Πρωτοβουλίες για να διατηρήσουμε την τεράστια επενδυτική δυναμική των δύο τελευταίων ετών για πράσινα έργα

Το 2022 ήταν μία χρονιά με πρωτοφανείς προκλήσεις για τον διεθνή ενεργειακό κλάδο. 

Η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, έκανε για πρώτη φορά πιθανή την έλλειψη του καυσίμου που χρησιμοποιείται αυτή τη στιγμή για το 1/3 περίπου της ηλεκτροπαραγωγής στην Ευρώπη. Παράλληλα, προκάλεσε ένα ντόμινο πληθωριστικών πιέσεων που επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει πολλούς τομείς της οικονομίας.

 

Το 2023 ξεκινά με τους φορείς της Ενέργειας πανευρωπαϊκά να έχουν στην κορυφή των προτεραιοτήτων τους τη διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας, με σχέδια ανταπόκρισης σε διαφορετικά σενάρια κινδύνου αλλά και εξοικονόμησης ενέργειας.

Παράλληλα, με το κόστος της ενεργειακής κρίσης να προσεγγίζει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ μέχρι σήμερα για τα ευρωπαϊκά κράτη και με την κλιματική κρίση δυστυχώς να επιδεινώνεται, η πράσινη μετάβαση αναδεικνύεται ίσως στον πιο κρίσιμο παράγοντα για την ανθεκτικότητα και τη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης.

Για να πετύχουμε την απεξάρτηση από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να οδηγηθούμε με μεγαλύτερη ταχύτητα και ασφάλεια στην ενεργειακή μετάβαση, είναι κρίσιμο να αναγνωριστεί ο ρόλος των ηλεκτρικών δικτύων.  

Ανάγκη να αυξηθούν οι επενδύσεις σε δίκτυα

Περισσότερα έργα μεταφοράς, δηλαδή περισσότερα ηλεκτρικά δίκτυα, σημαίνουν ταχύτερη ενσωμάτωση ΑΠΕ στο σύστημα και άρα ταχύτερη ενεργειακή μετάβαση. 

Χρειαζόμαστε τα ηλεκτρικά δίκτυα για να μπορούμε να εξασφαλίσουμε επαρκή ενέργεια, πιο φιλική περιβαλλοντικά και πιο προσιτή οικονομικά για όλους τους Ευρωπαίους καταναλωτές, που σήμερα σηκώνουν δυσβάσταχτο ενεργειακό κόστος. 

 

Η τεράστια επενδυτική δυναμική των δύο τελευταίων ετών για πράσινα έργα, είναι ανάγκη να συνεχιστεί το 2023, με περισσότερη έμφαση όμως στα έργα ανάπτυξης των ηλεκτρικών δικτύων.

Με δεδομένη τη ραγδαία αύξηση των ΑΠΕ, εκτιμάται ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι επενδύσεις σε έργα ανάπτυξης ηλεκτρικών δικτύων θα πρέπει να αυξηθούν κατά 50-70% (!) και να ανέλθουν σε 34-39 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση μέχρι το 2030.

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι για έργα ΑΠΕ και δικτύων θα εισρεύσουν επενδυτικά κεφάλαια 30 δισ. ευρώ έως το τέλος της δεκαετίας.

Ο ΑΔΜΗΕ είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς επενδυτές στη χώρα, με ένα δεκαετές πρόγραμμα έργων που αγγίζει τα 5 δισ. ευρώ. Με τις πράσινες επενδύσεις του Διαχειριστή,  ο διαθέσιμος ηλεκτρικός χώρος για ενσωμάτωση ΑΠΕ αναμένεται να αυξηθεί από 18 GW σήμερα σε 28 GW, υπερδιπλασιάζοντας το μέγεθος του συστήματος μεταφοράς. 

Οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, που προχωρούν με ταχύ ρυθμό στα νησιά και την ηπειρωτική χώρα, ενισχύουν ήδη την ασφάλεια ενεργειακής τροφοδοσίας και συμβάλλουν στη μείωση του ανθρακικού αποτυπώματος που προέρχεται από την ηλεκτροπαραγωγή. 

