Πως ο κορωνοϊός συνηγορεί υπέρ των ΑΠΕ και αποτελεί επιχείρημα κατά των ορυκτών καυσίμων.
Η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα κατέστησε τις χώρες πιο εκτεθειμένες στο οικονομικό πλήγμα παγκόσμιων κρίσεων όπως ο κορωνοϊός και οι κυβερνήσεις πρέπει να στραφούν στις ΑΠΕ για να μειώσουν τέτοιους κινδύνους, όπως δήλωσε ένας κορυφαίος οικονομολόγος.
Δρ. Τσαρλς Ντόνοβαν, διευθυντής του Κέντρου Κλιματικών Οικονομικών και Επενδύσεων στο οικονομικό πανεπιστήμιο Imperial του Λονδίνου, σχολίασε τα παραπάνω στο Forbes στα τέλη μιας εβδομάδας που χαρακτηρίστηκε από την επιβεβαίωσε του κορωνοϊού ως πανδημία μαζί με την ανακοίνωση της Σ. Αραβίας ότι θα αυξήσει την παραγωγή της σε μια περίοδο μειωμένης ζήτησης. Το συνδυαστικό χτύπημα έστειλε τον δείκτη Dow Jones Industrial Average κάτω έως και 10%, δηλαδή η μεγαλύτερη πτώση από το 1987, οδηγώντας τις κεντρικές τράπεζες να διατυπώσουν νέες προβλέψεις για ύφεση.
"Νομίζω ότι εισερχόμαστε σε μια νέα φάση αβεβαιότητας", δήλωσε ο Ντόνοβαν. "Είναι οι ατυχείς συνέπειες μιας παγκόσμιας αγοράς που είναι εκτεθειμένη στη διακύμανση της πετρελαϊκής αγοράς και υποφέρει όταν συμβαίνουν στο χειρότερο δυνατό χρόνο απρόβλεπτα γεγονότα όπως ο κορωνοϊός".
ίδιος υπέδειξε ότι αυτή η μεταβλητότητα εγγράφηκε στην παγκόσμια οικονομία λόγω της υπερ-εξάρτησης στα ορυκτά καύσιμα.
Τώρα βλέπουμε τα μειονεκτήματα των επιλογών που κάναμε για το είδος της ενεργειακής οικονομίας που διαθέτουμε", τόνισε.
Η προφύλαξη ενάντια στον κίνδυνο περαιτέρω κρίσεων, από την κλιματική αλλαγή ως τις πανδημίες, θα απαιτούσε όχι μόνο βραχυπρόθεσμα χρηματοδοτικά πακέτα, αλλά "κοινή σκέψη" από τους πολιτικούς που πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην ανάπτυξη οικονομιών που δεν σχετίζονται με το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Ενώ οι ακτιβιστές και οι κλιματικοί επισήμονες ενισχύουν τις ΑΠΕ για περιβαλλοντικούς λόγους, ο Ντόνοβαν υπογράμμισε ότι οι πράσινες πηγές ενέργειας, όπως ο άνεμος, ο ήλιος και τα κύματα, μπορούν να είναι πιο ελκυστικές στους επενδυτές και στους πολιτικούς από τα ορυκτά καύσιμα καθαρά σε οικονομικούς όρους.
"Πρέπει να αναγνωριστεί ότι η αυξημένη μεταβλητότητα της πετρελαϊκής αγοράς θα έχει μεγάλη αντίθεση με το μεγάλο πλεονέκτημα των ΑΠΕ, το οποίο δεν έχει να κάνει με το περιβαλλοντικό τους προφίλ, αλλά περισσότερο με τη σταθερότητα των χρηματικών ροών από τα υποκείμενα περιουσιακά στοιχεία", είπε. "Η σχετική σταθερότητα των ΑΠΕ είναι πλήρως συμβολαιοποιημένη, έχει ήδη συμβόλαια πώλησης της ενέργειας και λογικά θα είναι ασφαλής από την αποδόμηση".
Η ανάλυση αυτή βασίζεται εν μέρει στα εγγενή χαρακτηριστικά των ΑΠΕ: Καθώς τροφοδοτούνται από τον άνεμο, το νερό και τον ήλιο, οι ΑΠΕ θεωρούνται πιο ανθεκτικές στη μονοπώληση από καρτέλ ή στην χειραγώγηση.
Παρόλα αυτά, η χρηματική πολιτική έχει μείνει πίσω υπό το βάρος μιας εγγενούς ιστορικής προκατάληψης υπέρ των ορυκτών καυσίμων. Είναι μια πραγματικότητα που αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο στην Ευρώπη: Το Σεπτέμβριο, η πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, πρότεινε να αποσύρει η ΕΤΕπ τις χρηματοδοτήσεις προς τα ορυκτά καύσιμα και να στραφεί στα πράσινα ομόλογα - αν και τόνισε ότι η αγορά των ΑΠΕ δεν είναι ακόμα έτοιμη να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο 2,6 τρις. ευρώ της ΕΤΕπ. Στο μεταξύ, οι εκδόσεις πράσινων ομολόγων αυξήθηκαν κατά 50% πέρυσι και έφτασαν τα επίπεδα-ρεκόρ των 255 δις. δολαρίων, σύμφωνα με το Climate Bonds Initiative.
Εντούτοις, οι κεντρικές τράπεζες πιθανότατα θα κληθούν να σώσουν τις ασθενείς οικονομίες την άνοιξη και το καλοκαίρι με τις ενέσεις ρευστότητας και τις διασώσεις που είδαμε αυτή την εβδομάδα, όταν η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ διοχέτευσε 1,5 τρις. δολάρια σε μια αποτυχημένη απόπειρα να καθησυχάσει τους επενδυτές.
"Φτάνουμε τώρα σε ένα κρίσιμο σημείο όπου οι πολιτικοί πρέπει να βεβαιώσουν ότι αυτός ο γύρος ρευστότητας δεν θα στρέφεται υπερβολικά υπέρ της επιβίωσης των πετρελαιοπαραγωγών", είπε ο Ντόνοβαν. Οι διασώσεις θα μπορούσαν, αντιθέτως, να δομούνται γύρω από μια στρατηγική απανθρακοποίησης και προετοιμασίας των χωρών για μεταβάσεις σε χαμηλό άνθρακα.
"Στο μυαλό μου, αυτές οι επεμβάσεις πρέπει να στραφούν προς δομικές επενδύσεις και πράγματα όπως η επανεκπαίδευση σε κλάδους που δεν μπορούν να συνεχίσουν άλλο", σχολίασε.
Αν και βραχυπρόθεσμα, η διαδικασία ανάπτυξης υποδομών χαμηλού άνθρακα μάλλον δεν θα σταθεί στο διάβα μιας πανδημίας ή μιας πυρκαγιάς, μέσα στο χρόνο αυτές οι οικονομίες θα αποδειχτούν πιο ανθεκτικές σε σχέση με εκείνες που έχουν βάση τους πεπερασμένους υδρογονάνθρακες και θα αντέξουν καλύτερα στην κρίση.
"Δεν είναι ότι με τις περισσότερες ανεμογεννήτριες και τα φ/β θα αποφύγουμε τον κορωνοϊό. Όμως, οι μεγάλες οικονομίες είμαστε σαν το βάτραχο στο τηγάνι που αρχίζει να ζεσταίνεται. Η ένταση αυξήθηκε και το μόνο που έχει μείνει είναι να πηδήξουμε έξω. Να φτιάξουμε ενεργειακές υποδομές που παρέχουν αντοχές", τόνισε.
(του Ντέιβιντ Βέτερ, Forbes)
17 Μαρτίου 2020
energypress