Όσα συνέβησαν στη Διάσκεψη για το Κλίμα πριν λίγες μέρες στην Αίγυπτο
Η υπεύθυνη προγραμμάτων για την κλιματική αλλαγή της ελληνικής Greenpeace, Σάντυ Φαμελιάρη, σχολιάζει τις δεσμεύσεις και αποφάσεις που πάρθηκαν στο COP27.
Πόσο πέτυχε ή, έστω, προσέγγισε τις διακηρύξεις και τους στόχους της η φετινή Διάσκεψη για το Κλίμα; Ποιες παρουσίες, άλλες θετικές, άλλες τουλάχιστον αμφιλεγόμενες, ξεχώρισαν και ποια ήταν η πιο –κατ’ άλλους, η μόνη– αισιόδοξη εξέλιξη; Τι πρωτοβουλίες οφείλουν να αναληφθούν και τι ενεργειακές πολιτικές να δρομολογηθούν από κυβερνήσεις και οργανισμούς ώστε να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με έναν κλιματικό Αρμαγεδδώνα τις αμέσως επόμενες δεκαετίες, όπως προειδοποιούν καιρό τώρα επιστήμονες και ειδικοί; Πόσο ανταποκρίνεται σε αυτά η αντιφατική πολιτική που ακολουθούν πολλά κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, ποιες είναι οι νέες προκλήσεις για τους ακτιβιστές και τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών; Θα πειστούν οι πλέον ρυπογόνες και ενεργοβόρες χώρες να συνδράμουν ουσιαστικά τις περισσότερο πληττόμενες από τις συνέπειες των δραστηριοτήτων αυτών, όπως υπαγορεύει το δίκαιο, και γιατί η αναγκαιότητα της πλήρους μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα στην «καθαρή» ενέργεια δεν αφορά μόνο την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά είναι και ζήτημα δημοκρατίας;
Το ότι οι λομπίστες των ορυκτών καυσίμων είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη παρουσία στη Διάσκεψη, μετά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που θα φιλοξενήσουν επόμενη COP, με 636 εκπροσώπους, ήταν όντως κάτι πρωτοφανές!
— Μια συνοπτική αποτίμηση της COP27;
Στην Greenpeace θα τη χαρακτηρίζαμε μάλλον αποτυχημένη, καθώς δεν τηρήθηκαν δεσμεύσεις προηγούμενων διασκέψεων ούτε πάρθηκαν συγκεκριμένες αποφάσεις για τη μείωση των ορυκτών καυσίμων και των εκπομπών. Όχι, η Διάσκεψη αυτή δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων, αν εξαιρέσουμε ότι πρώτη φορά συζητήθηκε τόσο έντονα η ανάγκη χρηματοδότησης των πιο ευάλωτων χωρών έτσι ώστε να στηριχθούν στην προσαρμογή τους στην κλιματική μετάβαση αφενός, στις επιπτώσεις που υφίστανται εξαιτίας της ρύπανσης και της κλιματικής αλλαγής αφετέρου. Δημιουργήθηκε έτσι ένα Ταμείο για τις Απώλειες και τις Ζημιές, κάτι αναμφίβολα θετικό, μένει όμως να δούμε την εφαρμογή του. Διότι, παρόλο που η φετινή COP ονομαζόταν «COP της Εφαρμογής», αυτό το τελευταίο δεν το πολυείδαμε.
— Είναι κάτι διαφορετικό αυτό το Ταμείο για τις Απώλειες από το Ταμείο για την Προσαρμογή, το οποίο προϋπήρχε;
Βέβαια, το Ταμείο εκείνο είχε δημιουργηθεί το 2007, όμως η υλοποίησή του δεν αποδείχθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένη, καθώς, ενώ η αρχική δέσμευση ήταν να χρηματοδοτείται με 100 εκατ. δολάρια ετησίως, δεν κατόρθωσε να εξασφαλίσει πάνω από 20. Αυτό, παρότι πέρσι στη Γλασκώβη γίνονταν διαβουλεύσεις για διπλασιασμό του ποσού αυτού, κάτι που δεν προχώρησε εξαιτίας της πολεμικής που δέχθηκε η πρόταση αυτή από αρκετές χώρες ως «υπερβολική». Γεγονός είναι ότι και τα δύο αυτά Ταμεία χρειάζονται αποφασιστική στήριξη.
