Μικρή συμμετοχή στον πρώτο διαγωνισμό ΑΠΕ μετά από 1,5 έτος – Γιατί οι «παίκτες» εμφανίζονται απρόθυμοι παρά τον «πράσινο επενδυτικό πυρετό»
ον περιορισμένο αριθμό έργων, που θα δώσουν το «παρών» στον διαγωνισμό ΑΠΕ της 6ης Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσε ο Προσωρινός Κατάλογος Συμμετεχόντων, ο οποίος ανακοινώθηκε χθες από τη ΡΑΕ. Έτσι, σύμφωνα με τον Κατάλογο, στη δημοπρασία θα ανταγωνιστούν για το «κλείδωμα» ταρίφας 34 έργα συνολικής ισχύος 944,5 Μεγαβάτ περίπου, ενώ μία αίτηση απορρίφθηκε λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της εγγυητικής.
Με δεδομένο ότι το επίπεδο ανταγωνισμού για τη δημοπρασία έχει καθορισθεί στο 80%, το παραπάνω νούμερο ισχύος σημαίνει ότι από τη δημοπρασία θα προκριθούν έργα συνολικής ισχύος περί τα συνολικής ισχύος 525 Μεγαβάτ. Επομένως, παρά το «κενό» περίπου 1,5 έτους που έχει μεσολαβήσει στη διενέργεια διαγωνισμών, καθώς η τελευταία δημοπρασία του προηγούμενου σχήματος στήριξης είχε διεξαχθεί τον Μάιο του 2021 (εξελισσόμενη μάλιστα σε «αποκλειστική υπόθεση» των φωτοβολταϊκών), τα έργα που θα προκριθούν από τη νέα διαδικασία απέχουν περίπου 50% από τη μέγιστη δημοπρατούμενη ισχύ, η οποία ήταν 1.000 Μεγαβάτ.
Σύμφωνα με παράγοντες του κλάδου, ένας σημαντικός λόγος για την περιορισμένη συμμετοχή είναι τα χαμηλά επίπεδα στα οποία έχουν ορισθεί οι τιμές εκκίνησης και για τις δύο τεχνολογίες. Έτσι, με δεδομένο ότι οι τιμές αυτές δεν ανταποκρίνονται στα αυξημένα πλέον κόστη των έργων, λόγω της εκτίναξης των τιμών του εξοπλισμού, αρκετοί επενδυτές επέλεξαν να μην συμμετάσχουν, κρίνοντας ότι θα ήταν τουλάχιστον επισφαλής η οικονομική βιωσιμότητα των έργων τους.
Υπενθυμίζεται ότι για τα φωτοβολταϊκά η τιμή εκκίνησης έχει οριστεί στα 54 ευρώ ανά Μεγαβατώρα, ενώ για τα αιολικά στα 63 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Στελέχη της αγοράς των φωτοβολταϊκών επισημαίνουν ότι για την πλειονότητα των σχεδιαζόμενων έργων, με τη συγκεκριμένη τιμή αφετηρίας, οι επενδύσεις «δεν βγαίνουν».
Όπως προσθέτουν, χαρακτηριστική ένδειξη για το ότι η τιμή αφετηρίας δεν αναπροσαρμόστηκε στα νέα δεδομένα της αγοράς, αποτελεί το γεγονός πως στον διαγωνισμό του Μαΐου του 2021, η εκκίνηση έγινε από τα 53,86 ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Ωστόσο, το κόστος του εξοπλισμού δεν έχει πλέον καμία σχέση με ό,τι ίσχυε πριν από 1,5 χρόνο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση των φωτοβολταϊκών ο εξοπλισμός αποτελεί τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για το capex ενός έργου, με δεδομένο ότι τα υπόλοιπα κόστη (π.χ. χωματουργικά) έχουν μικρότερη συμμετοχή, συγκριτικά με τα αιολικά. Πάντως, πηγές του κλάδου των αιολικών εκτιμούν ότι και σε αυτή την περίπτωση χαμηλή τιμή εκκίνησης υπήρξε σημαντικός λόγος στο υποτονικό ενδιαφέρον των επενδυτών, καθώς και πάλι έχουν υπάρξει υψηλές ανατιμήσεις.
Όπως επισημαίνουν χαρακτηριστικά, υπάρχουν παραδείγματα σχεδιαζόμενων επενδύσεων όπου, μέσα μόλις σε 6 μήνες, οι επενδυτές αναγκάζονται να αναπροσαρμόσουν τα business plan, συνυπολογίζοντας αυξήσεις έως και 20% στο κόστος των ανεμογεννητριών. Επομένως, είναι φυσιολογικό αρκετοί παραγωγοί να αμφιβάλουν για το κατά πόσο μια αποζημίωση κάτω από τα 63 ευρώ ανά Μεγαβατώρα θα μπορεί να διασφαλίσει τα απαιτούμενα έσοδα.
Πέρα όμως από τις επιφυλάξεις για την οικονομική βιωσιμότητα των έργων, οι χαμηλές τιμές εκκίνησης και για τις δύο τεχνολογίες φαίνεται να λειτούργησαν και με έναν ακόμη τρόπο ανασταλτικά για τη συμμετοχή στον διαγωνισμό. Κι αυτό γιατί ενίσχυσαν τις προσδοκίες για τη διασφάλιση καλύτερων αποζημιώσεων μέσω των εναλλακτικών τρόπων εμπορικής εκμετάλλευσης μιας μονάδας ΑΠΕ (δηλαδή της σύναψης corporate PPAs ή της απευθείας συμμετοχής στην αγορά), οι οποίοι φαίνεται πως σταδιακά βρίσκουν έδαφος και στην Ελλάδα. Εκτιμάται μάλιστα ότι ο ίδιος ο τωρινός διαγωνισμός θα δώσει "στίγμα" σε ότι αφορά την τιμή απορρόφησης του πράσινου ρεύματος και για τη σύναψη των πρώτων PPAs.
Τέλος, σύμφωνα με εκπροσώπους της αγοράς, «φρένο» στη συμμετοχή εκτιμάται ότι έβαλε και ο σχετικά περιορισμένος αριθμός «ώριμων» αδειοδοτικά έργων, δηλαδή μονάδων με οριστικές προσφορές σύνδεσης. Μία παράμετρος που, σε συνδυασμό με τα παραπάνω λόγους, συνέβαλε κι αυτή στη μειωμένη παρουσία υποψήφιων έργων στον διαγωνισμό, παρά το αναμφισβήτητα έντονο ενδιαφέρον επενδυτών για «πράσινες» επενδύσεις στην Ελλάδα.