Βγάζοντας χρήματα από τα δάση – Πώς αναγεννιούνται εγκαταλελειμμένες εκτάσεις

Νέες θέσεις εργασίας, αύξηση της παραγωγής, πώληση carbon credits, βελτίωση του κλίματος: τα βιώσιμα δάση θα μπορούσαν να είναι μία λύση για την Ελλάδα, κυρίως για τις περιοχές που πλήττονται από την απολιγνιτοποίηση

 

Η αφήγηση της Φαρμάκη μου θύμισε το πολύ αγαπημένο και δημοφιλές βιβλίο: «Ο άντρας που φύτευε δέντρα» (L’Homme qui plantait des arbres).

Χρόνια πριν η οικολογία γίνει μόδα και κυρίαρχη πολιτική, ο συγγραφέας Ζαν Ζιονό παρουσίαζε το «θαύμα» που μπορεί να γεννήσει η αγάπη του ανθρώπου για τη φύση και η πίστη του ότι μπορεί να την αναγεννήσει.

«Ο χώρος όπου δραστηριοποιούμαστε βρίσκεται στην νότιο ανατολική Παραγουάη, δίπλα στον ποταμό Παρανά. Στόχος μας είναι να καλλιεργήσουμε γη έκτασης περίπου 150.000 στρεμμάτων. Τα μισά περίπου έχουν αγοραστεί και καλλιεργούνται. Η συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες είναι άψογη. Γη που δεν ήταν καλλιεργήσιμη, λόγω πλημμυρών, έχει βελτιωθεί. Ζώα και φυτά που ήταν σχεδόν υπό εξαφάνιση έχουν αυξηθεί ή ακόμα και επανεμφανισθεί. Μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού της περιοχής (που παλαιότερα υπέφερε από ανεργία) δουλεύει και εκπαιδεύεται σε projects σχετικά με την κυκλική οικονομία».

 

H Τερέζα Φαρμάκη, συνιδρυτής και διευθύνουσα σύμβουλος της Astarte Capital Partners (“Astarte“) περιγράφει το έργο του fund SA Impact Forestry Fund (“SAIFF”). Το έργο έχει στόχο να αναγεννήσει εκτάσεις που μένουν αναξιοποίητες, σε όλο τον κόσμο, φτιάχνοντας «βιώσιμα δάση».

«Η βιωσιμότητα ενός δάσους έχει πολλές διαστάσεις» εξηγεί η Τ. Φαρμάκη. «Πρώτα-πρώτα είναι σημαντικό να μην χρησιμοποιούνται λιπάσματα και χημικά και να υπάρχει σεβασμός προς όλους τους υδροφόρους ορίζοντες, τη γενικότερη εκμετάλλευση του νερού και τη συντήρηση και βελτίωση της οποιαδήποτε βιοποικιλότητας. Η βιωσιμότητα ενός δάσους μπορεί να οριστεί ως:

οικονομική, όπου η κερδοφορία που δημιουργείται βοηθά στη σωστή συντήρηση του
κοινωνική, με την κοινωνία γύρω από το δάσος να αναπτύσσεται και να δημιουργεί
περιβαλλοντολογική, με παραγωγή προϊόντων υποκατάστασης του πλαστικού και ανανεώσιμης ενέργειας.

Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός άλλων δραστηριοτήτων αναπτύσσεται γύρω από το δάσος, όπως συλλογή ρετσινιού, κτηνοτροφία, παραγωγή ενέργειας, μελισσοκομία κτλ. Δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο μέγεθος έκτασης που χρειάζεται για ανάλογα πρότζεκτ, αν και φυσικά όσο πιο πολλή γη είναι διαθέσιμη, τόσο καλύτερα αποτελέσματα μπορεί κάποιος να πετύχει. Διαφορετικές λύσεις υπάρχουν για διαφορετικά είδη δέντρων και χρήση του δάσους.»

Λύσεις για την Ελλάδα – «Υποψήφιες» Δ. Μακεδονία και Μεγαλόπολη

Το SAIFF ξεκίνησε από την Παραγουάη, ωστόσο ανάλογα έργα είναι δυνατό να αναπτυχθούν σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα, η δημιουργία βιώσιμων δασών θα μπορούσε να είναι μία εναλλακτική για τις περιοχές που έχουν εισέλθει στη φάση της απολιγνιτοποίησης. «Ανάλογες επιχειρήσεις υπάρχουν σε διαφορά μέρη της Ευρώπης. Κυρίως στην Σκανδιναβία και την Σκωτία» αναφέρει η Τ. Φαρμάκη.

