Το στοίχημα της Ενεργειακής Δημοκρατίας .
Οι τρεις επάλληλες κρίσεις της εποχής μας, η υγειονομική, η κλιματική και η οικονομική, μας ωθούν να ξανασκεφτούμε τις αναπτυξιακές μας αποφάσεις τις τελευταίες δεκαετίες.
Ας αναφέρουμε το ακόλουθο παράδειγμα. Φέτος, στις αρχές Απριλίου, και ενώ οι γιατροί στις ΗΠΑ προειδοποιούσαν για τη λήψη άμεσων μέτρων περιορισμού της εξάπλωσης του COVID-19, ο Πρόεδρος της, Donald Trump, είχε αλλού στραμμένη την προσοχή του. Συγκέντρωνε Διευθύνοντες Συμβούλους από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στον Λευκό Οίκο. Ο πανικός των παραγωγών πετρελαίου, και ειδικά αυτών που εξορύσσουν από σχιστολιθικά πετρώματα, ήταν έκδηλος, η πτώση των τιμών τεράστια, και ο Trump είχε αποφασίσει με κάθε τρόπο να τους βοηθήσει. Προτάθηκαν από δασμοί στις εισαγωγές μέχρι αγορά της πλεονάζουσας ποσότητας πετρελαίου από την ίδια την κυβέρνηση. Στα μέσα Απριλίου, ο Trump ανακοίνωνε τελικά συμφωνία με τον Ρώσο Πρόεδρο Vladimir Putin και τον Διάδοχο του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Mohammed bin Salman για μείωση της παραγωγής πετρελαίου. Η συμφωνία αυτή προφανώς και δεν απέτρεψε τελικά την ιστορική συντριβή των τιμών του πετρελαίου (αρνητικές τιμές στις 20/4).
Αργότερα τον Απρίλιο, η Ursula von der Leyen, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ), παρουσίαζε μία διαφορετική κατεύθυνση για το νέο αναπτυξιακό μοντέλο της Γηραιάς Ηπείρου. Μία Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, που θα αποτελέσει «την μηχανή ανάκαμψης» της ΕΕ. «Μπορούμε να μετατρέψουμε την κρίση της πανδημίας σε μία ευκαιρία να κτίσουμε ξανά τις οικονομίες μας με διαφορετικό τρόπο», δήλωνε. Μέσα από ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, που εμβαθύνει στην ενεργειακή δημοκρατία και στοχεύει να καταστήσει την παραγωγή καθαρής ενέργειας υπόθεση όλων των πολιτών και όχι μόνο λίγων μεγάλων εταιριών. Ανακοινώθηκε τελικά πριν λίγες μέρες (21/7) το νέο χρηματοδοτικό πακέτο, που περιλαμβάνει το ταμείο ανάκαμψης (750 δισ. €) και το επταετές Χρηματοδοτικό Πλαίσιο 2021-2027 (€1,074 τρισ. €), για να υποστηρίξει αυτήν την προσπάθεια.
