Μια «μετάβαση» μέσα στην ενεργειακή μετάβαση – Τα στοιχήματα, το εναλλακτικό σχέδιο και το «δίχτυ ασφαλείας»

10 06 2024 | 10:59

Ως ενεργειακή μετάβαση αντιλαμβανόμαστε, επικοινωνούμε, σχεδιάζουμε και υλοποιούμε μια δομική αλλαγή του ενεργειακού συστήματος, επιβεβλημένη λόγω της κλιματικής αλλαγής. 

Η μετάβαση αυτή συνίσταται στην  σταδιακή μείωση -και, εντέλει, εξάλειψη- των  εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, κυρίως και καταρχάς του διοξειδίου του άνθρακα, από τον ενεργειακό τομέα. Η μετάβαση αυτή αγγίζει φυσικά τον τομέα των ενεργειακών πηγών και της παραγωγής, όπου επικεντρώνεται στην αντικατάσταση ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και άλλες, επιβοηθητικές τεχνολογίες, όπως η αποθήκευση. 

 

Αγγίζει όμως και τους τομείς τελικής χρήσης (κτίρια, μεταφορές, βιομηχανία), όπου βασικά εργαλεία είναι ο εξηλεκτρισμός και η έξυπνη και αποδοτική διαχείριση των ενεργειακών πόρων. 

Συνδέεται δε άρρηκτα και με τα δίκτυα που επιτρέπουν στην προσφορά ενέργειας να συναντήσει και να ικανοποιήσει τη ζήτηση, τους ενδιάμεσους «κρίκους» που συνδέουν τα δύο άκρα της πολύπλοκης και μακριάς αυτής αλυσίδας αξίας, τόσο φυσικούς (επαρκείς υποδομές, όπως αγωγοί, δρόμοι, λιμάνια, κλπ.) όσο και νοητούς (κατάλληλες αγορές, εξειδικευμένοι ανθρώπινοι πόροι, κ.α.).

Από το Ρίο στο Παρίσι

Κάνοντας μια κριτική επισκόπηση της πρώτης χρονικά φάσης από την παγκόσμια αναγνώριση της ανάγκης για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής, από τη Σύμβαση του Ρίο του 1992 ως και τη Συμφωνία των Παρισίων, αντλούνται με ασφάλεια τρία βασικά συμπεράσματα:

(α) Η φιλοδοξία σαφώς κλιμακώνεται, το παγκόσμιο πλαίσιο συνεργασίας συγκεκριμενοποιείται (από το Ρίο στο Κιότο και ως το Παρίσι) και συγκεκριμένες λύσεις και προσεγγίσεις (όπως η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας για ηλεκτροπαραγωγή) αποκτούν παγκόσμια δυναμική.

(β) Υπάρχει σαφής αναντιστοιχία στην πρόοδο ανάμεσα στoν Παγκόσμιο Βορρά και το Νότο, στη Δύση και την Ανατολή. Ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, η ενεργειακή μετάβαση αντιμετωπίζεται ως περιττό κόστος και μηχανισμός που οδηγεί σε υστέρηση και όχι ως ευκαιρία για αναδιάταξη των συσχετισμών και επανασχεδιασμό του παραγωγικού υποδείγματος.

 

(γ) Η Ευρώπη πρωτοστατεί στην ενεργειακή μετάβαση έναντι των λοιπών ηπείρων, με μετρήσιμη πρόοδο σε συγκεκριμένους τομείς (ηλεκτροπαραγωγή, εξηλεκτρισμός ελαφρών μεταφορών, βελτίωση αποδοτικότητας και έξυπνη διαχείριση ενέργειας, ανασχεδιασμός δικτύων, καινοτόμες τεχνολογίες). Υπάρχουν όμως και εξίσου σημαντικοί τομείς στους οποίους βρίσκεται ακόμα σε εμβρυακό στάδιο (εναλλακτικά καύσιμα, απανθρακοποίηση βιομηχανίας, κ.α.)  

Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται ιδανικά, πιστεύω, κάνοντας χρήση της Επιστήμης των Μαθηματικών, στην οποία υποστηρίζεται και αποδεικνύεται το «Θεώρημα των Άπειρων Πιθήκων».  Το θεώρημα αυτό αναφέρει ότι, αν πάρεις άπειρους πιθήκους και τους βάλεις μπροστά από άπειρες γραφομηχανές και τους αφήσεις να χτυπούν τα πλήκτρα στην τύχη, κάποια στιγμή πιθανότατα θα γράψουν κάτι που θα βγάζει νόημα. Αν στην εξίσωση προσθέσεις και άπειρο χρόνο, τότε θα συγγράψουν όλα τα έργα της ανθρώπινης Γραμματείας από την αρχή του ανθρώπινου πολιτισμού ως σήμερα. 

