«Οδικό χάρτη» για νέα data centers ετοιμάζουν ΥΠΕΝ και Υπουργείο Διακυβέρνησης – Εκτιμήσεις για επενδύσεις 2-5 δις μέχρι το 2030 – Κριτήρια και σύστημα υποδοχής αιτημάτων
Αξιόλογο επενδυτικό ενδιαφέρον με ορίζοντα το 2030 εντοπίζει νεότερη μελέτη της PWC που εκπονείται για λογαριασμό των Υπουργείων Περιβάλλοντος και Ενέργειας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης.
Η εν λόγω μελέτη, όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, συνιστά μέρος της ευρύτερης προσπάθειας για την διαμόρφωση ενός «οδικού χάρτη» για την υποδοχή των επενδύσεων σε data center στην Ελλάδα και η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί περί τα τέλη Φεβρουάριου για να παραδοθεί ύστερα στα συναρμόδια Υπουργεία.
Κριτήρια και Σύστημα υποδοχής αιτημάτων
Σε πρώτο επίπεδο, η μελέτη αποσκοπεί στον προσδιορισμό κριτηρίων που επιτρέπουν την αξιολόγηση της καταλληλότητας μιας περιοχής, ιεραρχώντας την διαθεσιμότητα του ηλεκτρικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Ωστόσο, όπως προσθέτουν αρμόδιες πηγές, γίνεται προσπάθεια συνολικότερης αξιολόγησης μιας περιοχής, προσμετρώντας για παράδειγμα τον κλιματικό κίνδυνο, μια παράμετρος που στον ένα ή τον άλλο βαθμό δύναται να επηρεάσει την λειτουργία μιας επένδυσης.
Κατά συνέπεια, η μελέτη επιχειρεί μια συνολική «χαρτογράφηση» της συνολικής επικράτειας που θα «υποδεικνύει» τις καλύτερες περιοχές για την εγκατάσταση ενός κέντρου δεδομένων, «απαντώντας» τόσο στα κρίσιμα θέματα της διαθεσιμότητας του δικτύου (ηλεκτρικά και τηλεπικοινωνιακά) όσο και σε άλλα θέματα που άπτονται της χωροταξίας και δύναται να επηρεάσουν την επένδυση.
Παράλληλα, η μελέτη εξετάζει την δημιουργία ενός συστήματος υποδοχής αιτημάτων όπου ο κάθε επενδυτής θα μπορεί να καταχωρεί τα χαρακτηριστικά της επένδυσής του ώστε να πραγματοποιείται με ταχύτητα εξατομικευμένη αξιολόγηση του αιτήματος από τους αρμόδιους φορείς και κύρια από τους διαχειριστές. Με τον τρόπο αυτό, όπως επισημαίνουν αρμόδιες πηγές, οριοθετείται ένα πλαίσιο διαχείρισης αιτημάτων, διευκολύνοντας, ταυτόχρονα, την συνεργασία μεταξύ των διαχειριστών, πράγμα που είναι αναγκαίο μιας και πολλά αιτήματα ενδέχεται να «ξεκινούν» για σύνδεση στο δίκτυο διανομής και να καταλήγουν – κατόπιν αναβαθμίσεων – στο δίκτυο μεταφοράς.
Υπό αυτή την έννοια, οι δύο διαχειριστές, όντας αρμόδιοι για την διαχείριση και λειτουργία του δικτύου, θα πρέπει να έχουν συνολική εικόνα των αιτημάτων ακόμη κι αν αυτά δεν αφορούν και τους δύο. Να προσθέσουμε ότι ο ΑΔΜΗΕ διαδραματίζει ένα πρόσθετο ρόλο στην όλη «άσκηση» δεδομένου ότι διαχειρίζεται και μέρος του τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Σε αυτή την βάση τόσο ο ΔΕΔΔΗΕ όσο και ο ΑΔΜΗΕ, στο πλαίσιο και της μελέτης αλλά και για δική τους χρήση, εκπονούν σχετικές μελέτες προκειμένου να προσδιορίσουν τις δυνατότητες του συστήματος για την υποδοχή νέων φορτίων όπως είναι τα data canters.
Σε κάθε περίπτωση, η προσέγγιση του ΑΔΜΗΕ ακολουθεί την βασική αρχή σχεδιασμού για την ενσωμάτωση νέων φορτίων στο δίκτυο και η οποία «δείχνει» περιθώρια σε περιπτώσεις όπου η παραγωγή υπερβαίνει τα φορτία, αφήνοντας χώρο για πρόσθετες καταναλώσεις και δη υψηλές καταναλώσεις. Στο αντίστροφο σενάριο, όπως επεξηγούν αρμόδιες πηγές, τα περιθώρια είναι εξαιρετικά περιορισμένα με όποιες πιθανότητες να αναζητούνται στο χώρο που «αφήνει» λόγω καμπυλότητας του φορτίου, πράγμα που ωστόσο θα πρέπει να εξεταστεί συγκεκριμένα. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, ο ΑΔΜΗΕ ο ΑΔΜΗΕ έχει ανταποκριθεί εκδίδοντας, μέχρι στιγμής, 8 Οριστικές Προσφορές Σύνδεσης (ΟΠΣ) με το δίκτυο σε έργα συνολικής ισχύος 500 MW σε Αττική και Κόρινθο ενώ υπό μελέτη βρίσκονται άλλες 5 προσφορές συνολικής ισχύος 280 MW.
Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι η πρόβλεψη για 200 MW σε μονάδες data center μέχρι το 2030 μεταφράζεται σε πρόσθετη κατανάλωση ενέργειας της τάξης της 1,5 TWh, πράγμα που εκ πρώτης όψεως, δύναται να αποτελέσει διέξοδο για ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα του τομέα των ΑΠΕ, τις περικοπές, δηλαδή την περίσσεια «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας που λόγω αναντιστοιχίας με την ζήτηση, καταλήγει στα σκουπίδια.
Αύξηση της ζήτησης και ΑΠΕ
Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η αύξηση της κατανάλωσης κατά 1,5 TWh και εφόσον καλυφθεί μονάχα από μονάδες ΑΠΕ, μεταφράζεται σε 1 GW νέας εγκατεστημένης ισχύος φωτοβολταϊκών ή λίγο λιγότερο αν πρόκειται για συνδυασμό φωτοβολταϊκών και αιολικών λόγω σταθερότερης παραγωγής των δεύτερων.
Σε κάθε περίπτωση, προκύπτουν δύο ζητήματα με το πρώτο να αφορά τη διαθεσιμότητα του δικτύου και κατά πόσο δύναται να επιτρέψει την έγχυση και απορρόφηση ποσοτήτων ενέργειας με την εναλλακτική να είναι η δημιουργία μιας αποκλειστικής γραμμής από τον σταθμό ΑΠΕ προς το data center και το δεύτερο και πιο σημαντικό την εγγενή αδυναμία ενός σταθμού ΑΠΕ να προσφέρει αδιάλειπτη ενεργειακή τροφοδοσία.
Εδώ προκύπτει η ανάγκη της αποθήκευσης με μπαταρίες πολλών ωρών με την τελική ωστόσο απόφαση να ανήκει στα «νούμερα» της επένδυσης περί βιώσιμου ή μη μοντέλου. Κατά συνέπεια, τα data center συνιστούν μια «αχτίδα φωτός» για νέα έργα ΑΠΕ που ωστόσο για να αποδειχθεί ως τέτοια χρειάζεται να πληρούνται μια σειρά άλλες προϋποθέσεις που ξεπερνούν απλώς την αριθμητική ισορροπία παραγωγής «πράσινης» ενέργειας και ζήτησης.