ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΣΤΗ ΡΑΕ

Σας ευχαριστούμε για την ανταπόκρισή σας στην πρόσκλησή μας. Είναι μία ενέργεια, στην οποία καταφεύγει ο Σύλλογός μας για πρώτη φορά στα σχεδόν 20 χρόνια ύπαρξής του, καθώς έχουμε συναίσθηση της κρισιμότητας του κατατεθέντος νομοσχεδίου για τη «Μετονομασία της ΡΑΕ» και του κινδύνου που ελλοχεύει για ένα ανεπανόρθωτο πλήγμα στην ανεξαρτησία της Αρχής και στη δυνατότητά της να εποπτεύει τον ενεργειακό τομέα, αποτελεσματικά και ουσιαστικά.

Πριν εκθέσουμε τις σοβαρές αντιρρήσεις μας στο εν λόγω νομοσχέδιο -το οποίο αποτελεί το πρώτο νομοσχέδιο κατά την υπερ-εικοσαετή διαδρομή της ΡΑΕ που καταρτίσθηκε χωρίς καμία συνεργασία με την Αρχή- θα εκθέσουμε κάποια στοιχεία για τους λόγους σύστασης της ΡΑΕ, τον σκοπό που υπηρετεί, τη σύνδεση με το ευρωπαϊκό δίκαιο, την έννοια της ανεξαρτησίας και την υποχρέωση διαφύλαξής της. Θεωρούμε ότι αυτά τα δεδομένα θα διαφωτίσουν το νόημα των παρατηρήσεων της ΡΑΕ και θα καταστήσουν σαφή σε κάθε καλοπροαίρετο την ανάγκη λήψης υπόψη τους.

Ποια είναι η ΡΑΕ

Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) είναι ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή, η οποία συστήθηκε με τον ν. 2773/1999, στο πλαίσιο εναρμόνισης με τις Οδηγίες 2003/54/ΕΚ και 2003/55/ΕΚ για τον ηλεκτρισμό και το φυσικό αέριο, με κύρια αρμοδιότητά της να εποπτεύει την εγχώρια αγορά ενέργειας, σε όλους τους τομείς της, εισηγούμενη προς τους αρμόδιους φορείς της Πολιτείας και λαμβάνοντας η ίδια μέτρα για την επίτευξη του στόχου της απελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου.

Με τον ν. 2773/1999 ανατέθηκαν στη ΡΑΕ αρμοδιότητες, κυρίως γνωμοδοτικές, παρακολούθησης και ελέγχου της αγοράς ενέργειας σε όλους τους τομείς, ήτοι στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικά καύσιμα, από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και φυσικό αέριο. Περαιτέρω, η ΡΑΕ ανέλαβε συγκεκριμένες αρμοδιότητες σε σχέση με την αγορά των πετρελαιοειδών.

Με την έκδοση του ν. 3851/2010, επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές σε σχέση με το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς που διέπει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καθώς και τις αρμοδιότητες της ΡΑΕ στο πλαίσιο αυτό. Οι αλλαγές αυτές αφορούν τόσο τη διαδικασία αδειοδότησης των σταθμών ΑΠΕ, όσο και τη διαδικασία αξιολόγησης των αιτήσεων για χορήγηση άδειας παραγωγής.

Με την άρση του μονοπωλιακού χαρακτήρα ορισμένων ενεργειακών δραστηριοτήτων, όπως της παραγωγής και προμήθειας, αναδεικνυόταν η ανάγκη για ύπαρξη Ανεξάρτητης Ρυθμιστικής Αρχής, η οποία θα αναλάμβανε την εποπτεία και τη ρύθμιση του κλάδου ώστε να διασφαλίζεται το δημόσιο συμφέρον. Έτσι, ο ρόλος της ΡΑΕ ενισχυόταν όσο προχωρούσε η απελευθέρωση του ενεργειακού τομέα, δηλαδή το άνοιγμα ενεργειακών δραστηριοτήτων στον ανταγωνισμό.

Ο ρόλος της ΡΑΕ ως εθνικής ρυθμιστικής αρχής ενέργειας αναβαθμίστηκε σημαντικά από το 2011 και μετά, με την επαύξηση και ενίσχυση των αποφασιστικών αρμοδιοτήτων της σχετικά με τη ρύθμιση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου, αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν σε αυτήν κατ’ επιταγήν της Τρίτης Ευρωπαϊκής Ενεργειακής Δέσμης (Οδηγίες ου 2009, 2009/72 και 200973), η οποία και ανάγει τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές ενέργειας σε «εγγυητές» της εύρυθμης λειτουργίας των ενεργειακών αγορών. Η ΡΑΕ ανέλαβε πλέον αποφασιστικό ρόλο στα παρακάτω θέματα:

  • Παρακολούθηση και εποπτεία της αγοράς ενέργειας
  • Προστασία των καταναλωτών
  • Παρακολούθηση της ασφάλειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας
  • Χορήγηση αδειών
  • Εποπτεία επί των Ανεξάρτητων Διαχειριστών Μεταφοράς και Διανομής
  • Έγκριση τιμολογίων μη ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων
  • Χορήγηση εξαίρεσης από υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης τρίτων
  • Παρακολούθηση πρόσβασης στις ενεργειακές διασυνδέσεις
  • Λήψη ρυθμιστικών μέτρων για την εύρυθμη λειτουργία των ενεργειακών αγορών

Πλέον, ο ευρωπαϊκός ενεργειακός τομέας ορίζεται από το 4ο πακέτο (Οδηγία 2019/944, Κανονισμός 2019/943 κλπ.), που αποκαλείται «Clean Energy Package» ή αλλιώς «Clean Energy for all Europeans».

Για να γίνει κατανοητό το πλαίσιο, εντός του οποίου ασκεί η ΡΑΕ τις αρμοδιότητές της, θα πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο ενεργειακός τομέας είναι ένας τομέας που υπόκειται σε έντονη και βαθιά ρύθμιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ακριβώς διότι η ενέργεια -από τη φύση της και τον προορισμό της- οφείλει να ρέει χωρίς να υπόκειται σε συνοριακούς – εθνικούς περιορισμούς. Για αυτόν τον λόγο, η Επιτροπή έχει συστήσει διακριτή διεύθυνση, τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας (DG Energy) για την εκπόνηση νομοθετικού πλαισίου και την παρακολούθηση της εφαρμογής του από τα κράτη μέλη.

