Όχι άλλη υποβάθμιση του θεσμού των περιβαλλοντικών επιθεωρήσεων!
Το WWF Ελλάς εκφράζει την πλήρη αντίθεσή του στις διατάξεις για τους επιθεωρητές περιβάλλοντος, οι οποίες περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018», που κατατέθηκε στις 6 Οκτωβρίου στη Βουλή από τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστα Σκρέκα.
Ειδικότερα, με τις ρυθμίσεις των άρθρων 50 και 51 υποβαθμίζεται ο ήδη αποδυναμωμένος ελεγκτικός ρόλος των επιθεωρητών περιβάλλοντος, οι οποίοι πλέον μετατρέπονται σε συμβούλους περιβαλλοντικής συμμόρφωσης επιχειρήσεων και φορέων που παραβιάζουν την περιβαλλοντική νομοθεσία. Με αυτές τις ρυθμίσεις αποδομείται το ήδη απορρυθμισμένο και δυσλειτουργικό σύστημα των περιβαλλοντικών ελέγχων στη χώρα μας.
Όπως έχουμε επισημάνει στο παρελθόν, το περιβαλλοντικό δίκαιο στη χώρα μας αντιμετωπίζει κρίση εφαρμογής. Ενδείξεις της κρίσης αυτής είναι ο μεγάλος αριθμός των «ανοιχτών υποθέσεων» κατά της χώρας μας ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: το 2020, υπήρχαν 29 ανοιχτές υποθέσεις, που είναι η τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ε.Ε. (δεύτερη αν εξαιρεθεί το Ηνωμένο Βασίλειο), και με διαφορά η χειρότερη επίδοση, αν συνυπολογιστεί το μικρό μέγεθος της οικονομίας της χώρας. Μία άλλη ένδειξη είναι ο αριθμός των ελέγχων από τους επιθεωρητές περιβάλλοντος που βαίνει μειούμενος κάθε χρόνο (βλ. πίνακα παρακάτω).
Η κρίση αυτή είναι ήδη γνωστή στην Κυβέρνηση. Το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία» (γνωστό και ως «έκθεση Πισσαρίδη») σημειώνει ότι «βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης πρέπει να είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων». Ζητάει επίσης «Βελτίωση της διαφάνειας για χωροταξικά και περιβαλλοντικά δεδομένα, και αναβάθμιση της Επιθεώρησης Περιβάλλοντος σε Ανεξάρτητη Αρχή». Αντίστοιχα, η τελευταία «Αξιολόγηση Περιβαλλοντικών Επιδόσεων» του ΟΟΣΑ το 2020 επισημαίνει ότι «τα υψηλά ποσοστά μη συμμόρφωσης υπονομεύουν την εφαρμογή της περιβαλλοντικής πολιτικής».
Η κρίση αυτή έχει σοβαρές συνέπειες:
- Στερεί από τους Έλληνες το δικαίωμα στο περιβάλλον, το οποίο τους αναγνωρίζει το Σύνταγμα και ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., και το οποίο πρόσφατα αναγνωρίστηκε από τον Ο.Η.Ε..
- Υποσκάπτει το κράτος δικαίου, την αρχή της χρηστής διοίκησης, και την ισότητα των πολιτών – αλλά και των επιχειρήσεων απέναντι στον νόμο. Υπονομεύει την αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», και μεταφέρει της συνέπειες της μη συμμόρφωσης στους πολίτες και τις επιχειρήσεις που σέβονται και τιμούν τους νόμους της χώρας, στρεβλώνοντας την ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό, και δημιουργώντας οικονομικά βάρη για το μέλλον.
- Διαιωνίζει τις χαμηλές επιδόσεις της χώρας σε θέματα όπως η διαχείριση αποβλήτων, η κατάσταση των υδάτων, η ατμοσφαιρική ρύπανση, ο έλεγχος της δόμησης, η προστασία των δασών, του παράκτιου χώρου και άλλων ευαίσθητων οικότοπων.
