Η Ελλάδα έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την ενεργειακή της μετάβαση εγκαταλείποντας τον λιγνίτη προς καθαρότερα καύσιμα στην ηλεκτροπαραγωγή και στην αύξηση της συμμετοχής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο τελικό ενεργειακό μείγμα. Στην προσπάθεια αυτή, παρουσίασε και το σχέδιο του πρώτου κλιματικού νόμου, ο οποίος περιλαμβάνει τη διακοπή λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028 με ρήτρα επανεξέτασης το 2023, την ανάληψη υποχρέωσης των δήμων να συντάσσουν Δημοτικά Σχέδια Μείωσης Εκπομπών Διοξειδίου του Άνθρακα, απαγόρευση καυστήρων πετρελαίου όπου υπάρχει δίκτυο φυσικού αερίου και άλλα.
Τα μέτρα αυτά όμως, αν και προς τη σωστή κατεύθυνση γενικά, τελικά ενδεχομένως δεν επαρκούν για να προχωρήσουμε συνολικά την απανθρακοποίηση, για να επιτευχθεί η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικού άνθρακα έως το 2050. Και αυτό γιατί μέχρι τώρα η χώρα έχει επιλέξει την αντικατάσταση λιγνίτη με φυσικό αέριο, τόσο στην ηλεκτροπαραγωγή όσο και στη θέρμανση.
Ως «απανθρακοποίηση» εννοείται η σταδιακή άρση χρήσης ορυκτών καυσίμων (πετρελαίου και φυσικού αερίου κυρίως) και η αντικατάστασή τους με καθαρότερα καύσιμα ή ηλεκτρισμό (όπως αντλίες θερμότητας). Για τον κτιριακό τομέα ενδεικτικά, η κλιματική ουδετερότητα σημαίνει ότι θα πρέπει να έχει μηδενικό αποτύπωμα το 2050, μειώνοντας κατά 60% (σε σχέση με το 2015) τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Παράλληλα με τους ευρωπαϊκούς και εθνικούς στόχους, το πρόβλημα της ενεργειακής κρίσης των τιμών που βιώνουμε σήμερα, είναι ένα θέμα καθαρά αύξησης τιμών φυσικού αερίου, οι οποίες ορίζονται με βάση τις γνωστές οικονομικές συγκυρίες. Αρκετοί επικρίνουν εσφαλμένα την ενεργειακή μετάβαση σαν υπαίτια για την κρίση, ενώ οι πράσινες πολιτικές ευθύνονται μόνο για το 10% της αύξησης της τιμής.
Παρά την αισιοδοξία για ένα πρόσκαιρο φαινόμενο, το αυξημένο κόστος των ορυκτών καυσίμων ήρθε για να μείνει στην ενεργειακή σκηνή ενώ θα επηρεάζεται από περισσότερους παράγοντες. Ας μην ξεχνάμε ότι και η Ρωσία ακόμα θα μπορούσε να επιβάλλει μια κλιματική πολιτική στο μέλλον φορολόγησης CO2 ή μεθανίου στο φυσικό αέριο που εξάγει, όπου αυτό θα είχε και πάλι δραματικές εξελίξεις σε χώρες απόλυτα εξαρτημένες από εισαγωγές καυσίμων, όπως η Ελλάδα.
Τι έχει όμως επιλέξει να κάνει η Ελλάδα, ακολουθώντας και ένα μπλοκ χωρών; Επιδοτούν έμμεσα και άμεσα ορυκτά καύσιμα ελπίζοντας ότι θα μειώσουν την αύξηση του κόστους στους καταναλωτές, όπως ενδεικτικά:
- Επιδότηση πετρελαίου θέρμανσης,
- Επιδότηση καυστήρων φυσικού αερίου στα προγράμματα τύπου Εξοικονομώ,
- Επιδότηση στους λογαριασμούς ρεύματος και μια σειρά άλλων μέτρων.
Η θεώρηση ότι επιδοτώντας ορυκτά καύσιμα λύνουμε το πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας που αυξάνεται απειλητικά στην Ελλάδα, είναι λανθασμένη και βραχύβια καθώς απαιτεί συνεχόμενες ενέσεις κεφαλαίων. Ο μόνος τρόπος που μπορεί να εξαλειφθεί διαρθρωτικά η ενεργειακή ένδεια είναι με ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών και με δράσεις ενεργειακής εξοικονόμησης, οι οποίες έχουν και πολλαπλά οικονομικά και κοινωνικά οφέλη.
Προκειμένου να πετύχουμε όμως τους στόχους ριζικής ενεργειακής αναβάθμισης θα έπρεπε να τρέχουν πολλαπλά προγράμματα ενεργειακής εξοικονόμησης σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Το νέο πρόγραμμα «Εξοικονομώ» βρίσκεται προς τη σωστή κατεύθυνση και έχει θεραπεύσει αρκετά προβλήματα του παρελθόντος, αλλά δεν επαρκεί από μόνο του.