Πράγματι, παρά τη σχετική πρόοδο που έχει σημειωθεί, δεν θα ήταν άστοχο να πούμε ότι, για το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα απ’ όταν η κλιματική αλλαγή άρχισε να απασχολεί, κατά χρονική σειρά αρχικά τους επιστήμονες, στη συνέχεια τους πολιτικούς και τελικά τους πολίτες, η ενεργειακή μετάβαση σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε εν πολλοίς με μια προσέγγιση αντίστοιχη του ανωτέρω θεωρήματος. Έγιναν πράγματα, υπήρξαν εξελίξεις, ανακοινώθηκαν συμφωνίες και αναλήφθηκαν δράσεις, αναμφίβολα. Δεν υπήρξε όμως συντονισμένη μέθοδος ή σαφής στοχοθεσία, απτό χρονοδιάγραμα και συγκεκριμένος οδικός χάρτης. Πορευόμασταν περισσότερο ελπίζοντας και λιγότερο αναμένοντας βάσιμα και δουλεύοντας συντονισμένα ώστε να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. 

Όχι πολύ διαφορετικά από το να χτυπάμε στην τύχη πλήκτρα μιας γραφομηχανής περιμένοντας να γράψουμε κάτι που να βγάζει, τελικά, νόημα.

Αλλάζει η φύση της ενεργειακής μετάβασης

Δύο όμως κομβικές εξελίξεις των τελευταίων ετών αλλάζουν άρδην τη φύση αλλά και τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης, αμφότερες προϊόντα της Συμφωνίας των Παρισίων και της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.

 Η πρώτη εξέλιξη είναι ποσοτική: η ανάληψη δέσμευσης όχι πια για μείωση αλλά πλέον για εκμηδενισμό των καθαρών εκπομπών, το λεγόμενο net-zero. Κατ’αναλογία με το θεώρημα, περιμένουμε από τα συμπαθή πρωτεύοντα θηλαστικά όχι απλά να γράψουν κάτι που να βγάζει νόημα αλλά να μας συγγράψουν τον Άμλετ. 

Η δεύτερη είναι χρονική και αφορά στο ότι -για την Ευρώπη τουλάχιστον- ο ορίζοντας για επίτευξη του στόχου τέθηκε όχι αργότερα από το έτος 2050. Στην αναλογία μας με τους πιθήκους και τον Άμλετ, να τον έχουν τελειώσει ως μεθαύριο.

Αφαιρώντας από την εξίσωση την αοριστία που το «άπειρο» επιτρέπει,  οριστικοποιώντας το ποσοτικό και το χρονικό πλαίσιο, ουσιαστικά ορίζουμε την ταχύτητα με την οποία πρέπει να επιτευχθεί η ενεργειακή μετάβαση. Επιβάλλουμε τον ρυθμό σε όλες τις ενδιάμεσες πράξεις και ενέργειες που σχετίζονται με αυτήν. Θέτουμε ορατά και μετρήσιμα ενδιάμεσα ορόσημα. Κυρίως, σταματάμε να ελπίζουμε ότι θα συμβεί ένα «ευτυχές ατύχημα» και έχουμε απτή ευθύνη και υποχρέωση, πλέον, να το κάνουμε να συμβεί.

Αυτές οι δύο εξελίξεις αποτελούν μια τεράστια «μετάβαση» στο πως αντιλαμβανόμαστε, επικοινωνούμε, σχεδιάζουμε και υλοποιούμε την ενεργειακή μετάβαση. Μια «μετάβαση» μέσα στην ίδια την ενεργειακή μετάβαση. Γιατί, πλέον, το καθοριστικό της στοιχείο δεν είναι το να αλλάξουμε τις ενεργειακές πηγές, το να εξηλεκτρίσουμε ενεργειακές χρήσεις ή το να αναδιοργανώσουμε τα δίκτυα που συνδέουν την αρχή με το τέλος της αλυσίδας. Το θέμα πλέον είναι η ταχύτητα, ο ρυθμός, το πως θα το κάνουμε εντός του τεθέντος χρονοδιαγράμματος.

Υπό το πρίσμα αυτό, όχι απλώς της επίτευξης της ενεργειακής μετάβασης «κάποτε», αλλά εντός συγκεκριμένου χρονοδιαγράμματος και με συγκεκριμένη πια ταχύτητα, αναδεικνύονται ως κομβικά μια σειρά από ζητήματα:

(α) Τεχνολογική ετοιμότητα και ωριμότητα 

Από τεχνολογική σκοπιά, η μετάβαση εξαρτάται από τεχνολογίες πολλών και διαφορετικών «ταχυτήτων».  Μπορούμε χονδροειδώς να τις κατατάξουμε σε τρεις κατηγορίες.

