Τι πρέπει να κάνει η Αθήνα για να βγει από την κόκκινη λίστα του Copernicus

Τον Ιούλιο στην ελληνική πρωτεύουσα και το Οσλο καταγράφηκαν οι υψηλότερες θερμοκρασίες στην Ευρώπη. Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ, Κώστας Καρτάλης, εξηγεί στην «Κ» γιατί η Αθήνα είναι περισσότερο ευάλωτη από άλλες πόλεις στις υψηλές θερμοκρασίες και μιλά για την ανάγκη στοχευμένου πολεοδομικού σχεδιασμού
Ως ο τρίτος θερμότερος Ιούλιος παγκοσμίως πέρασε στην ιστορία ο φετινός, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία του ευρωπαϊκού προγράμματος Copernicus –όπως αναλύθηκαν από την επιστημονική ομάδα του Climatebook- με το Οσλο και την Αθήνα να ξεχωρίζουν για τις μεγαλύτερες αποκλίσεις θερμοκρασίας στην Ευρώπη: +2,5°C και +2,3°C αντίστοιχα, σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 1991–2020.
Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνουν ότι η κλιματική κρίση δεν «γνωρίζει» πλέον γεωγραφικά σύνορα. Οι υψηλές θερμοκρασίες μέσα στο καλοκαίρι εξακολουθούν να καταγράφονται στην περιοχή της Μεσογείου, ωστόσο οι καύσωνες επεκτείνονται και σε περιοχές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης που άλλοτε θεωρούνταν «ανθεκτικές» σε τέτοια ακραία φαινόμενα.
«Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν από τη μία ότι αυξάνεται η διάρκεια και η συχνότητα εμφάνισης των καυσώνων και από την άλλη ότι αυτές οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες εντοπίζονται πλέον και σε βορειότερα γεωγραφικά πλάτη: στις σκανδιναβικές χώρες, τη Γερμανία και αλλού. Ηταν ο τρίτος θερμότερος Ιούνιος παγκοσμίως. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, φέτος καταγράφηκε η υψηλότερη θερμοκρασία Ιουνίου από το 1884», σημειώνει στην «Κ» ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, καθηγητής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή.
Κλιματικό “hot spot” η Μεσόγειος
Ειδικά για τη Μεσόγειο, ο κ. Καρτάλης κάνει λόγο για κλιματικό “hot spot”, έναν όρο που αποδίδεται σε περιοχές του πλανήτη στις οποίες η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται ταχύτερα από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
«Στην περίπτωση της Μεσογείου, αυτό αφορά κυρίως την αύξηση της θερμοκρασίας σε αέρα και θάλασσα, καθώς και τη μείωση της βροχόπτωσης. Ο βασικός λόγος για τον οποίο η Μεσόγειος είναι κλιματικό “hot spot” είναι οι αλλαγές στην ατμοσφαιρική κυκλοφορία που προκαλούν συχνότερους και με μεγαλύτερη διάρκεια καύσωνες, αλλά και τη μεταφορά θερμών αερίων μαζών από τη Βόρεια Αφρική».
Η Αθήνα, όπως προκύπτει και από τα τελευταία στοιχεία του Copernicus, βρίσκεται στην «κόκκινη ζώνη». Ο κ. Καρτάλης εξηγεί στην «Κ» γιατί η ελληνική πρωτεύουσα είναι περισσότερο ευάλωτη από άλλες μεσογειακές πόλεις απέναντι στις υψηλές θερμοκρασίες.
«H έκθεση του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας σε ακραίες θερμοκρασίες είναι στα ίδια περίπου επίπεδα με τις περισσότερες παράκτιες μεσογειακές πόλεις, κυρίως αυτές που βρίσκονται στην ανατολική Μεσόγειο. Η ευαλωτότητά της, όμως, είναι σημαντικά μεγαλύτερη εξαιτίας της πυκνής της δόμησης, της περιορισμένης κάλυψης με πράσινο και του μεγάλου ποσοστού κτιρίων που στερούνται θερμομόνωσης», σημειώνει ο ίδιος και αναφέρεται στη σημασία της σωστής κατάρτισης των τοπικών πολεοδομικών σχεδίων των δήμων της χώρας μας, τα οποία αυτό το διάστημα βρίσκονται στο στάδιο της ετοιμασίας.
«Να προταχθούν λύσεις πρασίνου»
«Τα σχέδια αυτά οφείλουν να ενσωματώσουν τις περιβαλλοντικές συνθήκες και την κλιματική αλλαγή στον πολεοδομικό σχεδιασμό. Σε ένα πρακτικό παράδειγμα, δεν θα πρέπει να αυξηθεί ο συντελεστής δόμησης σε μια περιοχή που καταγράφεται ως θερμική νησίδα. Στην ίδια περιοχή θα πρέπει να προταχθούν λύσεις πρασίνου», τονίζει και προσθέτει:
«Οταν πρέπει να προετοιμάσεις σχέδια ανθεκτικότητας στις υψηλές θερμοκρασίες και στους καύσωνες, χρειάζεται να γνωρίζεις ποιες αστικές περιοχές είναι θερμικές νησίδες –δηλαδή έχουν συστηματικά υψηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με τις γειτονικές τους– ώστε να προταχθούν στον σχεδιασμό. Ο σχεδιασμός αυτός πρέπει να περιλαμβάνει μέτρα που θα είναι στοχευμένα στα ειδικότερα χαρακτηριστικά της περιοχής. Αλλωστε, το ίδιο σχέδιο ανθεκτικότητας δεν μπορεί να εφαρμοσθεί αδιάκριτα σε όλη την πόλη».
