. Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να ανακόψει ή ακόμη και να αντιστρέψει τις πληθωριστικές τάσεις είναι η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας. Η εισβολή στην Ουκρανία, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, καθιστά άγνωστο τον χρονικό ορίζοντα της προοπτικής αυτής.
Στην οικονομία όμως, όπως και στη ζωή, υπάρχει ελπίδα. Εδώ υπάρχει μια ιδιόμορφη ελπίδα που, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάλυσης, φαντάζει ως το πικρό φάρμακο που είναι απαραίτητο για να μην επεκταθεί και αποκτήσει μακροχρόνια χαρακτηριστικά το φάντασμα του πληθωρισμού. Ενας υποφώσκων κίνδυνος σχετίζεται με την άμεση ενσωμάτωση του πληθωρισμού σε μόνιμες αυξήσεις μισθών. Στην περίπτωση αυτή, οι πληθωριστικές πιέσεις λόγω της ενεργειακής κρίσης θα μετατραπούν σε μόνιμες αυξήσεις του κόστους παραγωγής. Εν προκειμένω ελλοχεύει ο κίνδυνος οι τιμές να σταθεροποιηθούν σε υψηλότερο επίπεδο και σε μόνιμη βάση. Η εναλλακτική πρόταση είναι η άσκηση μιας γενναίας και συνεπούς επιδοματικής πολιτικής, η οποία σε μεγάλο βαθμό θα αίρει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού που προέρχονται από την ενεργειακή κρίση στον γενικό πληθυσμό και ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες ομάδες. Η πολιτική αυτή αφήνει μια χαραμάδα αισιοδοξίας ότι με την ύφεση της ενεργειακής κρίσης οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών θα επανέλθουν σε πιο φυσιολογικά επίπεδα. Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί, προφανώς οι αυξήσεις μισθών είναι μονόδρομος, μαζί με έναν πληθωρισμό που αποκτά μόνιμα χαρακτηριστικά.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει, επίσης, να διασφαλίσουν ότι ο παρατηρούμενος πληθωρισμός δεν θα υποδαυλίσει περαιτέρω πληθωριστικές προσδοκίες. Η παγίωση υψηλών πληθωριστικών προσδοκιών συντηρεί μια ανοδική τάση στις πραγματικές τιμές, που καθορίζεται από την προσδοκία πως «ό,τι αγοράσω σήμερα μπορεί αύριο να είναι ακριβότερο». Απτό παράδειγμα η αγορά ακινήτων και η κινητικότητα που παρατηρείται σ’ αυτήν τους τελευταίους μήνες.
Συνοπτικά, λοιπόν, αυτό που ξεκίνησε ως παροδικός πληθωρισμός αποκτάει μόνιμα χαρακτηριστικά λόγω της ενεργειακής κρίσης. Η κρίση στην Ουκρανία, η διάρκειά της και ο τρόπος με τον οποίον θα διευθετηθεί μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας θα καθορίσουν τόσο τη διάρκεια όσο και το μέγεθος των πληθωριστικών πιέσεων και των αυξήσεων των τιμών. Προς το παρόν το πρόσκαιρο υποχωρεί μπροστά στο μακροπρόθεσμο. Το μέγεθος των αυξήσεων και η διαφαινόμενη διάρκειά τους σηματοδοτούν το πέρασμα του πληθωριστικού Ρουβίκωνα.
* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.
(Καθημερινή)