Οι τοπικές κοινωνίες μπροστά στην ενεργειακή αλλαγή.
Χρειαζόμαστε σημαντικές επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) τα επόμενα χρόνια, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση. Εκτιμάται ότι οι επενδύσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα χρειαστεί να υπερδιπλασιαστούν, από τα περίπου 300 δισ. $ το 2018 σε περισσότερα από 650 δισ. $ κατά μέσο όρο για κάθε έτος την περίοδο 2020-2050, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμης Ενέργειας.
Είναι όμως οι επενδύσεις αυτές κερδοφόρες;
Το προηγούμενο διάστημα μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, με την εξαιρετικά πτωτική ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια, οι εταιρείες είχαν, για την κάλυψη της, τον άνθρακα ως τελευταία τους επιλογή. Σε πρόσφατη μελέτη του πανεπιστήμιου του Imperial, οι επενδύσεις ΑΠΕ σε Γερμανία και Γαλλία είχαν απόδοση κοντά στο 180% σε μία περίοδο 5 ετών, ενώ οι αντίστοιχες επενδύσεις ορυκτών καυσίμων λίγο πάνω από 20%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, για την ίδια περίοδο, οι επενδύσεις σε πράσινη ενέργεια είχαν αποδόσεις κοντά στο 75%, ενώ οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα μετά βίας προσέγγιζαν το 10%. Στη χώρα μας, η τελευταία δημοπρασία για τις ΑΠΕ (2 Απριλίου) έκλεισε με τιμές κάτω του κόστους παραγωγής των λιγνιτικών μονάδων. Επιπλέον, οι μετοχές των εταιρειών πράσινης ενέργειας ήταν λιγότερο ασταθείς σε διακυμάνσεις, συγκριτικά με αυτές των ορυκτών καυσίμων, τα σχετικά χαρτοφυλάκια των οποίων κατέρρευσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Ακόμα και στις ΗΠΑ, των οποίων ο Πρόεδρος συνεχίζει να υποστηρίζει τα ορυκτά καύσιμα, οι ΑΠΕ τους προηγούμενους μήνες ξεπέρασαν τον άνθρακα στην κάλυψη της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά από το 1885, τη χρονιά που αναγέρθηκε ο πρώτος ουρανοξύστης των ΗΠΑ στο Σικάγο. Η τρέχουσα κατάρρευση του άνθρακα θα ήταν σχεδόν αδιανόητη μία δεκαετία πριν, όταν τα ορυκτά καύσιμα κάλυπταν τη μισή ηλεκτροπαραγωγή των ΗΠΑ. Πρωτόγνωρο ήταν και αυτό που συνέβη στην Ελλάδα, μόλις πριν λίγες εβδομάδες. Στις 8 Ιουνίου, για οικονομικούς λόγους, δεν λειτούργησε κανένας λιγνιτικός σταθμός, για πρώτη φορά εδώ και 60 χρόνια.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η μέχρι πρόσφατα επικρατούσα άποψη πως οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα είναι πιο προσοδοφόρες σε σχέση με αυτές των ΑΠΕ είναι απολύτως λανθασμένη.
Γιατί όμως παραμένουν οι επενδύσεις αυτές σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, παρά τις πολύ καλές οικονομικές τους αποδόσεις;
Διότι η μετάβαση στις ΑΠΕ σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, γίνεται με παλιούς όρους. Έχει κυρίως συγκεντρωτικό χαρακτήρα, και διενεργείται βασικά με μεγάλα έργα και συμμετοχή μερικών μόνο μεγάλων εταιρειών.
Όμως, η προώθηση τους απαιτεί ένα άλλο υπόδειγμα ανάπτυξης. Σε αυτό, θα πρέπει να προωθείται η αποκεντρωμένη παραγωγή ενέργειας από τον απλό πολίτη, ο οποίος μετατρέπεται από καταναλωτή σε αυτοπαραγωγό πράσινης ενέργειας και βασικό συν-διαμορφωτή της ενεργειακής αλλαγής. Αυτό το μοντέλο της συνιδιοκτησίας από τους πολίτες και τις τοπικές κοινωνίες μπορεί μόνο να δώσει το βάθος και την ένταση που χρειαζόμαστε για την επόμενη κρίσιμη δεκαετία. Αυξάνοντας την ταχύτητα προώθησης των έργων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα μεγάλα ποσοστά συναίνεσης στην κλιματική δράση.
Στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, της Γερμανίας, το μοντέλο αυτό λειτουργεί στην πράξη. Πάνω από το 40% των έργων ΑΠΕ ανήκει σε πολίτες που παράγουν την δική τους πράσινη ενέργεια. Μόνο η ηλιακή ενέργεια που παράγεται στις στέγες των πολιτών τους κατατάσσει αθροιστικά στους 15 μεγαλύτερους παραγωγούς ενέργειας της Ευρώπης. Στη Δανία, που θα είναι η πρώτη χώρα που θα βασίζεται εξ ολοκλήρου στις ΑΠΕ το 2030, ήδη από το πρώτο υπεράκτιο αιολικό της πάρκο το 2001 (ανοιχτά της Κοπεγχάγης, στη θάλασσα του Μίντελγκρουντεν), το ήμισυ ανήκε σε 8.500 μικροεπενδυτές και στη δημοτική επιχείρηση ηλεκτρισμού. Η δε χορήγηση αδειών σε έργα αιολικής ενέργειας δίνονταν μόνο μόνο εάν η ιδιοκτησία τους ανήκε τουλάχιστον κατά 20% σε τοπικές κοινότητες.
Το σχέδιο ανάκαμψης για την μετά COVID-19 περίοδο στην Ευρώπη προϋποθέτει μία έκρηξη στη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Το ελληνικό σχέδιο θα πρέπει να έχει μία ξεκάθαρη αναπτυξιακή διάσταση με τους πολίτες συν-διαμορφωτές και, σε πολλές περιπτώσεις, συν-ιδιοκτήτες αυτών των επενδύσεων.
Με την έμφαση στα μικρά και μεσαία έργα ΑΠΕ, εγγύτερα στα σημεία ζήτησης, σε επιχειρήσεις και κατοικίες. Και ουσιαστική θεσμική ενίσχυση των συνεργατικών μοντέλων ανάπτυξης, όπως οι πραγματικές ενεργειακές κοινότητες, ώστε να δίνουν τη δυνατότητα σε κατοίκους νησιών, απομακρυσμένων περιοχών, πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, Δήμων, Περιφερειών, ακόμα και ενοίκων πολυκατοικιών να παράγουν, αποθηκεύουν και καταναλώνουν την ενέργεια, και, αν τους περισσεύει, να την πωλούν και να διαμοιράζονται τα κέρδη. Αυτή η προσέγγιση είναι σημαντική και για έναν ακόμα λόγο. Η ενεργειακή φτώχεια χτυπά πάνω από 50 εκατομμύρια πολίτες της Ευρώπης και στη χώρα μας ξεπερνά τις 700 χιλιάδες οικογένειες. Αντί να επιδοτούμε κάθε χρόνο την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος των ευάλωτων νοικοκυριών, ας θωρακίσουμε την κατοικία τους, καθιστώντας τους ταυτόχρονα μικροπαραγωγούς της δικής τους ενέργειας, εξαλείφοντας οριστικά το πρόβλημα.
Με τον τρόπο αυτό, η χώρα μπορεί να κάνει την υπέρβαση, αξιοποιώντας την ευκαιρία για μία διαφορετική αρχή.
*Χάρης Δούκας, Αν. Καθηγητής, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών, ΕΜΠ
**το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής (28 Ιουνίου 2020)
7 Ιουλίου 2020