Αντιθέτως, άλλοι τομείς, όπως τα ύδατα και τα απόβλητα, παρά την προφανή σημασία τους, έχουν κυρίως εθνικό χαρακτήρα και δεν προκαλούν διασυνοριακές επιπτώσεις. Για το λόγο αυτό, παρά το ότι τα ύδατα και τα απόβλητα φαίνεται να αποτελούν καταρχήν διακριτούς τομείς, σε ευρωπαϊκό επίπεδο ωστόσο, υπάγονται από κοινού, στην ίδια Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής, τη Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος. Η Γενική Διεύθυνση Περιβάλλοντος ρυθμίζει και άλλους κλάδους, όπως είναι η βιοποικιλότητα, ο θόρυβος, τα ζητήματα κυκλικής οικονομίας, το αστικό περιβάλλον, οι εκπομπές της Βιομηχανίας, η ποιότητα του εδάφους, του αέρα, της θάλασσας κλπ.

Επομένως, το βασικό περίγραμμα του ενεργειακού τομέα και ο ρόλος της ΡΑΕ σε αυτόν έχει τα θεμέλιά του στην ευρωπαϊκή νομοθεσία.

Και κομβική επιλογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας υπήρξε, εδώ και 25 χρόνια, η σύσταση και η λειτουργία ενός Ανεξάρτητου Ρυθμιστή. Ανεξάρτητου, όχι μόνο στην ονομασία προφανώς. Η ανεξαρτησία έχει σαφώς προσδιορισμένο περιεχόμενο και διαπιστώνεται υπό όρους λειτουργικούς. Η ανεξαρτησία ορίζεται στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ως εξής:

  1. Ανεξάρτητη λειτουργία της Διοίκησης, δηλαδή της Ολομέλειας. Δηλαδή, η Ολομέλεια διορίζεται συγκεκριμένα χρονικά προσδιορισμένη θητεία, η οποία δεν μπορεί να διακοπεί. Τόσο το ευρωπαϊκό δίκαιο όσο και το εθνικό (άρθρο 8 παρ. 3 ν. 4001/2011) ορίζουν ότι τα Μέλη του Ρυθμιστή δεν μπορούν να παυθούν ή να ανακληθούν παρά μόνο για πειθαρχικά παραπτώματα ή για παραβίαση της υποχρέωσης αμεροληψίας (σύγκρουση συμφερόντων). Η απαγόρευση αυτή έχει ως στόχο να προστατεύσει τη Διοίκηση του Ρυθμιστή έναντι της πολιτικής εξουσίας αλλά και της επιρροής που ασκούν στην πολιτική εξουσία τα συμφέροντα του κλάδου της ενέργειας. Διότι η Διοίκηση του Ρυθμιστή οφείλει να ασκεί το έργο της ανεπηρέαστη από κάθε είδους συμφέροντα και με προσήλωση στον τεχνοκρατικό της ρόλο και το δημόσιο συμφέρον. Προφανώς, ο Ευρωπαίος νομοθέτης έχει γνώση των μεθόδων και των μεθοδεύσεων, στις οποίες θα μπορούσαν να καταφεύγουν τα κράτη μέλη ώστε να απολύουν τα Μέλη του Ρυθμιστή ευσχήμως και προσχηματικώς. Για το λόγο αυτό, το ενωσιακό δίκαιο ορίζει την απαγόρευση της μεταβολής της Διοίκησης κατά τρόπο σαφέστατο και κατηγορηματικό.
  2. Ανεξαρτησία του Προσωπικού του Ρυθμιστή, δηλαδή της Γραμματείας της ΡΑΕ. Επιβάλλεται η προσωπική ανεξαρτησία, δηλαδή η μη-σύνδεση του Προσωπικού με συμφέροντα του ενεργειακού χώρου. Επιπλέον, επιβάλλεται να προστατεύεται η τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη έναντι δικαστικών διώξεων
  3. Οικονομική ανεξαρτησία: Ο Ρυθμιστής οφείλει να διαθέτει ειδικό – διακριτό προϋπολογισμό, τον οποίο και να μπορεί να εκτελεί αυτοτελώς.
  4. Λειτουργική ανεξαρτησία: Ο Ρυθμιστής πρέπει να διαθέτει επαρκές και κατάλληλο προσωπικό.

Η συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων διασφαλίζει ότι ο Ρυθμιστής ασκεί αποτελεσματικά τα καθήκοντά του και με πλήρη ανεξαρτησία και ότι, με τον τρόπο αυτό, μπορεί να προασπίζει το δημόσιο συμφέρον.

Επειδή ακριβώς κάθε ενεργειακή δραστηριότητα συνδέεται άρρηκτα με την κοινή ωφέλεια (βλ. και άρθρο 1 του ν. 4001/2011) και ο ρόλος του Ρυθμιστή είναι νευραλγικός, το ευρωπαϊκό δίκαιο δεν αφήνει κανένα περιθώριο – καμία διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη για να ορίσουν «κατά το δοκούν» την ανεξαρτησία του Ρυθμιστή. Αντιθέτως, το ευρωπαϊκό δίκαιο, όπως αναφέρθηκε, προσδιορίζει κατά τρόπο εξαντλητικό το ελάχιστο περιεχόμενο της ανεξαρτησίας και επιβάλλει επιτακτικά στα κράτη μέλη την υποχρέωση σεβασμού της.

 

Η ΡΑΕ σε νούμερα

 Δεκέμβριος 2022

Οργανόγραμμα

Καλυφθείσες θέσεις

Ενεργοί

Τακτικό προσωπικό

211 

65

46

Ειδικοί Επιστήμονες

120

35

23

Έμμισθοι Δικηγόροι

17

7

6

Διοικητικό προσωπικό

69

23

17

Τεχνικό προσωπικό

5

-

-

Έκτακτο προσωπικό

 

 

58

Σύνολο

211

65

104

 

d

 

f

Ειδικά για το 2021, ενδεικτικά για το μέγεθος του έργου της Αρχής:

  • Από την Ολομέλεια της Αρχής εκδόθηκαν:
  • 1.003 Αποφάσεις, εκ των οποίων
    • 117 Ρυθμιστικές
    • 25 Κυρωτικές
    • 16 Αποφάσεις επί Καταγγελιών
    • 394 Αδειοδοτικές
    • 451 Διοικητικές
  • 12 Γνωμοδοτήσεις προς τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας
  • Από τον Πρόεδρο της Αρχής εκδόθηκαν:
  • 3.586 Βεβαιώσεις Παραγωγού ΑΠΕ & 1.169 Τροποποιήσεις Βεβαιώσεων
  • Η Αρχή έλαβε 22.892 εισερχόμενες και απέστειλε 6.206 επιστολές, στο πλαίσιο του εποπτικού της ρόλου και της άσκησης των αρμοδιοτήτων της.
  • Η Νομική Υπηρεσία, με την υποστήριξη των τεχνικών διευθύνσεων, παρέστη σε 144 δικαστήρια.
  • Η Αρχή πραγματοποίησε 57 δημόσιες διαβουλεύσεις επί ρυθμιστικών θεμάτων
  • Η Αρχή επιλήφθηκε άνω των 6.000 αναφορών από καταναλωτές

 

Παρούσα κατάσταση

Από τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία είναι εμφανές ότι ο όγκος εργασίας της Αρχής βαίνει διαρκώς αυξανόμενος ενώ το προσωπικό συρρικνώνεται.

