Μπορούμε να διπλασιάσουμε τις ΑΠΕ ήδη από τις αρχές του δεύτερου μισού της δεκαετίας με ταχύτερη αδειοδότηση
Υπό την υφιστάμενη ενεργειακή κρίση και τις επακόλουθες ευρείες οικονομικές -και όχι μόνον- συνέπειες διεθνώς, η συζήτηση για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) έχει μεταξύ άλλων έλθει εκ νέου στο προσκήνιο. Περί της τρέχουσας κατάστασης, του βαθμού ανάπτυξης των εν λόγω πηγών ενέργειας στην Ελλάδα και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων τους εν γένει, συνομιλήσαμε με τον κ. Παναγιώτη Παπασταματίου, Γενικό Διευθυντή της Ελληνικής Επιστημονικής Ενωσης Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ).
Αναφορικά με το εάν και κατά πόσο η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η εντεινόμενη από αυτή ενεργειακή κρίση έχει αναδείξει την ανάγκη για στροφή στις ΑΠΕ, ο κ. Παπασταματίου δήλωσε στον «Ε.Κ.»: «Κατ’ αρχάς η κρίση η ενεργειακή έχει ξεκινήσει πριν από την εισβολή, ήδη από το καλοκαίρι, πιθανότατα και με συμβολή της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής ήδη από τότε. Αυτό που αναδεικνύεται από αυτή την κρίση, είτε πριν είτε μετά από τον πόλεμο, είναι η ανάγκη της ενεργειακής ανεξαρτησίας».
«Αναδεικνύονται δύο ζητήματα, το πρώτο είναι η ανάγκη της ενεργειακής ανεξαρτησίας των κρατών και ειδικά της Ευρώπης, η οποία συνδέεται με τα θέματα γεωπολιτικής ισχύος και εθνικής ανεξαρτησίας, και το δεύτερο είναι η ανάγκη σταθερών τιμών ενέργειας οι οποίες δεν θα εξαρτώνται από τις διεθνείς διακυμάνσεις των καυσίμων, από τις πολιτικές ισορροπίες και από τους εκβιασμούς των προμηθευτριών χωρών. Και τα δύο αυτά στοιχεία, χαμηλό σταθερό κόστος ενέργειας και ενεργειακή ανεξαρτησία εξυπηρετούνται από τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας» εξήγησε χαρακτηριστικά.
Συγκεκριμένα για την Ελλάδα, ο Γενικός Διευθυντής της ΕΛΕΤΑΕΝ σημείωσε ότι στη χώρα έχουν γίνει σημαντικά βήματα, καθώς έχουν αναπτυχθεί και αιολικά πάρκα και φωτοβολταϊκά και υδροηλεκτρικά. «Το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν αναπτυχθεί τόσο όσο θα μπορούσαν να είχαν αναπτυχθεί και όσο θα έπρεπε να είχαν αναπτυχθεί» τόνισε ο ίδιος. Και πρόσθεσε: «Η σημερινή κατάσταση αποδεικνύει ότι αν είχαμε περισσότερα αιολικά πάρκα, τώρα το ρεύμα που θα πλήρωνε ο καταναλωτής θα ήταν ακόμη φθηνότερο. Αυτή τη στιγμή, το 2021, το 20% περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην Ελλάδα παρήχθη από αιολικά πάρκα και το 10% από φωτοβολταϊκά και το υπόλοιπο 10% από μεγάλα υδροηλεκτρικά. Αν αυτό το 20%, που είναι η πιο φτηνή μορφή ενέργειας, ήταν διπλό, η ανακούφιση στους λογαριασμούς ρεύματος των καταναλωτών θα ήταν μεγαλύτερη».
Σε σχετική ερώτηση του «Ε.Κ.» εάν θα μπορούσαμε στο άμεσο μέλλον να μιλάμε για πλήρη απεξάρτηση από τον άνθρακα, ο κ. Παπασταματίου είπε: «Η κατάσταση διαμορφώνεται ως εξής: Υπάρχουν αρκετά ώριμα επενδυτικά σχέδια για ανάπτυξη νέων αιολικών πάρκων και νέων φωτοβολταϊκών στην Ελλάδα που έχουν περιβαλλοντικές άδειες, έχουν διασφαλίσει δίκτυο και έχουν τη διαθέσιμη χρηματοδότηση, τα οποία είναι ρεαλιστικό να υλοποιηθούν τα επόμενα τρία με τέσσερα χρόνια έτσι ώστε μέχρι το 2025-26 να έχουμε διπλασιάσει το ποσοστό από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας που ανέφερα πριν, δηλαδή να είμαστε στο 60% από αιολικά και φωτοβολταϊκά – και μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά στο 70% - ήδη από τις αρχές του δεύτερου μισού της δεκαετίας. Βασική προϋπόθεση για αυτό είναι η ριζική απλοποίηση της αδειοδοτικής διαδικασίας η οποία είναι μία μεγάλη γάγγραινα στην Ελλάδα».
Καταληκτικά στη συζήτησή μας, περί των εν γένει μεγαλύτερων πλεονεκτημάτων των ΑΠΕ, ο ίδιος επεσήμανε ότι «στην ενεργειακή πολιτική θέλουμε ενέργεια. Θέλουμε φτηνή ενέργεια, θέλουμε καθαρή ενέργεια. Και αυτά τα τρία τα προσφέρουν τα αιολικά πάρκα. Παράγουν ενέργεια, παράγουν την πιο φτηνή ηλεκτρική ενέργεια -να πω χαρακτηριστικά ότι τα νέα αιολικά πάρκα στην Ελλάδα, οι τιμές που έχουν δεσμεύσει από τους διαγωνισμούς της ΡΑΕ είναι της τάξης των 55 ευρώ τη μεγαβατώρα όταν το κόστος παραγωγής από το φυσικό αέριο και γενικά τα ορυκτά καύσιμα κινείται στις τάξεις των 250 και πλέον ευρώ τη μεγαβατώρα. Δηλαδή τα νέα αιολικά πάρκα παράγουν τρεις με τέσσερις φορές πιο φτηνό ηλεκτρισμό από τα ορυκτά καύσιμα. Η τρίτη παράμετρος είναι ότι είναι καθαρή ενέργεια, δηλαδή αντιμετωπίζει μετά βεβαιότητας το Νο 1 πρόβλημα του πλανήτη που είναι η κλιματική κρίση».
(της Ειρήνης Ζαχαριάδη, Εθνικός Κήρυξ)