«Η μεγάλη διαφορά της δικής μας επένδυσης σε σχέση με αυτές είναι ότι τα δέντρα στην Παραγουάη, οι ευκάλυπτοι, μεγαλώνουν πολύ γρήγορα (περίπου 1 μέτρο τον μήνα) με αποτέλεσμα να υπάρχει καλύτερη οικονομική και περιβαλλοντολογική απόδοση. Στην Ελλάδα, θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένα τέτοιο έργο το οποίο θα μπορούσε να αποφέρει πολλές νέες θέσεις εργασίας σχετιζόμενες με κυκλική οικονομία και πράσινη επιχειρηματικότητα. Θα μπορούσε επίσης να αποφέρει και στο κράτος μια σειρά από οφέλη όπως η πώληση carbon credits και παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας. Η Δυτική Μακεδονία και η περιοχή της Μεγαλόπολης θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους τέλειους προορισμούς για τέτοιες επενδυτικές και επιχειρηματικές κινήσεις. Για την Ελλάδα θα προτείναμε δέντρα που ταιριάζουν πιο πολύ με το μεσογειακό κλίμα και βιοποικιλότητα. »

Επενδύσεις εκατομμυρίων ευρώ

Στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP26), η πρόεδρος της Ε. Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ανακοίνωσε ότι θα διαθέσει 1 δισεκατομμύριο ευρώ για να βοηθήσει «χώρες στην προστασία, αποκατάσταση και βιώσιμη διαχείριση των δασών σε όλο τον κόσμο».

Το SAIFF έχει στόχο να αφιερώσει 300 εκατομμύρια δολάρια στη δημιουργία βιώσιμων δασών. Έχει ήδη επενδύσει το μισό ποσό και οι διαχειριστές εκτιμούν ότι το σύνολο του κεφαλαίου θα έχει συγκεντρωθεί τους επόμενους δύο μήνες.
Ποιοι είναι όμως αυτοί που είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν τα χρήματά τους σε βιώσιμα δάση;

Οι επενδυτές είναι κυρίως τριών ειδών:
θεσμικοί που ενδιαφέρονται για βιώσιμες επενδύσεις στο τομέα των φυσικών πόρων και κυρίως των δασών
μεγάλες εταιρίες που θέλουν να έχουν πρόσβαση σε δάση και carbon credits ώστε να πετύχουν τους στόχους που έχουν θέσει για μηδενικό αποτύπωμα εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσα στα επόμενα χρόνια
ιδιώτες επενδυτές, που θέλουν να βοηθήσουν με επενδύσεις κατά της κλιματικής αλλαγής με ένα τρόπο βιώσιμο και επιστημονικά αποδεδειγμένο.

Και το κάνουν όχι μόνο για το καλό του πλανήτη, αλλά και για τα κέρδη.
«Funds που επενδύουν σε δάση στην Ευρώπη ή στη Βόρεια Αμερική έχουν σταθερές αποδόσεις αλλά πολύ μικρότερες (4-5%) από αυτό που πετυχαίνουμε εμείς. Η αίτια είναι απλή και σχετίζεται με το γεγονός ότι τα δάση μας λόγω κλίματος μεγαλώνουν με πολλαπλάσια ταχύτητα και μπορούν να αποφέρουν αποδόσεις της τάξεως του 20% ετησίως» σημειώνει η Τ. Φαρμάκη.

Το SAIFF είναι ένα από τα fund που διαχειρίζεται η Astarte Capital Partners, η εταιρεία που ίδρυσαν, το 2015, στο Λονδίνο, οι Τερέζα Φαρμάκη και Σταύρος Σιώκος. Η Astarte επικεντρώνεται μόνο σε στρατηγικές όπου τα κεφάλαια επενδύονται αποκλειστικά σε πραγματικά assets (πχ κτίρια, γη, δάση, πλοία, κτλ). Δεν επενδύει σε μετοχές, ομόλογα ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να ρευστοποιηθεί άμεσα σε μετρητά.

Αυτή την στιγμή η Astarte διαχειρίζεται πέντε fund, τα οποία προβλέπεται να αυξηθούν σε οκτώ μέσα στο 2022. Οι περισσότεροι επενδυτές είναι θεσμικοί από την Ευρώπη, την Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία.

 

1