Κατά την τελευταία 20-ετία, οι αρμοδιότητες που ανατέθηκαν στην ΡΑΕ (Ηλεκτρισμός, Φυσικό Αέριο, ΑΠΕ, Ασφάλεια Εφοδιασμού κλπ.), η πολυπλοκότητα των θεμάτων και οι τομείς που χρήζουν συνεχούς εποπτείας έχουν αυξηθεί σημαντικά. 

Η ΡΑΕ είναι σημαντικά υποστελεχωμένη.

Για να ανταποκριθεί στις αυξημένες αρμοδιότητες της (ν. 4001/2011), το οργανόγραμμα προβλέπει 211 θέσεις εργασίας (120 Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό (ΕΕΠ), 17 Έμμισθοι Δικηγόροι και 74 Διοικητικό Προσωπικό).

Σήμερα, το ενεργό τακτικό προσωπικό αντιστοιχεί στο 22% (46/211) των προβλεπομένων από το οργανόγραμμα θέσεων.

Οι ΕΕΠ που απασχολούνται με τη βασική αποστολή της ΡΑΕ (Ρύθμιση, Εποπτεία, Προστασία Καταναλωτών) είναι μόνο το 19% των προβλεπομένων (23/120).

Τελευταία φορά που έγιναν προσλήψεις ήταν το 2013 (14 ΕΕΠ), βάσει διαγωνισμού που προκηρύχθηκε το 2008.

Την ίδια περίοδο, οι αντίστοιχες Ευρωπαϊκές Ρυθμιστικές αρχές αυξάνουν το προσωπικό τους με ρυθμό από 2-5% ετησίως.

Το ανθρώπινο δυναμικό της ΡΑΕ φυλλορροεί.

Η διαρροή του προσωπικού οφείλεται κυρίως στην αναντιστοιχία του όγκου, της δυσχέρειας και της ειδικής ευθύνης της εργασίας σε σχέση με τις απολαβές. Το μόνιμο προσωπικό αποχωρεί για θέσεις κυρίως στην αγορά και σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς με διπλάσιες και τριπλάσιες αποδοχές συν πρόσθετες παροχές… Το μισθολογικό δυσχεραίνει την επιστροφή τους ή την προσέλκυση νέου ανθρωπίνου δυναμικού που θα δεσμευτεί στην παραμονή του στην υπηρεσία.

Είναι αντιφατικό το γεγονός ότι, παρά τη δραματική υποστελέχωση της ΡΑΕ και τις επαναλαμβανόμενες προειδοποιήσεις και εκκλήσεις από την Ολομέλεια και τους εργαζόμενους της Αρχής, επί σειρά ετών δεν έχει ληφθεί κανένα μέτρο, έστω για την άμβλυνση του προβλήματος. Σημειώνεται ότι οι αμοιβές του προσωπικού ορίζονται από  το ενιαίο μισθολόγιο και οι περικοπές μετά τον Νοέμβριο του 2011 είναι κατά μέσο όρο 35%.

Από το 2019, η ΔΕΗ προσλαμβάνει Γενικούς Διευθυντές, Διευθυντές, Βοηθούς Διευθυντές χωρίς διαδικασίες ΑΣΕΠ και χωρίς να υπάγονται στο πλαφόν αμοιβών. Από το 2021, έχουν απελευθερωθεί πλήρως οι αμοιβές στη ΔΕΗ, ενώ οι ίδιες διευκολύνσεις ως προς την πρόσληψη στελεχών και τις αμοιβές τους ισχύουν και για τον ΔΕΔΔΗΕ. Παράλληλα, η ιδιωτικοποίηση του Συστήματος και των Δικτύων Φυσικού Αερίου, έχουν συντελέσει στην κατάργηση του πλαφόν αμοιβών στον ΔΕΣΦΑ, στη ΔΕΠΑ Υποδομών και στις ΕΔΑ. Επίσης, ο ΑΔΜΗΕ, παρά το ότι συνεχίζει να αποτελεί δημόσια επιχείρηση, διαθέτει ευχέρεια προσλήψεων και αμοιβών. Τέλος, το κατατεθέν νομοσχέδιο (άρθρο 146) προβλέπει την επέκταση του καθεστώτος ΔΕΗ και στη ΔΕΠΑ ΕΜΠΟΡΙΑΣ, παρόλο που ελέγχεται από το Δημόσιο.

Παρατηρούμε λοιπόν μία συνεχιζόμενη αβλεψία για τη ΡΑΕ, την ώρα που λαμβάνεται πρόνοια για όλους τους εποπτευόμενους Διαχειριστές και τις ενεργειακές εταιρείες. Το αποτέλεσμα αυτής της δυσανάλογης και δυσμενούς μεταχείρισης της ΡΑΕ και του Προσωπικού της είναι ότι αυτήν τη στιγμή υφίσταται χάσμα αμοιβών και προσωπικού μεταξύ της ΡΑΕ και του ενεργειακού κλάδου. Ο ευρωπαϊκός κανόνας και η αρχή που εφαρμόζεται στα κράτη μέλη είναι αυτή της διατήρησης των αμοιβών του Προσωπικού της Ρυθμιστικής Αρχής σε επίπεδο επαρκώς ανταγωνιστικό ώστε να αποφεύγονται οι διαρροές στελεχών του Ρυθμιστή προς την αγορά, καθώς έχει γίνει αντιληπτό ότι οι διαρροές αυτές αφενός αποδυναμώνουν τον Ρυθμιστή, αφετέρου συντελούν στη μεταφορά ειδικής τεχνογνωσίας προς την αγορά, με ενδεχόμενες συνέπειες στον ίσο ανταγωνισμό. Στη χώρα μας, όμως, όχι μόνο δεν υφίσταται τα τελευταία χρόνια καμία ανταγωνιστικότητα, ούτε καν αναλογία μισθών εποπτεύοντος Ρυθμιστή και εποπτευόμενων φορέων αλλά επιπλέον έχουμε φτάσει στο πρωτοφανές σημείο του χάσματος.

