Ενεργειακή κρίση ή ενεργειακός στρουθοκαμηλισμός;
Απέναντι σε μία σοβαρότατη διεθνή ενεργειακή κρίση βρίσκονται στην αυγή του 2022, εθνικές οικονομίες, επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με τη συζήτηση στη δημόσια σφαίρα να εξαντλείται στην καθημερινή πλέον εκτίναξη του κόστους ενέργειας, που σπάει το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, αλλά και στην αδυναμία προσδιορισμού ενός ορατού χρονικού σημείου αποκλιμάκωσης της κρίσης.
Κι όμως, η σημερινή ιδιαίτερα δυσχερής ενεργειακή πραγματικότητα δεν αποτελεί απόρροια κάποιου βιβλικού φυσικού φαινομένου ή μία αναπάντεχη και απρόβλεπτη εξέλιξη. Για την ακρίβεια, η παρούσα ενεργειακή κρίση ήταν σχεδόν νομοτελειακά βέβαιη, όπως βέβαιη θα παραμένει και η μακρά διάρκειά της, ή η επανεμφάνισή της στο άμεσο μέλλον, αν επιμείνουμε σε αδιέξοδες ενεργειακές πολιτικές, που εδώ και χρόνια έχουν πάψει να ευθυγραμμίζονται με τη νέα πραγματικότητα των ενεργειακών αγορών, αλλά και με τα δραματικά δεδομένα που θέτει πλέον η κλιματική κρίση.
Ασχέτως σε ποια πλευρά του τραπεζιού κάθεται ο παρατηρητής, είναι αδιαμφισβήτητο – τουλάχιστον στο πλαίσιο ενός ειλικρινούς διαλόγου - ότι η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας που βιώνουμε τους τελευταίους μήνες οφείλεται πρωτίστως σε γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα των χωρών που παράγουν ορυκτά καύσιμα. Αρκεί να θυμηθούμε ανάλογες ενεργειακές κρίσεις με τα ορυκτά καύσιμα στο παρελθόν, στις δεκαετίες του ’70, ’80 και ‘90.
Το πιο σοκαριστικό όμως είναι ότι με το επιχείρημα ότι το φυσικό αέριο παρουσιάζεται ως το μεταβατικό καύσιμο προς μία πράσινη οικονομία, επιχειρείται όχι μόνο να συγκαλυφθεί η ευθύνη της ενεργειακής κρίσης από τις χώρες που αποτελούν τις μεγάλες παραγωγούς ορυκτών καυσίμων, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργείται τεχνηέντως και μία στρεβλή εικόνα, ότι δήθεν η στροφή προς την πράσινη ενέργεια είναι εκείνη που τελικά πυροδοτεί την ενεργειακή κρίση.
Αν όμως δει κάποιος προσεχτικά τα δεδομένα στη χώρα μας, θα διαπιστώσει ότι οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αποκλιμακώνονται, κάθε φορά που αυξάνεται το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και βεβαίως των υδροηλεκτρικών σταθμών στο ενεργειακό μείγμα, με χαρακτηριστικότερο και πλέον πρόσφατο παράδειγμα αυτό της 14ης Δεκεμβρίου 2021, όπου η Ελλάδα είχε τη χαμηλότερη τιμή ανά Μεγαβατώρα στην ΕΕ, με το κόστος στη χονδρεμπορική αγορά να κινείται κάτω από 200 ευρώ (197,4 ευρώ/MWh με βάση τις τιμές του Energylive).Αντιθέτως, εκείνη την ημέρα εκτινάχθηκαν οι τιμές σε γειτονικές χώρες όπως η Ιταλία (309,7 ευρώ/MWh), η Ρουμανία (σχεδόν 260 ευρώ/MWh), η Σερβία (313,9 ευρώ/MWh), και η Βουλγαρία (228,6 ευρώ/MWh).