Παράλληλα με την ενεργειακή αναβάθμιση, απαιτείται και ο εξηλεκτρισμός της θέρμανσης των κτιρίων, καθώς είναι πολύ αποδοτικότερος από τα ορυκτά καύσιμα σε βάθος δεκαετίας και συνάδει και με τις Ευρωπαϊκές επιταγές, όπως δείχνουν και σχετικές μελέτες στα πλαίσια Ευρωπαϊκών έργων (βλ. www.enpor.eu). Στις σχετικές μελέτες, λόγου χάρη για την θέρμανση κατοικιών για την Πελοπόννησο, φαίνεται ότι το κόστος των νοικοκυριών αυξάνεται πολύ στη δεκαετία αν δεν αλλάξουν τους καυστήρες φυσικού αερίου με αντλίες θερμότητας και ενεργειακές επεμβάσεις (επομένως και δε θα έχουν αποσβέσει την αρχική επένδυση στο φυσικό αέριο).
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι ενώ σε άλλες χώρες της Μεσογείου, η απόσβεση αντλιών θερμότητας εάν αντικαθιστούν καυστήρες ορυκτών καυσίμων γίνεται σε 3-5 χρόνια, στην Ελλάδα απαιτείται περισσότερος χρόνος λόγω των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα. Αντίστοιχα, η Ελλάδα θα έπρεπε να ακολουθήσει και επιτυχημένα παραδείγματα χωρών όπου εκτός των επιδοτήσεων Οικιακών Φωτοβολταϊκών (που είναι επίσης ένας οικονομικά αποδοτικός τρόπος μείωσης του ενεργειακού κόστους και της ένδειας) προβαίνουν σε επιδοτήσεις μπαταριών (όπως στην Ολλανδία).
Εκτός όμως από την μείωση του κόστους, εφόσον θεωρούμε την ενέργεια σαν ευκαιρία για την οικονομική ανάπτυξη, η ελληνική πλευρά θα πρέπει να δώσει βαρύτητα στην εξοικονόμηση αλλάζοντας έτσι πορεία πολιτικής. Με βάση την πρόσφατη μελέτη της ευρωπαϊκής εκστρατείας «Renovate Europe» που παρουσιάστηκαν οι επιπτώσεις στην απασχόληση για διαφορετικές επιλογές ενεργειακών επενδύσεων, για κάθε ένα εκατομμύριο ευρώ που επενδύονται σε ενεργειακές ανακαινίσεις κτιρίων, περίπου 18 θέσεις εργασίες δημιουργούνται στην Ευρώπη, οι οποίες είναι μακροχρόνιες και σε τοπικό επίπεδο ενώ αντίστοιχα τα ίδια ποσά για ορυκτά καύσιμα είναι 5 θέσεις εργασίας.
Είναι ενδιαφέρον και το οικονομικό κομμάτι της εργασίας, καθώς σε μια Μεσογειακή χώρα, π.χ. Ισπανία, το κόστος για την δημιουργία μιας νέας θέσης εργασίας στον κτιριακό τομέα είναι 14.000 ευρώ ενώ το αντίστοιχο κόστος υποστήριξης για τον αντίστοιχο άνεργο είναι 20.000 ευρώ. Επιπρόσθετα, για κάθε ένα ευρώ δημοσίου χρήματος που δαπανάται σε ενεργειακή αναβάθμιση, το κράτος εισπράττει 0,62 ευρώ εντός του έτους μέσω της φορολογίας.
Σε μέσο όρο στην Ευρώπη, οι επενδύσεις σε ενεργειακή αναβάθμιση μπορούν να αυξήσουν την παραγωγικότητα έως και 12% προσφέροντας ένα επιπλέον όφελος 500 δισ. ευρώ στην ευρωπαϊκή οικονομία κατ’ έτος. Η εμμονή λοιπόν της Ελλάδας ότι με την απόλυτη εξάρτηση από το φυσικό αέριο θα πετύχουμε ανάκαμψη, ίσως δεν συνάδει πια με την πραγματικότητα, ακόμα και αν θεωρηθεί σαν μετάβαση.
Αντίθετα, το ενδιαφέρον της ελληνικής πλευράς στην ενεργειακή απόδοση είναι σαφώς μικρό προς ώρας -δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι η χώρα καταδικάστηκε πρόσφατα για μη εφαρμογή της Κοινοτικής Οδηγίας για την ενεργειακή απόδοση. Η συνεχόμενη όμως ζήτηση των νοικοκυριών για επιδοτήσεις στην ενεργειακή αναβάθμιση ίσως δράσει καταλυτικά πια στην πολιτεία για την αλλαγή κατεύθυνσης.
Είναι σημαντικό να αντιληφθεί η χώρα ότι όσο και να επενδύσουμε στην προσφορά, ακόμα και εάν αυτό εξασφαλίζει ένα θεωρητικά «φθηνό» εισαγόμενο καύσιμο, εάν δεν ρυθμιστεί η ζήτηση ενέργειας μέσω αύξηση της ενεργειακής απόδοσης, θα αναγκαζόμαστε πάντα να επιδοτούμε τις εισαγωγές αυτές και σταδιακά ακριβότερα σε σχέση με τις αντίστοιχες επενδύσεις σε ενεργειακές αναβαθμίσεις. Το τελευταίο είναι και η βασική επιταγή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αναφέρεται και ως «Αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα».
Όσο γρηγορότερα πάμε στην ενεργειακή μετάβαση, τόσο θα μειώνονται τα κόστη στην εικοσαετία και κάθε καθυστέρηση και αναβολή θα κοστίζει υπερπολλαπλάσια στο άμεσο μέλλον. Η επικείμενη αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) θα πρέπει να κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση με στόχευση μέτρων, χωρίς περιθώρια μεταβάσεων και αναβολών για το μέλλον.
(powergame.gr)