Επιπρόσθετα, οι νεότεροι συνάδελφοι που προσλαμβάνονται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου (ΙΔΟΧ) και εκπαιδεύονται με κόπο στα καθήκοντα του Ρυθμιστή από το μόνιμο προσωπικό, αποχωρούν συστηματικά προς την αγορά, η οποία αξιοποιεί την εμπειρία που απέκτησαν και την τεχνογνωσία τους. Οι αποχωρήσεις αυτές οφείλονται στις πολύ καλύτερες αμοιβές του ιδιωτικού τομέα αλλά και στην έλλειψη προοπτικής σταθερούς απασχόλησης στη ΡΑΕ, καθώς είναι αβέβαιη η παράταση των θέσεων εργασίας ΙΔΟΧ αλλά και εκκρεμεί επί χρόνια η εκκίνηση διαδικασιών πρόσληψης προσωπικού. Αποτελεί διαχρονικό αίτημα να υπάρξει μοριοδότηση κατά την πρόσληψη του μόνιμου προσωπικού ώστε να μπορούν να αξιοποιηθούν στελέχη που διαθέτουν ήδη τεχνογνωσία και έχουν δοκιμασθεί ως προς τις ικανότητες και το ήθος τους ώστε να μπορούν πράγματι να ανταπεξέλθουν στις ειδικές απαιτήσεις της εργασίας στον Ρυθμιστή Ενέργειας. Να σημειώσουμε σχετικά ότι τα τυπικά προσόντα είναι σημαντικά και προφανώς αναγνωρίζουμε την αξία τους, πολλώ δε μάλλον που το τακτικό προσωπικό της Αρχής διαθέτει αυξημένα τυπικά προσόντα. Επιμένουμε ωστόσο ότι η ετοιμότητα ανάληψης καθηκόντων σε Ρυθμιστή δεν διασφαλίζεται απλώς από την κατοχή ενός διδακτορικού τίτλου αλλά από την πιστοποίηση της κατοχής ειδικής εμπειρογνωσίας και της δυνατότητας ανταπόκρισης σε πολυσύνθετα αντικείμενα, δηλαδή αντικείμενα που έχουν ταυτόχρονα πτυχές τεχνικές, οικονομικές και νομικές. Η δυνατότητα αυτή εξακριβώνεται μόνο με ειδικές διαδικασίες συνεντεύξεων ή δοκιμασιών και όχι με την εφαρμογή της πάγιας διοικητικής διαδικασίας της μοριοδότησης τυπικών προσόντων (πολλαπλασιασμός βαθμού πτυχίου, προσαύξηση μεταπτυχιακού κλπ.).

Σε κάθε περίπτωση, οι λίγοι που έχουμε απομείνει στη ΡΑΕ, επιφορτιζόμαστε έναν απελπιστικά αυξανόμενο φόρτο εργασίας. Συνάδελφοι, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι, εργάζονται με προσωπικές θυσίες, χωρίς πρόσθετη αποζημίωση, υπερωρίες, Σαββατοκύριακα και αργίες για να ανταπεξέλθει η ΡΑΕ στις υποχρεώσεις της απέναντι στην αγορά και τους πολίτες.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, να σημειώσουμε ότι το προσωπικό δεν αντιτίθεται στην ανάληψη νέων αρμοδιοτήτων, αναγνωρίζοντας ότι η απόφαση αυτή ανήκει στην Κυβέρνηση. Αντιδρούμε όμως επειδή αυτή η επέκταση γίνεται άναρχα, χωρίς καμία προϋπόθεση για τη διασφάλιση της λειτουργίας των νέων κλάδων και με σοβαρούς κινδύνους για την απώλεια κάθε αποτελεσματικότητας για τον ήδη κλυδωνιζόμενο κλάδο της ενέργειας. Η λογική προσέγγιση είναι της ενίσχυσης των θεμελίων μίας Αρχής πριν την προσθήκη νέων βαρών. Επομένως, η επέκταση πρέπει να γίνει με τον σωστό τρόπο, με επάρκεια πόρων και αξιοπρεπείς αμοιβές.

Στο σχέδιο νόμου δεν υφίσταται καμία πρόνοια για την ενίσχυση της νέας Αρχής, με στελέχη που θα προσληφθούν βάσει κατάλληλου πλαισίου καθώς και τη διαμόρφωση αξιοπρεπών αποδοχών ώστε να αποτραπούν οι αθρόες αποχωρήσεις προσωπικού. Η Πολιτεία φαίνεται να θεωρεί ότι η προσθήκη έξι θέσεων μετακλητών υπαλλήλων επαρκεί για την άσκηση των αρμοδιοτήτων στους νέους κλάδους υδάτων και αποβλήτων. Επομένως, δια της σιγής του νομοθέτη, είναι ξεκάθαρο σε εμάς ότι η ήδη δραματικά υποστελεχωμένη Γραμματεία της ΡΑΕ, η οποία έχει προσληφθεί για την υποστήριξη του κλάδου της ενέργειας, θα αναλάβει χωρίς να ερωτηθεί διαφορετικά καθήκοντα, για την υποστήριξη των υδάτων και των αποβλήτων.

Είναι βέβαια σαφές ότι αν δεν ενισχυθεί το Προσωπικό μας δεν θα μπορέσουμε να ανταποκριθούμε όχι στις νέες, διευρυμένες αρμοδιότητες αλλά ούτε καν στις υφιστάμενες αρμοδιότητες. Κρούουμε τον κώδωνα του κινδύνου. Ο κλάδος της ενέργειας θα περιέλθει στο απόλυτο τέλμα. Ο τομέας της ενέργειας θα μείνει χωρίς εποπτεία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το δημόσιο συμφέρον. Ήδη ασθμαίνουμε και αντιλαμβανόμαστε ότι δεν ανταποκρινόμαστε στο έργο μας, με τον τρόπο που θα θέλαμε και με τον τρόπο που χρειάζονται οι καταναλωτές και η αγορά, παρά το ότι κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό. Ωστόσο, μετά την ανάθεση των νέων αρμοδιοτήτων, η κατάσταση θα αλλάξει άρδην και η ζημία θα είναι ανεπανόρθωτη για τη νέα Αρχή, τον κλάδο της ενέργειας, τους κλάδους των υδάτων και των αποβλήτων, την αγορά, τους καταναλωτές, την εθνική οικονομία. Νίπτουμε τας χείρας μας!