Πρώτον, οι ώριμες τεχνολογίες, που είναι δυνατόν να αναπτυχθούν σε μεγάλη κλίμακα και με οικονομική ισοτιμία (parity) με αυτές των ορυκτών καυσίμων που καλούνται να αντικαταστήσουν. Σε αυτήν την κατηγορία συγκαταλέγονται κυρίως τα φωτοβολταϊκά και τα αιολικά συστήματα ηλεκτροπαραγωγής, τα έξυπνα συστήματα διαχείρισης ενέργειας,  η επέκταση των δικτύων και άλλες.

Δεύτερον, οι ώριμες από τεχνολογική άποψη τεχνολογίες που όμως ακόμα δεν έχουν επιτύχει ικανές οικονομίες κλίμακας για να φτάσουν την μέγιστη οικονομικότητά τους.  Εδώ βρίσκονται οι περισσότερες τεχνολογίες μετάβασης: μπαταρίες και υπεράκτια αιολικά στην ηλεκτροπαραγωγή, ηλεκτρικά οχήματα στις μεταφορές, παραγωγή πράσινου υδρογόνου, αποθήκευση άνθρακα κ.α.

Τρίτον, οι ανώριμες τεχνολογίες που ακόμα δεν έχουν εξαντλήσει ούτε την τεχνολογική τους εξέλιξη  ούτε φυσικά την οικονομικότητα τους (που επέρχεται μέσω του εντοπισμού της βέλτιστης τεχνολογικής λύσης και της ομοιομορφοποίησης της παραγωγής, ώστε να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας). Τέτοιες είναι, για παράδειγμα, τα ανανεώσιμα ναυτιλιακά και αεροπορικά καύσιμα, κάποιες τεχνολογίες μπαταριών, τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής από κυματική ή παλίρροια, το Direct Air Capture και άλλες.

Είναι σαφές, και καταδεικνύεται από κάθε συγκριτική επισκόπηση ολοκληρωμένων σχεδίων υλοποίησης της ενεργειακής μετάβασης (όπως τα Εθνικά Σχέδια για την Ενέργεια και το Κλίμα των Κρατών-Μελών της Ε.Ε. ή σενάρια net zero από αναγνωρισμένους διεθνείς οργανισμούς) ότι όλες αυτές οι τεχνολογίες είναι απαραίτητο να εξελιχθούν τάχιστα και να φτάσουν στην πρώτη κατηγορία – όχι απαραίτητα όλες για κάθε κράτος ή κάθε οικονομία αλλά σίγουρα όλες για το σύνολο του πλανήτη. Η ταχύτητα δε της μετάβασης επιβάλλει την κλιμάκωση των τεχνολογικών breakthroughs με ταυτόχρονη αποκλιμάκωση του κόστους των νέων τεχνολογιών σε συντομότατο χρόνο. Και αυτό εκθέτει την ενεργειακή μετάβαση σε ένα μεγάλο τεχνολογικό ρίσκο, το οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε.

(β) Επενδυτικές ανάγκες και κόστος μετάβασης

Το να πούμε ότι η δομική αυτή αλλαγή στον ενεργειακό τομέα, που επιχειρείται και μερικώς ήδη υλοποιείται, χρειάζεται τεράστιες επενδύσεις είναι αντίστοιχο με το να λέμε ότι στον Βόρειο Πόλο έχει δροσούλα.

Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρχαν τόσοι διαθέσιμοι πόροι, δημόσιοι και ιδιωτικοί, για να χρηματοδοτηθεί το κολοσσιαίο αυτό εγχείρημα. Εξίσου αληθινό, επιβεβαιωμένο και τεκμηριωμένο όμως είναι και το γεγονός ότι αυτοί οι πόροι είναι «σταγόνα στον ωκεανό», ότι υπολείπονται δραματικά σε σχέση με τα κονδύλια που πρέπει να μοχλευθούν για την επίτευξη του στόχου, όπως καταμαρτυρούν όλες οι σχετικές έρευνες. 