Η διαφορά με όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν ότι στις 14 Δεκεμβρίου είχε αυξηθεί σημαντικά στο ενεργειακό μείγμα της χώρας μας η συμμετοχή των υδροηλεκτρικών (16,5% από 3%) και των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (31,1%), και είχε περιοριστεί η συμμετοχή του φυσικού αερίου (35,6%), ενώ ο λιγνίτης συμμετείχε στο ενεργειακό μείγμα με μόλις 10,3%.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι είμαστε έτοιμοι να εξορίσουμε από το ενεργειακό μας μείγμα παντελώς τα ορυκτά καύσιμα, εδώ και τώρα (δυστυχώς).
Μπορούμε, όμως, αλλά και πρέπει σίγουρα, να μετατοπίσουμε την ενεργειακή μας πλάστιγγα από εκεί που γέρνει, με τον πιο στρεβλό τρόπο, σήμερα.
Πράγματι, πρόσφατη έρευνα του ΙΟΒΕ κατέδειξε ότι το 66,5% της ενέργειας που καταναλώνεται σήμερα στην Ελλάδα προέρχεται από εισαγωγές σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Όταν, λοιπόν, τα 2/3 της ενέργειας είναι εισαγόμενα, ο όρος ενεργειακή εξάρτηση είναι μάλλον ήπιος, και πιο ειλικρινές θα ήταν να μιλάμε για ενεργειακή – και τελικά εθνική – υποτέλεια. Είναι, μάλιστα, διπλή υποτέλεια: και στα ξένα γεωπολιτικά/οικονομικά συμφέροντα, και στα ρυπογόνα ορυκτά καύσιμα, αφού το 85% της ακαθάριστης διαθέσιμης ενέργειας στην Ελλάδα προέρχεται από πετρέλαιο, φυσικό αέριο και λιγνίτη. Ο λιγνίτης είναι βέβαια δικός μας, αλλά δυστυχώς, ως κακής ποιότητας, είναι ιδιαίτερα ρυπογόνος. Δικές μας είναι όμως και η αιολική, η ηλιακή και η υδροηλεκτρική ενέργεια: Καθαρές, φθηνές και αστείρευτες πηγές ενέργειας.
Είναι γεγονός ότι στις ενεργειακές υποδομές μιας χώρας, όλες οι τεχνολογίες είναι αναγκαίες, αλλά πρέπει να δίνεται προτεραιότητα στις επενδύσεις υποδομών με υψηλή εγχώρια προστιθέμενη αξία και πολλαπλασιαστική επίδραση στην οικονομία, γιατί αυτές δημιουργούν χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Τέτοιες επενδύσεις στον τομέα της παραγωγής και αποθήκευσης καθαρής ενέργειας είναι τα υδροηλεκτρικά, η αντλησιοταμίευση, τα χερσαία και θαλάσσια αιολικά.
Ειδικά στον κρίσιμο για την ενεργειακή μετάβαση τομέα της αποθήκευσης, η αντλησιοταμίευση πρέπει να αποτελέσει την νούμερο ένα επιλογή, καθώς πρόκειται για μια ώριμη, αξιόπιστη και ευέλικτη λύση που μπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενεργειακής ασφάλειας της χώρας. Η πρόσφατη εθνική μελέτη του ΕΜΠ για την ΡΑΕ υπολογίζει την ενδεδειγμένη νέα ισχύ αντλησιοταμίευσης σε 1.000 ως 1.500 MW έως το 2030.
Αντί λοιπόν να συνεχίσουμε να αναλωνόμαστε σε δογματικές συζητήσεις για τη διαμόρφωση του ενεργειακού μας μείγματος, κλείνοντας τα μάτια στην ενεργειακή αλλά και κλιματική πραγματικότητα, πρέπει επιτέλους ως χώρα να προτάξουμε το εθνικό συμφέρον – οικονομικό, ενεργειακό και κοινωνικό – και να αξιοποιήσουμε στο μέγιστο αυτό που διαθέτουμε, δηλαδή καθαρή, ανεξάντλητη και οικονομική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές.
----------------------------------------
Ο κ. Μανώλης Μαραγκουδάκης είναι Διευθύνων Σύμβουλος της ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ
Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες ενόψει του 2022.