Σημειώνουμε ότι κατά την ακρόαση του Προέδρου της ΡΑΕ στη Βουλή στις 12.05.2022 για τα υπερκέρδη, όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα είχαν συμφωνήσει για την ανάγκη ενίσχυσης της ΡΑΕ αλλά έκτοτε δεν έχει γίνει τίποτα για τη ΡΑΕ…

 

Σχόλια στο σχέδιο νόμου

  1. Το νομοσχέδιο όχι μόνο δεν μεριμνά για την ενίσχυση της ΡΑΕ αλλά αντιθέτως ανοίγει τον δρόμο για την περαιτέρω αποδυνάμωσή της. Όπως καταγράφεται στην Ανάλυση Συνεπειών Ρύθμισης (σελ. 3) «η νέα Αρχή πρέπει να καταστεί πλήρως λειτουργική εντός εξαμήνου από τη σύστασή της, σύμφωνα με σχετικό ορόσημο του Ταμείου Ανάκαμψης». Παρά ταύτα, δεν υπάρχει καμία πρόνοια για τη σύσταση, έστω σε μεταβατικό στάδιο, θέσεων συμβασιούχων για να υποστηρίξει τους νέους κλάδους. Το άρθρο 21 του σχεδίου νόμου φαίνεται να υποστηρίζει ότι η «Ενίσχυση (!!) της Γραμματείας της Ρυθμιστικής Αρχής Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων» θα επιτευχθεί με πρόσθετο δυναμικό 3 θέσεις μετακλητών για τον Αντιπρόεδρο Υδάτων και 3 για τον Αντιπρόεδρο Αποβλήτων. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για μεταφορά εργαζομένων από υπηρεσίες που ήδη ασκούν εποπτική αρμοδιότητα σε ύδατα και απόβλητα. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για σύσταση θέσεων ΙΔΟΧ για το χρονικά περιορισμένο διάστημα της μετάβασης. Από αυτό συμπεραίνουμε ότι η ήδη συρρικνωμένη Γραμματεία της ΡΑΕ θα πρέπει να αναλάβει το πρόσθετο βάρος να ασχοληθεί με τους νέους αυτούς τομείς. Το μόνο αποτέλεσμα θα είναι η αδυναμία άσκησης των καθηκόντων μας στην ενέργεια.
  2. Ως γενικό σχόλιο, παρατηρούμε πως οι νέες αρμοδιότητες στους τομείς αποβλήτων και υδάτων περιορίζονται κυρίως σε εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες και συνεπώς το ανατιθέμενο έργο -επί του παρόντος- είναι σημαντικά υποδεέστερο σε σύγκριση με το έργο του Ρυθμιστή Ενέργειας. Δεδομένης λοιπόν της προφανούς ανισοβαρούς κατανομής καθηκόντων και απαιτήσεων μεταξύ των τριών κλάδων, η αντιμετώπιση του Ρυθμιστή Ενέργειας στο νέο σχήμα, ως «ίσου» μέρους με τους Ρυθμιστές Υδάτων και Αποβλήτων, καταλήγει να υποβαθμίζει τον ρόλο της ΡΑΕ.
  3. Θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι οι θεσπιζόμενοι νέοι πόροι υδάτων και αποβλήτων θα καλύπτουν επαρκώς το κόστος λειτουργίας του κάθε κλάδου στην ανάπτυξη των αρμοδιοτήτων του και τον επιμερισμό των γενικών εξόδων της Αρχής. Σε κάθε περίπτωση, η αξιοποίηση των πόρων του Ρυθμιστή της Ενέργειας υπέρ άλλων σκοπών (ύδατα – απόβλητα) πλην αυτών της ενέργειας, κατά πρώτον, καταλύει την αρχή της ανταποδοτικότητας των τελών του Ρυθμιστή της Ενέργειας, η οποία αποτελεί γενικώς παραδεκτή αρχή που ισχύει από το 1999 (βλ. και ρητή αναφορά του άρθρου 38 του ν. 4001/2011). Περαιτέρω, η διοχέτευση των πόρων του Ρυθμιστή Ενέργειας στους άλλους κλάδους παραβιάζει το ενωσιακό δίκαιο, δεδομένου ότι το άρθρο 57 παρ. 5 της Οδηγίας σαφώς και ανεπιφύλακτα ορίζει «5. Για να προστατεύσουν την ανεξαρτησία της ρυθμιστικής αρχής, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι: […] γ) η ρυθμιστική αρχή διαθέτει χωριστές ετήσιες πιστώσεις του προϋπολογισμού με αυτονομία κατά την εκτέλεση του διατεθέντος προϋπολογισμού». Συνεπώς, καθίσταται αναγκαίο να προβλέπεται, αφενός ότι οι ενεργειακοί πόροι διοχετεύονται στον ενεργειακό κλάδο και αφετέρου ότι ο κλάδος της ενέργειας διαθέτει αυτοτελή προϋπολογισμό, τον οποίο διαχειρίζεται με πλήρη αυτονομία.
  4. Συναφώς, σημειώνουμε ότι δεν υπάρχει καμία γνώση για το τι συνεπάγεται, από οικονομικής πλευράς, η ανάθεση των νέων αρμοδιοτήτων. Το άρθρο 23 του νομοσχεδίου αναφέρει τα εξής: “6. Με την έκδοση της διαπιστωτικής πράξης της παρ. 5, εκκρεμείς συναλλαγές, διοικητικές και δικαστικές υποθέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, στον βαθμό που συμβιβάζονται με τις αρμοδιότητες της Ρ.Α.Α.Ε.Υ., συνεχίζονται από την ίδια, η οποία λειτουργεί ως διάδοχος του Ελληνικού Δημοσίου". Τι παραλαμβάνει η ΡΑΕ; Υπάρχουν αποφάσεις για επιβολή προστίμων στο Δημόσιο, το βάρος των οποίων θα μετακυλισθεί στη ΡΑΕ; Πώς θα χρηματοδοτηθούν αυτές οι εκκρεμείς συναλλαγές, διοικητικές και δικαστικές υποθέσεις; Εις βάρος του κλάδου της ενέργειας; Αυτό παραβιάζει κατάφωρα το ευρωπαϊκό ενεργειακό δίκαιο.
  5. Διαφωνούμε με την παράγραφο 2 του άρθρου 23 «Μεταβατικές Διατάξεις», επειδή η απότομη μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών της Ολομέλειας αντίκειται στην έννοια της ανεξαρτησίας του Ρυθμιστή της Ενέργειας σύμφωνα με την Οδηγία 2019/944. Ειδικότερα, στο άρθρο 57 της Οδηγίας, παρ. 5, προβλέπεται ότι «[…] δ) τα μέλη του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση της ρυθμιστικής αρχής, διορίζονται για ορισμένη θητεία πέντε έως επτά ετών, ανανεώσιμη άπαξ· […]ζ) τα μέλη του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση της ρυθμιστικής αρχής, μπορούν(εί) να απολυθούν(εί) μόνο βάσει διαφανών κριτηρίων. […] Τα μέλη του συμβουλίου ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση είναι δυνατόν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους, διαρκούσης της θητείας τους, μόνον αν δεν πληρούν πλέον τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο ή εάν έχουν κριθεί ένοχα για σοβαρό παράπτωμα βάσει του εθνικού δικαίου.». Αντιπροτείνεται να προβλεφθεί ως μεταβατική διάταξη ότι τα μέλη της Ολομέλειας της ΡΑΕ συνεχίζουν να υπηρετούν στην κλαδική ενεργειακή ολομέλεια της διευρυμένης Αρχής μέχρι και το τέλος της θητείας τους, από τις θέσεις για τις οποίες έχουν επιλεγεί. Η ΡΑΕ είναι μια εν λειτουργία αρχή με κρίσιμες για τον ενεργειακό τομέα αρμοδιότητες, και πρέπει να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της, η οποία θα έπρεπε να ενισχυθεί και όχι να υποβαθμιστεί. Σε κάθε περ[ιπτωση οι οποιοιδήποτε μετασχηματισμοί, αναδιαρθρώσεις και ανασυστάσεις του Ρυθμιστή Ενέργειας δεν πρέπει να οδηγούν στην επιλεκτική κατάργηση Μελών ή θέσεων Μελών της Διοίκησής της διότι τότε ενδέχεται να αποκαλύπτεται ότι η αληθής βούληση της εκτελεστικής εξουσίας είναι η αλλοίωση της σύνθεσης της Ολομέλειας. Ανεξαρτήτως λοιπόν το πώς αποκαλείται ευσχήμως μία τέτοια μεταβολή, δεν πρέπει να οδηγεί σε έλεγχο της Διοίκησης και στην περιστολή της ανεξαρτησίας της. Είναι ζήτημα θεσμικό.
  6. Αναφορικά με την παράγραφο 5 του άρθρου 23 «Μεταβατικές Διατάξεις», σημειώνουμε ότι η κρίση περί επαρκούς ή μη στελέχωσης, μέσω έκδοσης διαπιστωτικής απόφασης, οφείλει να είναι κρίση της Αρχής. Ουδόλως συμβιβάζεται με την έννοια της ανεξαρτησίας το να αποφαίνεται ένα τρίτο όργανο, όπως ο Υπουργός.
  7. Η λειτουργική ανεξαρτησία του Προσωπικού της ΡΑΕ κατά την άσκηση των καθηκόντων του, βάλλεται και από την πρόβλεψη περί σύστασης Επιτροπών στο άρθρο 10 του νομοσχεδίου. Αναφέρεται ότι στις Επιτροπές που θα συγκροτούνται για την εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων που χρήζουν ιδιαίτερης διαχείρισης ή άμεσης επίλυσης, «μπορούν, άνευ άλλης διαδικασίας, να συμμετέχουν και πρόσωπα εκτός των υπηρεσιών της Ρ.Α.Α.Ε.Υ.». Κατά πρώτον, δεν νοείται να συμμετέχουν από κοινού σε επιτροπές το προσωπικό της ΡΑΕ και οι εξωτερικοί σύμβουλοι. Δεν τελούν σε ίδια ή ανάλογη κατάσταση. Το προσωπικό της ΡΑΕ υπόκειται σε ειδικές υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας και αμεροληψίας και παρέχει τα εχέγγυα της ανεξαρτησίας. Κανένας εξωτερικός σύμβουλος δεν παρέχει εφάμιλλες εγγυήσεις. Δεν αποδεχόμαστε λοιπόν να συμμετέχουμε σε επιτροπές με εξωτερικούς συμβούλους και να νομιμοποιούμε έτσι πορίσματα, που δεν προκύπτουν από την ανεξάρτητη εργασία της Γραμματείας. Επιπλέον, σημειώνουμε μία ανεξήγητα δυσμενή μεταχείριση του Προσωπικού της ΡΑΕ έναντι άλλων Αρχών. Παρά τις επαναλαμβανόμενες δημόσιες δηλώσεις του Υπουργού ότι είμαστε αποτελεσματικοί στα καθήκοντά μας και μπορούμε έτσι να αναλάβουμε και νέα, εισάγεται περιορισμός συμμετοχής στις Επιτροπές. Μόνο το 10% λοιπόν του προσωπικού θα μπορεί να εμπλέκεται ενώ σε όλες τις υπόλοιπες Αρχές το ποσοστό ορίζεται στο 100%