«Σε μία εποχή που οι πόλεις πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, δεν χρειάζεται μπόνους για να γίνει μία κατασκευή πράσινη»
Σχολιάζοντας την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε ότι τα πολεοδομικά κίνητρα του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού δεν μπορούν να εφαρμόζονται οριζόντια, αλλά ότι πρέπει να εντάσσονται προσαρμοσμένα και τεκμηριωμένα στον πολεοδομικό σχεδιασμό κάθε περιοχής, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κάνει λόγο για μία απόφαση προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς περιορίζει τον όγκο των κτιρίων σε επιβαρυμένες περιοχές.

Ποιες θα μπορούσαν, όμως, να είναι οι πιο αποτελεσματικές λύσεις για τη μετρίαση των επιπτώσεων του καύσωνα σε πόλεις όπως η Αθήνα;
«Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας μιας πόλης στους καύσωνες, κατά κανόνα χρειάζεται περισσότερο πράσινο στους δρόμους, στις ταράτσες των κτιρίων, στις αυλές των σχολείων, καθώς και περισσότερα μικρά πάρκα. Επίσης, είναι απαραίτητο να γίνεται χρήση νέων κατασκευαστικών υλικών, κυρίως ψυχρών, που απορροφούν λιγότερο την ηλιακή ακτινοβολία στις οροφές των κτιρίων, στους δρόμους και εν γένει σε επιφάνειες. Χρειάζεται ακόμη αύξηση των σκιασμένων επιφανειών, ενεργειακά μονωμένα σπίτια, αλλά και μείωση της κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που λειτουργούν ως πηγές θερμότητας στις επιβαρυμένες θερμικά περιοχές μιας πόλης», απαντά ο ίδιος.
Τι (δεν) επιτεύχθηκε με τη Συμφωνία του Παρισιού
Δέκα χρόνια μετά τη Συμφωνία του Παρισιού στη διάσκεψη του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP21), που είχε ως κύριο στόχο να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη, ο Κωνσταντίνος Καρτάλης κάνει έναν σύντομο απολογισμό. Τι έχει επιτευχθεί από τότε και κυρίως, τι έχει πάει λάθος;
«Στις επιτυχίες συγκαταλέγεται η αναγνώριση της κλιματικής αλλαγής ως παγκόσμιου κινδύνου, ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής ως κύριου στόχου πολιτικής στα εθνικά προγράμματα των κρατών-μελών των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και η σταδιακή ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο σε βάρος των ορυκτών καυσίμων που προκαλούν την κλιματική αλλαγή. Στις αποτυχίες είναι οπωσδήποτε οι αυξανόμενες αποκλίσεις από τους χρονικούς και ποσοτικούς στόχους και η αδυναμία ουσιαστικής υποστήριξης των αναπτυσσόμενων κρατών», τονίζει ο καθηγητής προσθέτοντας ότι «δυστυχώς η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται ταχύτερα από τα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπισή της».
Σήμερα οι χώρες της Ε.Ε. δαπανούν περίπου 800 δισ. ευρώ ανά έτος για την προμήθεια ορυκτών καυσίμων, ενώ παραμένουν εξαρτημένες από τις διεθνείς αγορές και τις πολιτικές αναταράξεις που συχνά τις επηρεάζουν.
Η επίτευξη του μετριασμού της κλιματικής αλλαγής, εκτός από τον προφανή περιορισμό των αρνητικών επιπτώσεων, θα μπορούσε να έχει σημαντικά οφέλη για την Ευρωπαϊκή Ενωση, σημειώνει ο κ. Καρτάλης.
«Σε βάθος χρόνου, σταδιακά προς το 2050, θα σήμαινε την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και την ενεργειακή της αυτονομία μέσα από τη χρήση καθαρής ενέργειας. Σήμερα οι χώρες της Ε.Ε. δαπανούν περίπου 800 δισ. ευρώ ανά έτος για την προμήθεια ορυκτών καυσίμων, ενώ παραμένουν εξαρτημένες από τις διεθνείς αγορές και τις πολιτικές αναταράξεις που συχνά τις επηρεάζουν. Ας αναλογιστούμε το όφελος μίας ενεργειακά αυτόνομης Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα δαπανά ένα τέτοιο ποσό για την παιδεία, την κοινωνική συνοχή, την υγεία, την περιφερειακή ανάπτυξη, τη βιομηχανία και την τεχνολογία και που βέβαια δεν θα εξαρτάται από τις περίπλοκες γεωπολιτικές ισορροπίες και τη διπλωματία των αγωγών».
Ως επιστήμονας, αλλά και ενεργός στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την κλιματική αλλαγή, ο Κ. Καρτάλης εκφράζει μέσω της «Κ» τη μεγαλύτερη ανησυχία του, αφήνοντας ωστόσο μία «χαραμάδα» ελπίδας.
«Με ανησυχεί το κύμα αμφισβήτησης, αν όχι εγκατάλειψης της προσπάθειας, που έχει προκύψει μετά την αλλαγή της στάσης των Ηνωμένων Πολιτειών. Από την άλλη, μού δίνει ελπίδα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση και πολλές ακόμη χώρες εκτός Ευρώπης διατηρούν σε μεγάλο βαθμό τους στόχους τους, αλλά και το γεγονός ότι οι πολίτες ζητούν δράσεις για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την προσαρμογή στις επιπτώσεις της. Πιστεύω ότι η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Νοέμβριο στη Βραζιλία θα μπορέσει να δώσει την ώθηση που χρειάζεται».