— Υπερβολική γιατί;
Διότι θεωρήθηκε ότι ήδη οι ανεπτυγμένες χώρες έχουν δώσει αρκετά και θα πρέπει και οι άλλες να στηρίξουν οικονομικά τις δικές τους δράσεις, κάτι που ωστόσο ήδη συμβαίνει – οι αφρικανικές χώρες που πλήττονται ιδιαίτερα από την κλιματική αλλαγή και η φωνή τους ακούστηκε πολύ φέτος ήδη συνεισφέρουν με πολύ σημαντικά ποσά. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο ποιος βάζει τα περισσότερα λεφτά αλλά και ποιος ρυπαίνει παραπάνω και ποιος υφίσταται περισσότερο τις επιπτώσεις. Δεδομένου δε ότι οι κορυφαίοι ρυπαντές είναι οι ισχυροί, πρόκειται για ένα ζήτημα δικαιοσύνης καταρχάς απέναντι σε περιθωριοποιημένες χώρες, κοινωνίες και κοινότητες.
— Αλλά είναι μόνο ζήτημα χρημάτων;
Όχι μόνο, όταν όμως ένα ακραίο κλιματικό φαινόμενο πλήττει μια φτωχή ή αναπτυσσόμενη χώρα, έχει σημασία μια οικογένεια να βοηθηθεί να ξαναχτίσει το σπίτι της, έχει σημασία να προστατευθεί η γεωργική παραγωγή – η προσαρμογή έχει και την έννοια της πρόληψης, της εκπαίδευσης. Ήδη βλέπουμε και στην Ελλάδα τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής, το κλίμα γίνεται ξηρότερο και θερμότερο, οι βροχοπτώσεις μειώνονται, οι δασικές πυρκαγιές είναι όλο και πιο καταστρεπτικές. Είναι, επιπλέον, ζήτημα προτεραιοτήτων και ένα άλλο «μείον» της φετινής COP είναι ότι δεν υπήρξαν αρκετές συζητήσεις για τις μειώσεις των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και την επίτευξη του στόχου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5°C, παρότι εκεί είναι το «ζουμί» και η επιστήμη είναι πολύ ξεκάθαρη πάνω σε αυτό. Εμείς, λέει, θέλουμε τον 1,5ºC, μας δίνει και ένα περιθώριο ως τους 2, προειδοποιώντας μας πάντως ότι το όριο αυτό είναι ήδη επικίνδυνο, εφόσον μάλιστα οι ισχύουσες πολιτικές δεσμεύσεις μάς πάνε για ένα σενάριο των 2,8ºC μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Σήμερα είμαστε στους 1,2ºC και οι προβλέψεις, αν συνεχίσουμε έτσι, λένε ότι θα έχουμε ξεπεράσει τους 2ºC μέχρι το 2030. Οφείλουμε λοιπόν να δράσουμε άμεσα. Κάτι άλλο που είχε συμφωνηθεί στη Γλασκώβη, η κατάστρωση ετήσιων εθνικών πλάνων και η αξιολόγησή τους, επίσης έμεινε μετέωρο, καθώς υπήρξαν κι εδώ χώρες που αντέδρασαν, ενώ εκτός συζήτησης έμεινε ουσιαστικά ο στόχος της κορύφωσης των εκπομπών αερίων για το 2025.
— Ο τελικός στόχος ποιος είναι;
Η επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας των ανθρώπινων δραστηριοτήτων το αργότερο ως το 2050, ιδανικά ως το 2040. Γι’ αυτό και οι δράσεις μας πρέπει να είναι εμπροσθοβαρείς. Αν μέχρι το 2048, ας πούμε, δεν κάνει τίποτα καμία χώρα και αποφασίσουν τότε ξαφνικά όλες μαζί να μηδενίσουν τις εκπομπές αερίων, πάλι το όριο θα είναι «άπιαστο όνειρο», εφόσον οι συσσωρευμένοι ρύποι στην ατμόσφαιρα θα έχουν αυξήσει ήδη περαιτέρω τη θερμοκρασία. Πρόκειται για ρύπους που χρειάζονται πολλά χρόνια να απορροφηθούν από τους ταμιευτήρες του πλανήτη, τα δάση και τους ωκεανούς, διακινδυνεύοντας έτσι σοβαρά την κλιματική κατάρρευση.