Εδώ επιβάλλεται μια ιδιαίτερα κρίσιμη -και διαρκής- άσκηση ώστε να βρίσκεται κάθε φορά η ισορροπία ανάμεσα στο να δίνονται κεντρικά τα κατάλληλα επενδυτικά σήματα (με δημόσιους πόρους και άλλες μορφές στήριξης) που απαιτούνται για να κατευθύνονται οι επενδύσεις εκεί που χρειάζεται, όταν η αγορά δεν μπορεί να επιτελέσει αυτό το ρόλο, αλλά και να αποτραβιέται αυτή η παρέμβαση όταν η αγορά αποκτά την ωριμότητα να αναδείξει τις βιώσιμες επενδυτικές επιλογές.

Παράλληλα, η διαθεσιμότητα των απαιτούμενων κονδυλίων είναι η μια μόνο όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη είναι η ανάκτησή τους, η απόσβεση των επενδύσεων, η αποπληρωμή των δαπανών που γίνονται και θα γίνουν για την ολοκλήρωση της μετάβασης.  Εδώ η άσκηση επικεντρώνεται στη βελτιστοποίηση της κατανομής των πόρων και τη διατήρηση του παράγοντα της οικονομικής αποδοτικότητας στον πυρήνα κάθε παρέμβασης. Περιττές επενδύσεις, είτε με δημόσια είτε με ιδιωτικά κεφάλαια, είναι εξίσου επικίνδυνες με τον κίνδυνο έλλειψης επενδύσεων, αφού εκτινάσσουν το κόστος αχρείαστα. Υπεραπόδοση των επενδύσεων δημιουργεί οικονομική επιβάρυνση σε ένα σύστημα υπό ριζικό μετασχηματισμό που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ακροβατεί στο όριο. Παράλληλα, η υπεραπόδοση δημιουργεί λανθασμένη επενδυτική κουλτούρα αλλά και ανεδαφικές προσδοκίες σε σχέση με τις μελλοντικές επενδύσεις που χρειάζονται, ενώ  αποστερεί πόρους από άλλες ανάγκες με πιο ορθολογικές αποδόσεις.  

Η ανάγκη για άντληση των απαιτούμενων πόρων για την ενεργειακή μετάβαση με την ταυτόχρονη συγκράτηση του κόστους εκθέτουν την διαδικασία σε ένα μεγάλο οικονομικό ρίσκο.  Η δε ταχύτητα που τίθεται για υλοποίηση αυτού του μετασχηματισμού συχνά δεν επιτρέπει την πιο λελογισμένη και στρατηγική κατανομή των διαθέσιμων κονδυλίων αλλά, επιβεβαιώνοντας το παλιό ρητό «καλά, γρήγορα και φθηνά: διάλεξε δύο από τα τρία», συχνά αδιαφορεί τελείως για την τρίτη υπέρ των πρώτων δύο παραμέτρων.

(γ) Μαζικότητα και κοινωνική συνοχή

Είναι κοινός τόπος, και ιστορικό κεκτημένο, ότι για να πετύχει μια αλλαγή τέτοιας εμβέλειας πρέπει να αποκτήσει μαζικότητα. Όπως ακριβώς ο επαπειλούμενος κίνδυνος της κλιματικής αλλαγής είναι συλλογικός, έτσι και την ευθύνη για να αποφευχθεί ο κίνδυνος πρέπει να ενστερνιστούν αλλά και να την αναλάβουν από κοινού όλοι. 

Αυτή η διαπίστωση οδηγεί σε μια σειρά από επιμέρους παραδοχές. Ότι το κόστος πρέπει να επιμεριστεί δίκαια και αναλογικά. Ότι οι επιμέρους ωφέλειες πρέπει διαχυθούν σε όλους τους εν δυνάμει αποδέκτες. Ότι δεν πρέπει να διακυβευθεί η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας αλλά και ότι οι λύσεις που θα υλοποιηθούν για τη μετάβαση θα είναι τουλάχιστον ισοδύναμες, αν όχι καλύτερες, από τις υφιστάμενες που θα αντικαταστήσουν.

Μια άλλη παράμετρος είναι το να κατανοήσει ο κάθε πολίτης την αναγκαιότητα της ενεργειακής μετάβασης και να αλλάξει ουσιώδη χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής του, χωρίς όμως να τον επιδεινώσει. Και αυτό συνδέεται τόσο με το τεχνολογικό όσο και με το οικονομικό ρίσκο. Αφενός, χωρίς ισοδύναμες τεχνολογικές λύσεις (και μάλιστα με βάθος και εναλλαξιμότητα τέτοιων) η μετάβαση δεν θα προχωρήσει λόγω κοινωνικής αντίδρασης. Για παράδειγμα, αν δεν αναπτυχθούν οι τεχνολογίες αποθήκευσης ποτέ δεν θα αποδεχτεί ο πολίτης να μεταφέρει όλες του τις ενεργειακές ανάγκες το μεσημέρι που δουλεύουν τα φωτοβολταϊκά. Αφετέρου, αν το κόστος γίνει δυσβάσταχτο, το εγχείρημα είναι εξίσου καταδικασμένο. Για παράδειγμα αν η βιομηχανία επιβαρύνεται δυσανάλογα με το κόστος μετάβασης και υποχρεούται να το μετακυλίει διαρκώς στον τελικό καταναλωτή περιορίζοντας την πρόσβαση του σε βασικά αγαθά, η κοινωνία θα αντιδράσει.