Υπάρχει μια ολοφάνερη αντίθεση: από τη μία εμπιστεύεται ο νομοθέτης το προσωπικό της ΡΑΕ για τα νερά και τα απόβλητα, και για τις επιτροπές για θέματα ενέργειας εμπιστεύεται  μόνο το 10%;;

  1. Τέλος, αδυνατούμε να αντιληφθούμε την επιλογή του νέου ονόματος της Αρχής. Η αλφαβητική σειρά δεν συνιστά δόκιμο κριτήριο, δεδομένου ότι η ΡΑΕ δεν ιδρύεται ως Ανεξάρτητη Αρχή τώρα - το 2023 - αλλά υφίσταται από το 1999, διαθέτει προσωπικό, κτήριο και ίδιους πόρους και ασκεί ουσιαστικές αρμοδιότητες. Οι νέες αρμοδιότητες στους τομείς αποβλήτων και υδάτων περιορίζονται κυρίως σε εποπτικές και γνωμοδοτικές αρμοδιότητες και συνεπώς το ανατιθέμενο έργο -επί του παρόντος- είναι σημαντικά υποδεέστερο σε σύγκριση με το έργο του Ρυθμιστή Ενέργειας. Δεδομένης λοιπόν της προφανούς ανισοβαρούς κατανομής καθηκόντων και απαιτήσεων μεταξύ των τριών κλάδων, η «Ενέργεια», με την προτεινόμενη ονομασία, αδικαιολόγητα τίθεται ως δεύτερος τροχός της νέας Αρχής, ενώ είναι και οφείλει να παραμείνει ο κινητήρας αυτής. Προτείνουμε λοιπόν κατ’ ελάχιστο να διατηρηθεί στην ονομασία πρώτα η Ενέργεια και να ακολουθούν οι υπόλοιποι κλάδοι (π.χ. Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, Υδάτων και Αποβλήτων ή Αρχή Ρύθμισης Ενέργειας, Υδάτων και Αποβλήτων (Α.Ρ.ΕΝ.Υ.Α, ή Αρχή Ρύθμισης Ενέργειας, Νερών και Αποβλήτων Α.Ρ.Ε.Ν.Α). Επισημαίνουμε σχετικώς ότι σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου οι Ρυθμιστές Ενέργειας ασκούν και αρμοδιότητες επί των υδάτων ή και επί των αποβλήτων (όπως στην Ιταλία η ARERA), πάντα η «Ενέργεια» αποτελεί την προμετωπίδα.