— Υπάρχει κάποια πρόβλεψη για το κρίσιμο σημείο καμπής από το οποίο και μετά η κατάσταση θα θεωρείται μη αναστρέψιμη;
Όχι, δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε οι φυσικοί αυτοί ταμιευτήρες θα αδυνατούν πλέον να απορροφήσουν ρύπους, οπότε θα τους «επιστρέφουν» στην ατμόσφαιρα και το περιβάλλον, πολλαπλασιάζοντας εκθετικά το πρόβλημα. Αυτό όμως μπορεί να γίνει πολύ πιο σύντομα απ' ό,τι φανταζόμαστε και τότε θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα πραγματικό χάος γιατί οι συνέπειες θα είναι αλυσιδωτές, όχι μόνο στο κλίμα αλλά και στην παραγωγή, τις καλλιέργειες κ.λπ. Γνωρίζουμε ήδη ότι ακόμα και μια αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας της τάξης του 0,1% προκαλεί πιο ακραία καιρικά φαινόμενα από αυτά που υπολογίζαμε.
Είδαμε τον Έλληνα πρωθυπουργό αφενός να μιλά στη Διάσκεψη με μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ενεργειακή ασφάλεια που προσφέρουν οι ΑΠΕ και να παρουσιάζει το φιλόδοξο σχέδιο που προαναφέραμε, αφετέρου να εξάρει τις σεισμικές έρευνες που προγραμματίζονται στο Ιόνιο και την Κρήτη για την ανεύρεση κοιτασμάτων.
— Με την ευκαιρία θυμήθηκα εκείνο το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων του Θερμοκηπίου που νομίζω ότι απλώς ανακυκλώνει το πρόβλημα.
Ακριβώς. Μπορώ, δηλαδή, εφόσον έχω και πληρώνω, να συνεχίσω να ρυπαίνω ανενόχλητος, επιχορηγώντας ως «αντάλλαγμα» περιβαλλοντικές δράσεις, εξαγγέλλοντας προγράμματα ανακύκλωσης, φυτεύοντας λίγα δεντράκια κ.λπ. Στο Σαρμ Ελ Σέιχ, με πρωτοβουλία του γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρες, συστάθηκε μια ομάδα που ασχολείται αποκλειστικά με τις αντισταθμίσεις άνθρακα και μοιάζει αρκετά με το εν λόγω σύστημα, με τη διαφορά ότι δεν μένει στη μείωση των εκπομπών αλλά καλεί ταυτόχρονα χώρες και εταιρείες να προχωρήσουν σταδιακά στην πλήρη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό, εντούτοις, δεν το είδαμε να «μεταφράζεται» κάπως στο τελικό κείμενο της Διάσκεψης εξαιτίας των αντιδράσεων των πολλών χωρών-παραγωγών και γενικότερα των εκπροσώπων του λεγόμενου ενεργειακού λόμπι που έδωσε δυναμικό «παρών». Το ότι οι λομπίστες των ορυκτών καυσίμων είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη παρουσία στη Διάσκεψη, μετά τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που θα φιλοξενήσουν επόμενη COP, με 636 εκπροσώπους ήταν όντως κάτι πρωτοφανές!
— Μα ναι, θα έλεγε κανείς ότι επρόκειτο για μια διάσκεψη όχι για την κλιματική αλλαγή αλλά για τα ορυκτά καύσιμα.
Πράγματι. Εκπρόσωποι εταιρειών του κλάδου πάντα υπήρχαν στις κλιματικές διασκέψεις, φέτος όμως «έσπασαν» κάθε ρεκόρ, κάτι που επισήμανε και η Greenpeace. Δεν λέω ότι δεν έχουν θέση και αυτοί σε μια COP, η επιρροή τους όμως στις αποφάσεις που λαμβάνονται δεν μπορεί να είναι καταλυτική. Οι παραγωγοί «πράσινης» ενέργειας ήταν αναλογικά πολύ λιγότεροι.