Αυτή η διάσταση του ρίσκου κοινωνικής αποδοχής είναι το μεγάλο στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί σε επίπεδο πολίτη ώστε η μετάβαση να αποτελέσει πραγματικά πάνδημη προσπάθεια και όχι εξαναγκαστική επιβολή άνωθεν, κάτι που θα την καθιστούσε εκ προοιμίου καταδικασμένη να αποτύχει. 

Εναλλακτικό σχέδιο

Η ταχύτητα της ενεργειακής μετάβασης όμως επιβάλλει το να ληφθεί υπόψη ακόμα ένας παράγοντας, που πρέπει να τεθεί πιο εμφατικά στο δημόσιο διάλογο:  Την ανάγκη για διαμόρφωση και διατήρηση ενός εναλλακτικού σχεδίου, για την περίπτωση που κάποια επιμέρους στοιχεία σε αυτή την τεράστια πολυπλοκότητα όχι δεν τα επιτυγχάνουμε -αυτό δεν αποτελεί επιλογή- αλλά δεν τα επιτυγχάνουμε με την ταχύτητα που επιβάλλεται και εντός του χρονοδιαγράμματος που έχει τεθεί. 

Εξυπακούεται φυσικά ότι η κλιματική κρίση είναι ήδη εδώ και γινόμαστε διαρκώς μάρτυρες των καταστροφικών συνεπειών της, οπότε η ενεργειακή μετάβαση είναι επιβεβλημένη και πρέπει να υλοποιηθεί το ταχύτερο δυνατόν. Από την άλλη πλευρά, η μετάβαση από το status quo ante στον «νέο, γενναίο κόσμο» πρέπει να γίνει με τρόπο που δεν θέτει σε διακινδύνευση την αδιάλειπτη πρόσβαση σε επαρκές και καθολικά προσβάσιμο ενεργειακό αγαθό, από την οποία εξαρτάται όχι απλώς η οικονομική ευημερία και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου αλλά και η ίδια επιβίωση του ανθρωπίνου γένους.

Για το λόγο αυτό επιβάλλεται, όταν σχεδιάζουμε κεντρικά τον ενεργειακό χάρτη του μέλλοντος, να συμπεριλαμβάνουμε στο σχεδιασμό μας και τις εναλλακτικές λύσεις εκείνες που μεσοπρόθεσμα, χωρίς να θέτουν σε διακινδύνευση την αναπόφευκτη πορεία προς το στόχο του net zero, μπορεί να αποτελέσουν με τη μικρότερη δυνατή επιβάρυνση ένα ενδιάμεσο «δίχτυ ασφαλείας». Και αυτό για να εξασφαλιστούμε απέναντι στο ενδεχόμενο η τεχνολογική πρόοδος, η οικονομική ανάπτυξη ή η κοινωνική αποδοχή που απαιτούνται για την ενεργειακή μετάβαση να μην εξελιχθούν με την ταχύτητα που απαιτείται για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων.  

Και η προσέγγιση αυτή δεν είναι καθόλου ασύμβατη με την επιβεβλημένη στοχοπροσήλωση στην ολοκλήρωση της ταχείας μετάβασης, ούτε καταδεικνύει διγλωσσία ή υποκρισία. Γιατί, όπως το γεγονός ότι ασφαλίζουμε από ενδεχόμενες ζημιές το αυτοκίνητό μας δεν σημαίνει ότι οδηγούμε εφεξής με τα μάτια κλειστά, έτσι και το γεγονός ότι δεν βιαζόμαστε να αποκλείσουμε κάποιες από τις λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές στο δρόμο προς το net zero επ’ουδενί σημαίνει ότι δεν αναλαμβάνουμε άμεση και καίρια δράση για να επιβάλουμε τις βέλτιστες.

------------------

Η κ. Αλεξάνδρα Σδούκου είναι Υφυπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας

Το άρθρο περιλαμβάνεται στον υπό έκδοση τόμο GREEK ENERGY 2024 που κυκλοφορεί για 13η χρονιά το energypress