Η έπαρση του ανθρώπου και οι φυσικές καταστροφές.
Το φετινό καλοκαίρι αποδείχθηκε τραγικό, χειρότερο μάλιστα από προηγούμενες χρονιές. Χάθηκαν ανθρώπινες ζωές από πυρκαγιές και πλημμύρες ακόμα και σε χώρες που θεωρούνται από τις πιο προηγμένες στον πλανήτη. Στη χώρα μας η ζημιά ήταν πρωτοφανής: 1,4 εκατομμύρια στρέμματα δάσους και μαζί τους περιουσίες, επιχειρήσεις, χλωρίδα και πανίδα έγιναν στάχτη. Δύο συνάνθρωποί μας έχασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να κρατήσουν την πυρκαγιά μακριά από τα σπίτια τους. Κανείς όμως δεν έχει υπολογίσει ακόμα την απώλεια ζωής άλλων ζώντων οργανισμών, βιοποικιλότητας και οικονομικών δραστηριοτήτων.
Οι φυσικές καταστροφές δεν είναι κάτι καινούργιο, κάθε χρόνο έχουμε πυρκαγιές το καλοκαίρι και πλημμύρες τον χειμώνα. Αυτό που είναι σχετικά καινούργιο είναι η ένταση και η συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων και το μέγεθος της καταστροφής που αφήνουν πίσω τους.
Κοιτώντας προς τα πίσω
Από το 1980 έως το 2019, το 83% των φυσικών καταστροφών στην Ευρώπη προκλήθηκαν από ακραία καιρικά φαινόμενα. Κι όμως, παρά τις αλλεπάλληλες καταστροφές των τελευταίων δεκαετιών, οι κυβερνήσεις δεν έχουν κάνει τα απαιτούμενα για την αντιμετώπισή τους. Υπάρχει μια διάχυτη έπαρση στο πολιτικό σύστημα για την ικανότητά του να διαχειριστεί τα ακραία φυσικά φαινόμενα, καθώς και μια λανθάνουσα αμφισβήτηση -ίσως και εθελοτυφλία;- ως προς την αυξανόμενη σφοδρότητά τους.
Στη χώρα μας υπήρχε η λανθασμένη εντύπωση ότι φέτος ήμασταν θωρακισμένοι έναντι των πυρκαγιών επειδή είχαμε εξασφαλίσει κάποια επιπλέον εναέρια μέσα σε σχέση με πέρσι. Η «ύβρις» των εκάστοτε κυβερνήσεων έναντι της φύσης είναι προφανής στην ανεπαρκή προετοιμασία για τις φυσικές καταστροφές. Η σημερινή κυβέρνηση ανακοίνωσε πρόγραμμα 1,7 δισ. ευρώ για την αναβάθμιση της αντιπυρικής προστασίας μόλις τον Ιούνιο του 2021. Αν η αντιπυρική προστασία είχε τέτοιες τεράστιες ανάγκες, μετά την τραγωδία στο Μάτι, τότε είναι απορίας άξιο γιατί χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ανακοινωθούν κάποια μέτρα, από τη στιγμή μάλιστα που η φετινή περίοδος των πυρκαγιών είχε ήδη αρχίσει με την καταστροφή στα Γεράνεια Ορη στα μέσα Μαΐου.
H σημερινή κυβέρνηση, όπως και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, δεν χρησιμοποίησαν την έκθεση Goldammer που έχει κατατεθεί από τον Φεβρουάριο του 2020. Παρομοίως, η προηγούμενη κυβέρνηση, πέραν της καταστροφικής διαχείρισης της πυρκαγιάς στο Μάτι, δεν μπόρεσε τελικά να νομοθετήσει εκ των υστέρων όσα είχε υποσχεθεί για την αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων στο μέλλον. Και πάει λέγοντας, για δεκαετίες, ήδη από την εσφαλμένη απόφαση του 1998 να αφαιρεθεί η δασοπυρόσβεση από τις δασικές υπηρεσίες.
Η φύση μάς επιτίθεται!
Αναφερόμενος στα τραγικά αυτά γεγονότα, ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης μίλησε για «πρωτοφανή επίθεση της φύσης». Η δήλωση αυτή -εξαιρετικά ατυχής- είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο πολλές κυβερνήσεις αρνούνται τις ευθύνες τους για τις εκτενείς καταστροφές από πυρκαγιές και πλημμύρες - αλησμόνητο το «ο Στρατηγός Ανεμος» της κυβέρνησης Καραμανλή. Δεν είναι καθήκον της φύσης να ανέχεται αδιαμαρτύρητα τις όποιες δραστηριότητές μας. Αντίθετα, εμείς έχουμε καθήκον να σεβόμαστε το περιβάλλον και να εναρμονίζουμε τις δραστηριότητές μας με τις ανάγκες της φύσης. Ομως όλα αυτά τα χρόνια καμία κυβέρνηση δεν έλαβε σοβαρά υπ’ όψιν τις συνεχείς προειδοποιήσεις των επιστημόνων για την κλιματική κρίση και τις αναμενόμενες επιπτώσεις για τη χώρα μας.