Σήμερα, σύμφωνα με το ΔΝΤ, έχουν ανακοινωθεί δημοσιονομικά μέτρα ύψους πάνω από 10 τρισ. δολάρια σε παγκόσμια κλίμακα για να περιοριστεί ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας. Με τους οικονομολόγους μάλιστα να υποστηρίζουν ότι το ποσό αυτό θα πολλαπλασιαστεί το επόμενο διάστημα. Παραμένει όμως ζητούμενο το βασικό ερώτημα: προς ποια κατεύθυνση ανάπτυξης;
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι το παγκόσμιο ΑΕΠ πρόκειται να συρρικνωθεί φέτος κατά τουλάχιστον 5%. Μεγαλύτερη συρρίκνωση έλαβε χώρα μόνο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Τότε που οι ΗΠΑ ξεκίνησαν να χτίζουν την παγκόσμια οικονομία με βάση τα ορυκτά καύσιμα. Το μεγαλύτερο κονδύλιο του Σχεδίου Μάρσαλ της Αμερικανικής κυβέρνησης για την ανάκαμψη της Ευρωπαϊκής οικονομίας τότε, οδηγούσε νομοτελειακά και στην δική της εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Αυτή η ανάπτυξη είχε συγκεντρωτικό χαρακτήρα, με τον έλεγχο της να είναι κλειστός, μόνο για όσους είχαν άμεση πρόσβαση στις ορυκτές πηγές ενέργειας. Και βασικό στόχο της είχε την υπερκατανάλωση, αγνοώντας κοινωνικά κόστη, περιβαλλοντικές επιπτώσεις και εισοδηματικές ανισότητες. Η «υποσχετική» για αέναη ανάπτυξη, απαιτούσε αέναη προμήθεια πετρελαίου για εργοστάσια, αυτοκίνητα και αεροπλάνα. Σε αυτή τη βάση, το 1945, ο Franklin D. Roosevelt συμφώνησε με τον Ibn Saud, τον 1ο Βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, για προνομιακή πρόσβαση στα τεράστια πετρελαϊκά κοιτάσματα της χώρας. Κάθε Αμερικανός Πρόεδρος από τότε, συνέχιζε αυτήν την παράδοση.
Το χρηματοδοτικό πακέτο που τώρα συμφωνήθηκε στην Ευρώπη για την ανάκαμψη από την πανδημία, είναι μία μοναδική ευκαιρία για αλλαγή κατεύθυνσης, από την μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Τους αμέσως επόμενους μήνες, τα κράτη – μέλη θα καταθέσουν τα εθνικά τους σχέδια. Για την Ελλάδα, θα αφορά σε ένα πακέτο ύψους 72 δισ. (32 δισ. από το Ταμείο και κοντά στα 40 δισ. ευρώ από το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027).
Τα πρώτα στοιχεία του σχεδίου που παρουσιάστηκαν (στις 14/7 από την «Επιτροπή Πισσαρίδη») δεν αποτυπώνουν την προσδοκώμενη αλλαγή του αναπτυξιακού μοντέλου για την ελληνική οικονομία.
Προτείνεται, για παράδειγμα, ως βασικός άξονας, να δοθούν φορολογικά κίνητρα σε νοικοκυριά να επενδύσουν στο Χρηματιστήριο. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι οι μετοχές των νοικοκυρών; Ή να καταστήσουμε τα νοικοκυριά συμμέτοχα στην δράση για το κλίμα και περισσότερο ανθεκτικά στις μελλοντικές κρίσεις;
Τονίζεται η ανάγκη να δοθούν κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών με στόχο την μεγέθυνσή τους. Μα ο στόχος είναι μία ποσοτική μεγέθυνση ή η ανάπτυξή τους με περιβαλλοντική και κοινωνική ευθύνη;
Ακόμα και η ψηφιοποίηση προσεγγίζεται χωρίς να αλλάζει το υφιστάμενο πολυδαίδαλο σύστημα. Μήπως αναβαθμίζουμε ψηφιακά τη γραφειοκρατία; Υπάρχουν σημαντικές ευκαιρίες να προχωρήσουμε στον εκσυγχρονισμό και στην ψηφιοποίηση σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι αυτός των δικτύων ενέργειας. Ώστε να ενισχύσουμε τα αποκεντρωμένα συστήματα διαμοιρασμού καθαρής ενέργειας, προωθώντας στην πράξη την ενεργειακή δημοκρατία.
Η αναπτυξιακή διάσταση είναι βαθιά συνδεδεμένη με τον ενεργειακό μετασχηματισμό και την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Η πορεία αυτή θα βασίζεται τελικά σε ανοιχτά συστήματα «συν-διαμόρφωσης» ή σε κλειστά συστήματα διατήρησης του «ελέγχου»; Αυτό το ερώτημα θα μας απασχολήσει το επόμενο διάστημα.
(ΤΟ ΒΗΜΑ, 2/8/2020)