Αντιμέτωπη με πολλαπλές προκλήσεις είναι η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών, όπως επισημαίνει η διαΝΕΟσις στην έκθεσή της για τον ενεργειακό τομέα.
Όπως τονίζεται σχετικά, η εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών επηρεάστηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση. Η τελική κατανάλωση πετρελαιοειδών διαμορφώθηκε το 2018 στα 8,1 εκατ. ΤΙΠ. Ιδιαίτερα έντονη ήταν η υποχώρηση στο πετρέλαιο θέρμανσης, λόγω και της μεγάλης αύξησης στον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης για το συγκεκριμένο προϊόν, της προσπάθειας περιορισμού της λαθραίας χρήσης του ως πετρέλαιο κίνησης, αλλά και ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης διείσδυσης άλλων πηγών ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο, στον τομέα της θέρμανσης.
Την τελευταία δεκαετία αυξήθηκε σημαντικά η φορολογία στα υγρά καύσιμα. Το 2019 οι φόροι στην αμόλυβδη βενζίνη αντιπροσώπευαν σχεδόν τα 2/3 της τελικής τιμής, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης το ποσοστό της φορολογικής επιβάρυνσης υπολογίζεται σε περίπου 50%. Η Ελλάδα το 2019 κατατάσσεται 3η χώρα με την υψηλότερη τιμή στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των χωρών της ΕΕ, ενώ στο πετρέλαιο κίνησης κατατάσσεται 7η χώρα με την ακριβότερη τιμή, οριακά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Παράλληλα, ενισχύθηκε σημαντικά η εξωστρέφεια του εγχώριου κλάδου διύλισης. Με τις εξαγωγές των προϊόντων πετρελαίου να φτάνουν το 2019 τα €9 δισ., κατευθυνόμενες στην πλειονότητά τους σε εκτός ΕΕ χώρες, τα ελληνικά διυλιστήρια συνεισέφεραν το 28% στο σύνολο των εξαγωγών προϊόντων της χώρας, από 7% στις αρχές του 2000. Ως αποτέλεσμα, ο βαθμός κάλυψης των εισαγωγών αργού και προϊόντων πετρελαίου από τις εξαγωγές έχει αυξηθεί από 17% το 2002 σε 64% το 2019.
Οι προοπτικές για τον κλάδο των πετρελαιοειδών είναι αβέβαιες, όπως εκτιμά η διαΝΕΟσις. Καθώς τα περιθώρια για περαιτέρω μείωση των εκπομπών CO₂ στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής σταδιακά στενεύουν, η προσπάθεια μείωσης των εκπομπών σε άλλους τομείς, όπως οι μεταφορές και τα κτήρια, θα εντατικοποιηθεί την ερχόμενη δεκαετία. Έχουν θεσπιστεί φιλόδοξοι στόχοι για μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης στον κτηριακό τομέα, ενώ και οι προδιαγραφές για τα επιβατικά οχήματα γίνονται αυστηρότερες. Παράλληλα, οι τεχνολογίες μεταφοράς που δεν βασίζονται σε κινητήρες εσωτερικής καύσης πετρελαιοειδών, όπως η ηλεκτροκίνηση και τα εναλλακτικά καύσιμα (βιοκαύσιμα, φυσικό αέριο και υδρογόνο), αναπτύσσονται με αξιοσημείωτους ρυθμούς.
Η προσαρμογή σε αυτές τις αλλαγές, με τη δημιουργία και υιοθέτηση καινοτόμων λύσεων (όπως παραγωγή προϊόντων με αυξημένο κλάσμα βιοκαυσίμων, εγκατάσταση μονάδων ταχείας φόρτισης ηλεκτρικών αυτοκινήτων στο δίκτυο πρατηρίων κ.ά.), θα αποτελέσει πολύ σημαντική πρόκληση για τις εγχώριες εταιρείες του κλάδου μακροπρόθεσμα.