Εάν εξαιρεθούν οι Οικολόγοι Πράσινοι, κανένα κόμμα δεν είχε σταθερές απόψεις και συγκροτημένες προτάσεις για την αντιμετώπισή της τα τελευταία είκοσι χρόνια. Δυστυχώς το διαρκές κάλεσμα για άμεση δράση μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο καταστροφών από έντονα καιρικά φαινόμενα ποτέ δεν εισακούστηκε, ενώ εφαρμόσιμες προτάσεις είτε χλευάστηκαν, είτε εφαρμόστηκαν μόνο τμηματικά, είτε ακυρώθηκαν από μετέπειτα νόμους. Οι κυβερνήσεις συνεχώς προτιμούν να φροντίζουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες του πελατειακού κράτους παρά να οικοδομούν μακροπρόθεσμες στρατηγικές πάνω στα θεμέλια μιας αμερόληπτης και ικανής δημόσιας διοίκησης.
Αξιοσημείωτο είναι ότι πολλές από τις προτάσεις για μακροπρόθεσμη και συστηματική πρόληψη έφτασαν στη χώρα μας μέσω της Ε.Ε. και της υποχρεωτικής εναρμόνισής μας με τους νόμους της. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούμε να είμαστε ένας από τους μεγαλύτερους παραβάτες της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ε.Ε. Αντίθετα με τη χώρα μας, σε πολλές άλλες έχει πλέον εδραιωθεί η επείγουσα αναγκαιότητα νομοθεσιών για την προστασία του περιβάλλοντος. Οι πολίτες και οι κυβερνώντες συνειδητοποιούν πως το οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο της συνεχούς ανάπτυξης και της υπερβολικής κατανάλωσης πάνω στο οποίο είναι στημένη η οικονομία όχι μόνο δεν είναι βιώσιμο αλλά συμβάλλει στον αποσυντονισμό του κλίματος και στην ευρύτερη υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Η πρόληψη κοστίζει λιγότερο από την καταστολή
Οι φυσικές καταστροφές και οι υγειονομικές κρίσεις που έρχονται ως συνέπεια κοστίζουν ήδη πολύ περισσότερο στα κράτη από ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί. Η συζήτηση συνεπώς δεν επικεντρώνεται στο εάν υπάρχει κλιματική κρίση, αλλά στο πώς θα γίνει διαχειρίσιμο το κόστος της, μέσω μιας συστηματικής και δίκαιης μετάβασης σε μια κλιματικά ουδέτερη οικονομία.
Στις ΗΠΑ το οικονομικό κόστος των 298 ακραίων φυσικών καταστροφών από το 1980 έως σήμερα υπολογίζεται σε 1,9 τρισεκατομμύρια δολάρια και δυστυχώς οι διάφορες αναλύσεις δεν συμπεριλαμβάνουν την τρομακτική απώλεια βιοποικιλότητας, τον αφανισμό παραγωγικών κλάδων όπως η μελισσοκομία (βλέπε τα δικά μας στη Βόρεια Εύβοια) και το κόστος/χρόνο αποκατάστασης των περιοχών που επλήγησαν. Το 2020 το κόστος των φυσικών καταστροφών παγκοσμίως ήταν 210 δισ. ευρώ, μια αύξηση κατά 26,5% από το 2019.
Τα κόστη αυτά δεν είναι διαχειρίσιμα και το τραγικό λάθος πολλών κυβερνήσεων είναι πως επιμένουν να βλέπουν την κλιματική κρίση ως μια κρίση που μπορούν να διαχειριστούν εκ των υστέρων μόνο με οικονομικά εργαλεία όπως η αναγκαία επιδότηση των πληγέντων. Είναι ουτοπικό και αλαζονικό, αν όχι κυνικά ψευδές, να ισχυρίζεται κανείς πως οι επερχόμενες κρίσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν χωρίς να αλλάξουν το υπάρχον οικονομικό μοντέλο και η επικρατούσα νοοτροπία, ώστε να αποδεχθούμε την ευθύνη μας για την προστασία του φυσικού κόσμου. Κορυφαίο παράδειγμα η εμμονή στο θνησιγενές επενδυτικά ορυκτό αέριο που απελευθερώνει μεθάνιο (χειρότερο από το διοξείδιο του άνθρακα για το περιβάλλον), με τη δικαιολογία πως τα δίκτυα θα μετατραπούν στο μέλλον σε δίκτυα υδρογόνου. Το πρόβλημα; Δεν υπάρχει λεπτομερές πλάνο για την παραγωγή υδρογόνου με τρόπο φιλικό προς το περιβάλλον και τον άνθρωπο. Οπως διάβασα σε έναν τοίχο «Ιδια ψέματα με άλλες λέξεις».
Δεν μπορούμε να κατηγορούμε τη φύση για τη δική μας αδράνεια και αναποτελεσματικότητα. Η έπαρση ενός μεγάλου μέρους του πολιτικού μας κόσμου παραμένει δυστυχώς ένα διαρκές εμπόδιο για την ουσιαστική προστασία του περιβάλλοντος στη χώρα μας.
*Συνεκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων στο Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα και μέλος της Πολιτικής Γραμματείας
7 Σεπτεμβρίου 2021
Εφσυν