Παράλληλα, ο ΑΔΜΗΕ ενισχύει και το δίκτυο των διεθνών διασυνδέσεων με όλα τα γειτονικά ευρωπαϊκά κράτη, ενώ συνδράμει δύο κρίσιμα έργα διηπειρωτικών διασυνδέσεων που δρομολογούνται στην Ανατολική Μεσόγειο: τις διασυνδέσεις Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Αιγύπτου. Αυτοί οι νέοι διεθνείς ενεργειακοί διάδρομοι, με επίκεντρο την Ελλάδα, θα ενισχύσουν την ενεργειακή επάρκεια της Ευρώπης, διαφοροποιώντας τις πηγές εφοδιασμού της με καθαρούς ενεργειακούς πόρους. Επιπλέον, θα δώσουν στη χώρα μας την ευκαιρία να γίνει εξαγωγέας πράσινης ενέργειας, καθώς δεδομένου του υψηλού ανανεώσιμου δυναμικού που διαθέτει η Ελλάδα, οι ΑΠΕ αναμένεται να κυριαρχήσουν στο εθνικό ενεργειακό μείγμα και η παραγωγή τους να υπερκαλύπτει την εσωτερική κατανάλωση. 

Μονόδρομος η ενεργειακή μετάβαση

Η ενεργειακή μετάβαση είναι ο αναγκαίος δρόμος που οφείλουμε να ακολουθήσουμε για να παραδώσουμε ένα βιώσιμο μέλλον στις επόμενες γενιές. Ο δρόμος αυτός γνωρίζουμε ωστόσο ότι θα είναι δύσβατος.

Η αλματώδης ανάπτυξη των ΑΠΕ, αν και απολύτως επιθυμητή, θέτει τεράστιες προκλήσεις για τα ενεργειακά συστήματα της Ευρώπης. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, καλούμαστε να ενσωματώσουμε με ασφάλεια συνεχώς περισσότερες ΑΠΕ σε ηλεκτρικά συστήματα που είναι στην πλειονότητά τους παλαιωμένα και έχουν σχεδιαστεί με σκοπό τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από ευέλικτες θερμικές μονάδες στους καταναλωτές. 

Πλέον χρειαζόμαστε ένα σύστημα το οποίο θα διακινεί την ηλεκτρική ενέργεια από διεσπαρμένες και στοχαστικές πηγές και παράλληλα θα μπορεί να απορροφά, με τη μέγιστη ασφάλεια και αποδοτικότητα, ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες ανανεώσιμης παραγωγής από ολόκληρη τη χώρα. 

Προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να γίνει μία σειρά από αναγκαίες προσαρμογές στα ηλεκτρικά συστήματα, όπως ενίσχυση της ανθεκτικότητας των υποδομών έναντι των ακραίων καιρικών φαινομένων και τα έργα ψηφιακού μετασχηματισμού των δικτύων για πιο αποτελεσματική κατανομή των φορτίων σε συνθήκες αυξημένης διείσδυσης ΑΠΕ. Επιπλέον, η ενσωμάτωση συστημάτων αποθήκευσης θα μας επιτρέψει να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της καθαρής ενέργειας. Ωστόσο, οι τεχνολογίες αυτές, σήμερα και για τουλάχιστον κάποια χρόνια ακόμη, δεν είναι οικονομικά προσιτές. 

Είναι σαφές ότι θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο. Για αρκετά μεγάλο διάστημα στο μέλλον, θα χρειάζεται να έχουμε ανά πάσα στιγμή στη διάθεσή μας την απαιτούμενη ισχύ μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα ώστε να καλύπτεται η ζήτηση όταν δεν θα υπάρχει επαρκής παραγωγή από ΑΠΕ, π.χ. σε κύματα σφοδρής κακοκαιρίας. 

Η συνύπαρξη των ΑΠΕ σε κάποιο βαθμό με τα ορυκτά καύσιμα θα έχει αναπόφευκτη επίπτωση στις τιμές της ενέργειας, αλλά και στο περιβάλλον. Αυτό το διπλό κόστος που πρέπει να καταβάλουμε μέχρι να συντελεστεί η ενεργειακή μετάβαση, είναι κρίσιμο να επιμεριστεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης. Τα κράτη καλούνται να αναλάβουν νέους ρόλους σε αυτή τη δύσκολη μεταβατική περίοδο, ώστε να διασφαλίσουν την πρόσβαση όλων των πολιτών στο κοινωνικό αγαθό της ενέργειας χωρίς αποκλεισμούς. 

* Ο κ. Μάνος Μανουσάκης είναι Προέδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2023