— Κι αυτοί, πάντως, έχουν κατηγορηθεί κατά καιρούς για πρακτικές λόμπι.
Δεν νομίζω ότι μπορεί να γίνει σύγκριση, όμως ναι, χρειάζεται να υπάρχει κι εκεί κοινωνικός έλεγχος και δικλείδες ασφαλείας.
— Άλλες παρουσίες που ξεχώρισαν;
Καταρχάς οι ακτιβιστές και οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών από χώρες που κατεξοχήν πλήττονται από την κλιματική αλλαγή. Οι συμμαχίες που συγκρότησαν ομάδες τέτοιων χωρών, όπως οι αφρικανικές και τα νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού, με τον εκπρόσωπό τους να λέει χαρακτηριστικά ότι, όταν ξοδεύουμε κάθε χρόνο 3 δισ. δολάρια σε ορυκτά καύσιμα, είναι αδικαιολόγητο να μη βρίσκονται αρκετά χρήματα για το Ταμείο Προσαρμογής. Μία ακόμα παρουσία που έτυχε πανηγυρικής υποδοχής ήταν ο επανεκλεγείς πρόεδρος της Βραζιλίας, Ιγνάθιο Λούλα, ο οποίος υποσχέθηκε να προστατέψει με κάθε τρόπο το δάσος του Αμαζονίου. Και ενώ ακόμα και ηγέτες μεγάλων δυνάμεων όπως οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. ζήτησαν να συμπεριληφθεί στο τελικό κείμενο η σταδιακή, τουλάχιστον, μείωση της παραγωγής ορυκτών καυσίμων, αυτό δεν επιτεύχθηκε εξαιτίας των αντιδράσεων από χώρες σαν τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Είναι βέβαια αναμενόμενο ότι στις διασκέψεις αυτές παίζονται οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια, ενώ, πέρα από τα διάφορα «λόμπι», υπάρχουν κράτη που προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα καταρχάς.
— Πολλοί αναρωτιούνται πόσο εφικτό είναι να απεξαρτηθούμε πλήρως από τα ορυκτά καύσιμα στο άμεσο μέλλον.
Με βάση τα δεδομένα, πιστεύω ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) σύντομα θα μπορούν να υπερκαλύψουν τις ανάγκες μας. Η Ελλάδα, ας πούμε, έχει ανακοινώσει ήδη ότι μέχρι το 2030 το 80% της ηλεκτροπαραγωγής της θα προέρχεται από αυτές. Εκείνο που σίγουρα δεν χρειαζόμαστε είναι νέες εξορύξεις. Οι επιστήμονες μάς λένε ότι το ¼ των υπαρχόντων αποθεμάτων λιγνίτη, πετρελαίου και φυσικού αερίου αρκεί για την ενεργειακή μετάβαση.
— Και φυσικά δεν συζητάμε καν το ενδεχόμενο στροφής στην πυρηνική ενέργεια.
Εννοείται. Οι κίνδυνοι από διαρροές –που είναι πιο συχνές απ' ό,τι φανταζόμαστε–, ατυχήματα που μπορεί να προέλθουν και από πολεμικές συγκρούσεις ακόμη, όπως τώρα, στην Ουκρανία, η περιβαλλοντική και όχι μόνο επιβάρυνση από τις εξορύξεις ουρανίου και πλουτωνίου, το μεγάλο θέμα της διαχείρισης των πυρηνικών αποβλήτων επίσης υπερβαίνουν σαφώς τα όποια οφέλη της.
— Το φυσικό αέριο είχε διαφημιστεί αρκετά ως μια πιο οικονομική, πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία βέβαια, και περιβαλλοντικά πιο φιλική εναλλακτική στο πετρέλαιο και τον λιγνίτη.