- Θέτει σε κίνδυνο άλλα δικαιώματα που συνδέονται στενά με το δικαίωμα στο περιβάλλον, όπως το δικαίωμα στην υγεία.
- Βυθίζει την Ελλάδα στην καθυστέρηση, καθώς δεν μπορεί η χώρα να προσαρμοστεί στις μελλοντικές απαιτήσεις σε ουσιώδεις περιβαλλοντικούς δείκτες, όπως η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα, η εξάλειψη της ρύπανσης, η αποκατάσταση του περιβάλλοντος, η προστασία ευαίσθητων περιοχών και η κυκλική οικονομία.
Η κρίση αυτή μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με ενίσχυση των περιβαλλοντικών ελέγχων και της συμμόρφωσης στα πορίσματά τους, και απαιτούνται νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα θέματα αυτά. Αυτές όμως, λείπουν από το νομοσχέδιο, καθώς πλέον:
(α) Η διαδικασία επιβολής κυρώσεων γίνεται πιο γραφειοκρατική και μακροχρόνια από την ισχύουσα, και επιτρέπει στον ρυπαίνοντα να συνεχίσει να ρυπαίνει και να αντιτάσσεται στους ελέγχους, για πάρα πολλά χρόνια.
(β) Εισάγεται μηχανισμός που δεν επιτρέπει την επιβολή κυρώσεων, αν δεν προηγηθεί πρώτα ένας μακρύς κύκλος συστάσεων και παροτρύνσεων.
(γ) Η διαδικασία επιβολής κυρώσεων παραμένει αδιαφανής, καθώς δεν γίνονται γνωστές οι εισηγήσεις «διορθωτικών ενεργειών» και κυρώσεων, η εξέλιξή τους, το ποσοστό αποδοχής των κυρώσεων και τους λόγους απόρριψής τους.
(δ) Εισάγεται διαδικασία που χρησιμοποιεί διάφορα ασαφή κριτήρια για να διαχωρίσει τις παραβάσεις σε «σοβαρές» (για τις οποίες και μόνο προβλέπονται κυρώσεις) και «μη σοβαρές» (οι οποίες δεν επιφέρουν καμία ουσιαστική συνέπεια).
(ε) Η προθεσμία συμμόρφωσης του ρυπαίνοντα εξαρτάται πλέον από το «κόστος συμμόρφωσης» και τη «σχέση του κόστους με τον κύκλο εργασιών», αποσιωπώντας το περιβαλλοντικό κόστος και το κόστος που φέρει η υπόλοιπη κοινωνία, στην οποία περιλαμβάνονται και άλλες ομοειδείς και μη επιχειρήσεις.
Η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με μία γενναία αναμόρφωση του συστήματος περιβαλλοντικών ελέγχων και κυρώσεων. Ελάχιστα στοιχεία της αναμόρφωσης αυτής είναι:
- Κυρώσεις που είναι αποτελεσματικές και αποτρεπτικές, και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση των οικονομικών δραστηριοτήτων με το εθνικό, ενωσιακό και διεθνές δίκαιο
- Ουσιαστική ενημέρωση και συμμετοχή των πολιτών στον περιβαλλοντικό έλεγχο, π.χ. με την δυνατότητά τους να υποβάλλουν τεκμηριωμένες καταγγελίες και με την υποχρεωτική δημοσίευση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των επιχειρήσεων
- Ισχυροί ελεγκτικοί μηχανισμοί, από μία Ανεξάρτητη Αρχή Περιβαλλοντικών Επιθεωρήσεων, επαρκώς χρηματοδοτημένη και στελεχωμένη που θα διασφαλίσει την ουσιαστική ισονομία στην επιβολή των περιβαλλοντικών κυρώσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το WWF Ελλάς ζητά την απόσυρση των άρθρων 50 και 51 από το νομοσχέδιο «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018».
13 Oκτωβρίου 2021
WWF