Οι μέχρι σήμερα ενέργειές μας

Το υφιστάμενο ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων της ΡΑΕ, από την ανάληψη των καθηκόντων του τον Οκτώβριο του 2021, έχει ζητήσει να δει κατ’ επανάληψη τον αρμόδιο υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας για να εκθέσει εκ νέου τα χρονίζοντα προβλήματα – χωρίς ανταπόκριση.

Όταν μας κοινοποιήθηκε – όχι επισήμως, όπως θα έπρεπε, αλλά ανεπίσημα – σχέδιο νόμου για τη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της ΡΑΕ, ζητήσαμε εκ νέου να μιλήσουμε με τον Υπουργό και στείλαμε τις τεκμηριωμένες απόψεις μας – χωρίς ανταπόκριση.

Συμμετείχαμε θεσμικά στη δημόσια διαβούλευση καθώς και στην ακρόαση του σχεδίου νόμου στην αρμόδια επιτροπή στις 07.03.2023. Ο ΥΠΕΝ δεν ήταν καν παρόν την ώρα της παρέμβασής μας στην αίθουσα. Την προηγούμενη μέρα είχε δηλώσει «…η ΡΑΕ δούλεψε, έδειξε ότι μπορεί να σηκώσει μεγάλο βάρος. Πλέον οι αρμοδιότητές της επεκτείνονται και ενισχύεται η αρχή αυτή…»

Οι ενέργειές μας χωρίς ανταπόκριση. Καμία απάντηση, καμία πρόβλεψη για πραγματική ενίσχυση της Αρχής και των εργαζομένων της. Αυτό είναι το ευχαριστώ για το βάρος που σηκώνουμε τόσα χρόνια?

Αυτό το νομοσχέδιο είναι το πλέον κρίσιμο στην ιστορική πορεία της ΡΑΕ. Οι εργαζόμενοι της ΡΑΕ ερμηνεύουμε τη μη-συμμετοχή μας κατά την επεξεργασία του, τη μη-λήψη υπόψη των παρατηρήσεων μας και την παράλειψη επί τόσα χρόνια της ικανοποίησης έστω στο ελάχιστο των αιτημάτων μας για προσλήψεις και ελκυστικότερο πλαίσιο αποδοχών ως τιμωρητικά γεγονότα.

Έτσι φτάσαμε σήμερα να σας καλέσουμε για να ακουστούν οι θέσεις μας.

 

Τι διεκδικούμε

  1. Τη συνέχιση ενασχόλησης με τον κλάδο ενέργειας (πλην όσων τυχόν αιτηθούν εξαιρετικώς τη μεταφορά τους σε άλλο κλάδο) του υφιστάμενου προσωπικού της ΡΑΕ – ΙΔΑΧ, Έμμισθοι Δικηγόροι και ΙΔΟΧ – αλλά και τη διατήρηση στον κλάδο της ενέργειας των προβλεπόμενων θέσεων εργασίας βάσει της απόφασης ΔΙΠΑΑΔ/Φ.ΕΓΚΡ./187/16085/21.6.2018 και του Οργανισμού της Αρχής (ΦΕΚ Β΄ 57/12.01.2023) – 211 θέσεις εργασίας.
  2. Πρόβλεψη επαρκών νέων θέσεων εργασίας για την κάλυψη των αναγκών των νέων αρμοδιοτήτων στα νερά και τα απόβλητα.
  3. Οι διαδικασίες προκήρυξης των προβλεπόμενων θέσεων πρέπει να εκκινήσουν άμεσα με ειδικές προβλέψεις για τους υφιστάμενους εργαζόμενους ΙΔΟΧ που χρόνια στηρίζουν το έργο της ΡΑΕ.
  4. Θέσπιση ειδικής πρόσθετης αμοιβής/ αποζημίωσης για όλο το προσωπικό της ΡΑΕ ανεξαρτήτως της θέσης, σχέσης ή σύμβασης εργασίας του.
  5. Χορήγηση, στους νέους υπαλλήλους της ΡΑΕ, όποτε αυτοί προσληφθούν αλλά και σε όσους τυχόν δικαιούνται, της προσωπικής διαφοράς της παραγράφου 1 του άρθρου 27 του ν. 4354/2015 (Α΄ 176), όπως αυτή διαμορφώθηκε κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) και της υπ’ αριθμ. 2/17127/0022/28.02.2012 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Β΄ 498), όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους.

Επιπρόσθετα μας έχει κοινοποιηθεί σχέδιο διαφαινόμενης τροπολογίας για 7 Ανεξάρτητες Αρχές που περιλαμβάνει ειδικές ρυθμίσεις για θεσμικά και μισθολογικά θέματα. Επ’ αυτών αναφέρουμε τις ενστάσεις μας

ΑΡΘΡΟ 3- ΑΠΟΣΠΑΣΕΙΣ & ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

Το άρθρο προσπαθεί να λύσει το θέμα της υποστελέχωσης των αρχών κατά τρόπο άδικο και τιμωρητικό. Η ανάσχεση φυγής  του προσωπικού από τις ΑΑ δεν λύνεται με κατάργηση της κινητικότητας (όπως ισχύει σε όλο το δημόσιο)  με περιορισμούς και πλαφόν αλλά αντίθετα με αμοιβές που αναγνωρίζουν στην πράξη το σημαντικό παραγόμενο έργο και ενισχύουν την προσέλκυση νέου αίματος σε αυτές.

Ζητάμε να ισχύει η κινητικότητα όπως σε όλο το Δημόσιο και την απόσυρση του άρθρου.