Ακριβώς και εδώ διεξάγεται μια μεγάλη «μάχη» σχετικά με το αν θα πρέπει να το επιλέξουμε ως το κατεξοχήν μεταβατικό ορυκτό καύσιμο. Όμως, ακόμα κι αν εξομαλυνθεί η κατάσταση και πέσουν οι τιμές, πάλι δεν τη λες «πράσινη» ενέργεια. Η καύση και η μεταφορά του φυσικού αερίου εκπέμπουν μεν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από το πετρέλαιο, εκπέμπουν όμως αρκετό μεθάνιο, ένα ιδιαίτερα επιβλαβές αέριο του θερμοκηπίου.
— Ακούμε ωστόσο και διαβάζουμε συνέχεια για εξορύξεις υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και γενικότερα την Ανατολική Μεσόγειο, η οριοθέτηση μάλιστα των ΑΟΖ γίνεται συχνά αντικείμενο διένεξης.
Αυτό είναι πράγματι κάτι τρομερά αντιφατικό! Είδαμε τον Έλληνα πρωθυπουργό αφενός να μιλά στη Διάσκεψη με μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ενεργειακή ασφάλεια που προσφέρουν οι ΑΠΕ και να παρουσιάζει το φιλόδοξο σχέδιο που προαναφέραμε, αφετέρου να εξάρει τις σεισμικές έρευνες που προγραμματίζονται στο Ιόνιο και την Κρήτη για την ανεύρεση κοιτασμάτων. Δεν είναι έπειτα μόνο τα συνοριακά προβλήματα, ακόμα κι αν αποφασίζαμε ότι ναι, μας χρειάζονται αυτά τα κοιτάσματα, δεν θα μπορούσαμε πρακτικά να τα εκμεταλλευτούμε πριν από το 2030. Οι συνέπειες των εξορύξεων στο περιβάλλον, την ατμόσφαιρα, την ποιότητα ζωής, τον τουρισμό ακόμα θα είναι στο μεταξύ ανυπολόγιστες και χωρίς νόημα, εφόσον η ενεργειακή μετάβαση είναι ήδη σε εξέλιξη.
— Νομίζω ότι η παραπάνω αντίφαση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Όχι βέβαια, υπάρχουν πολλές ανάλογες περιπτώσεις στον κόσμο και εκεί είναι το στοίχημα που πρέπει να κερδίσουμε. Σίγουρα δεν μπορούμε να κλείσουμε άμεσα όλες τις ρυπογόνες μονάδες, δεν χρειαζόμαστε όμως, όπως είπαμε, ούτε μία καινούργια εξόρυξη. Τα κεφάλαια μάλιστα που προορίζονται για εκεί θα μπορούσαν να επενδυθούν στις ΑΠΕ, σε χώρους αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας, στην εξοικονόμηση ενέργειας επίσης.
Στην Greenpeace κάναμε πρόσφατα μια μελέτη στην οποία βρήκαμε ότι αν η Ελλάδα είχε δώσει τα 9 δισ. ευρώ που έχει ξοδέψει από το 2012 μέχρι σήμερα σε επιδοτήσεις κατανάλωσης, αλλαγές λεβήτων κ.λπ. σε προγράμματα εξοικονόμησης ενέργειας, το ισοδύναμο θα ανερχόταν με την προστιθέμενη αξία στα 15 δισ., το ΑΕΠ της χώρας θα επωφελούνταν σημαντικά και εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά θα θωρακίζονταν απέναντι στην ενεργειακή κρίση, καθώς ένα καλά μονωμένο σπίτι έχει λιγότερες απαιτήσεις στο κρύο ή τη ζέστη. Αυτό ισχύει παγκόσμια, αν κάθε σπίτι εξασφαλίσει καλή μόνωση, δικό του φωτοβολταϊκό, αντλίες θερμότητας και γενικότερα ένα πιο αποδοτικό σύστημα ψύξης και θέρμανσης, τα οφέλη θα είναι άμεσα ορατά. Η ενεργειακή αποκέντρωση και αυτονομία θα πρέπει να συνδυάζεται με κοινωνικό έλεγχο στην εγκατάσταση και στη διαχείρηση των ΑΠΕ, που δεν μπορεί να γίνεται αλόγιστα αλλά με σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον και με άξονα τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών. Η ενεργειακή μετάβαση δεν είναι μόνο ζήτημα ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής αλλά και ζήτημα δημοκρατίας.