ΑΡΘΡΟ 6- ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΙΝΗΤΡΩΝ & ΑΜΟΙΒΩΝ

Το άρθρο με την παροχή μπόνους αναιρεί και διαιρεί τη συλλογική προσπάθεια για την επίτευξη του έργου των Αρχών. Η εκπλήρωση των στόχων της κάθε Αρχής είναι αποτέλεσμα πολλών και διαφορετικών τμημάτων και δεν είναι δυνατόν να διαχωρίζει τους εργαζόμενους, όπως συμβαίνει στην πράξη, σε αρεστούς και μη. Αντίθετα πρέπει να λειτουργεί συμπληρωματικά μια ειδικής πρόσθετης αμοιβής που θα ενισχύει ουσιαστικά και θα καλύπτει τις ανάγκες όλων ανεξαιρέτων των εργαζομένων.

Ζητάμε την ειδική πρόσθετη αμοιβή για όλο το προσωπικό  και όποιο σύστημα μπόνους να λειτουργεί συμπληρωματικά.

Υπερωρίες εκτός ωραρίου Σάββατα-Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες δεν μπορεί να είναι υποχρεωτικές αλλά μόνο κατ’ επιλογή όσων το επιθυμούν.

 

Επόμενες ενέργειες

Πρόθεσή μας ως ΔΣ είναι να προχωρήσουμε σε στάση εργασίας με τη στήριξη της Ομοσπονδίας Εργαζόμενων Ανεξάρτητων Αρχών, ώστε να παραστούμε σε συγκέντρωση στη Βουλή κατά τη διάρκεια συζήτησης και ψήφισης του νόμου καθώς και όποια άλλη ενέργεια κριθεί σκόπιμη για να ακουστούν τα αιτήματά μας.

Εφόσον δεν υπάρξουν προβλέψεις για την ενίσχυση της ΡΑΕ και του προσωπικού της και ο τελικός νόμος θίγει την ανεξαρτησία του ρυθμιστή της ενέργειας, θα προχωρήσουμε σε καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για παραβίαση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 και της Οδηγίας 2009/72 δεδομένου ότι το άρθρο 57 «Διορισμός και ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών» προβλέπει:

«[…] 4. Τα κράτη μέλη εγγυώνται την ανεξαρτησία της ρυθμιστικής αρχής και διασφαλίζουν ότι ασκεί τις εξουσίες της με αμεροληψία και διαφάνεια. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων που τους ανατίθενται βάσει της παρούσας οδηγίας και της σχετικής νομοθεσίας, η ρυθμιστική αρχή:

α) είναι νομικά διακριτή και λειτουργικά ανεξάρτητη από κάθε άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα,

β) διασφαλίζει ότι το προσωπικό τους και όλα τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διοίκησή της: i) ενεργούν ανεξάρτητα από οποιοδήποτε αγοραίο συμφέρον· και ii) δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν απευθείας οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα κατά την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων. Με την απαίτηση αυτή δεν θίγεται η, κατά περίπτωση, στενή συνεργασία με άλλες συναφείς εθνικές αρχές ούτε οι γενικοί πολιτικοί προσανατολισμοί που εκδίδει η κυβέρνηση και οι οποίοι δεν συνδέονται με τα κατά το άρθρο 59 καθήκοντα και αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής.

5. Για να προστατεύσουν την ανεξαρτησία της ρυθμιστικής αρχής, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι:

α) η ρυθμιστική αρχή μπορεί να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις, ανεξάρτητα από κάθε πολιτικό οργανισμό ·

β) η ρυθμιστική αρχή διαθέτει όλους τους ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους που χρειάζεται για να εκτελεί τα καθήκοντα και να ασκεί τις εξουσίες της κατά τρόπο αποτελεσματικό και αποδοτικό·

γ) η ρυθμιστική αρχή διαθέτει χωριστές ετήσιες πιστώσεις του προϋπολογισμού με αυτονομία κατά την εκτέλεση του διατεθέντος προϋπολογισμού·

δ) τα μέλη του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση της ρυθμιστικής αρχής, διορίζονται για ορισμένη θητεία πέντε έως επτά ετών, ανανεώσιμη άπαξ·

ε) τα μέλη του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση της ρυθμιστικής αρχής, διορίζονται βάσει αντικειμενικών, διαφανών και δημοσιευμένων κριτηρίων με ανεξάρτητη και αμερόληπτη διαδικασία, η οποία διασφαλίζει ότι οι υποψήφιοι διαθέτουν τις απαραίτητες δεξιότητες και την εμπειρία για κάθε συναφή θέση στη ρυθμιστική αρχή ·

στ) προβλέπονται διατάξεις περί σύγκρουσης συμφερόντων και οι υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας εξακολουθούν να ισχύουν μετά το τέλος της εντολής στο πλαίσιο της ρυθμιστικής αρχής των μελών του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, της ανώτερης διοίκησης της ρυθμιστικής αρχής·

ζ) τα μέλη του συμβουλίου της ρυθμιστικής αρχής ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση της ρυθμιστικής αρχής, μπορούν(εί) να απολυθούν(εί) μόνο βάσει διαφανών κριτηρίων.

Όσον αφορά το στοιχείο δ) του πρώτου εδαφίου, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν κατάλληλο σύστημα περιτροπής για το συμβούλιο ή την ανώτερη διοίκηση. Τα μέλη του συμβουλίου ή, ελλείψει συμβουλίου, η ανώτερη διοίκηση είναι δυνατόν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους, διαρκούσης της θητείας τους, μόνον αν δεν πληρούν πλέον τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο ή εάν έχουν κριθεί ένοχα για σοβαρό παράπτωμα βάσει του εθνικού δικαίου.[…]»

 

Κλείνοντας,

Εκτιμούμε ότι το παρόν νομοσχέδιο θα φέρει την πλήρη αποδυνάμωση και αποσύνθεση της Αρχής και το καταγράφουμε ως ένα μεγάλο πλήγμα στην ανεξαρτησία μας.

Αυτόν τον θεσμό της ανεξάρτητης αρχής, επί χρόνια υποστηρίζουμε ενεργά εμείς όλοι οι εργαζόμενοι της ΡΑΕ, με τη σκληρή και υπεύθυνη εργασία μας, υπό αντίξοες συνθήκες και με υψηλό αίσθημα ευθύνης.

Για όλους αυτούς τους λόγους, σας καλούμε σε αυτή την προσπάθεια να σταθείτε δίπλα μας προβάλλοντας τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων της ΡΑΕ στην κοινωνία και από την πλευρά μας υποσχόμαστε ότι θα παραμείνουμε σταθεροί στην προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος.

Σας ευχαριστούμε.

Με τιμή ο Σύλλογος Εργαζομένων στη ΡΑΕ.

Αθήνα, 13.03.2023