Το κόστος της πράσινης μετάβασης
Ο κόσμος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας για να επιτύχει ουδετερότητα ανθρακικού αποτυπώματος έως το 2050.
Ο κόσμος πρέπει να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τουλάχιστον 25% πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας για να επιτύχει ουδετερότητα ανθρακικού αποτυπώματος έως το 2050. Στην τελευταία μας έκθεση για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας μελετάμε τον βραχυπρόθεσμο αντίκτυπο από τις διάφορες πολιτικές μετριασμού των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή και στον πληθωρισμό. Εάν εφαρμοστούν άμεσα τα σωστά μέτρα και σταδιακά μέσα στα επόμενα οκτώ χρόνια, το κόστος θα είναι μικρό. Ωστόσο, εάν καθυστερήσει η μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το κόστος θα είναι πολύ μεγαλύτερο. Αναπτύξαμε ένα μοντέλο, που χωρίζει τις χώρες σε τέσσερις περιφέρειες, δηλαδή την Κίνα, την Ευρωζώνη, τις ΗΠΑ και τον υπόλοιπο κόσμο. Υποθέτουμε πως κάθε μία περιοχή εισάγει δημοσιονομικά ουδέτερες πολιτικές, που περιλαμβάνουν φόρους αερίων θερμοκηπίου, οι οποίοι αυξάνονται σταδιακά για να επιτευχθεί μείωση των εκπομπών κατά 25% έως το 2030, σε συνδυασμό με αρωγή των νοικοκυριών, επιδοτήσεις σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών και περικοπές μισθοδοτικών εισφορών.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μια δέσμη τέτοιων μέτρων θα μπορούσε να επιβραδύνει την ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας κατά 0,15 της ποσοστιαίας μονάδας σε 0,25 της ποσοστιαίας μονάδας ετησίως από τώρα έως το 2030, ανάλογα με το πόσο γρήγορα οι περιφέρειες μπορούν να αποδεσμεύσουν τα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οσο πιο δύσκολη είναι η μετάβαση στην καθαρή ηλεκτρική ενέργεια, τόσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση του φόρου για τις εκπομπές αερίων ρύπων ή οι ισοδύναμες ρυθμίσεις, που απαιτούνται για την παροχή κινήτρων για τη μετάβαση – και τόσο μεγαλύτερο είναι το μακροοικονομικό κόστος από την άποψη της απώλειας παραγωγής και του υψηλότερου πληθωρισμού. Για την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, το κόστος θα είναι πιθανότατα χαμηλότερο, κυμαινόμενο μεταξύ 0,05 και 0,20 της ποσοστιαίας μονάδας κατά μέσον όρο σε διάστημα οκτώ ετών. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το κόστος θα είναι υψηλότερο για τους εξαγωγείς ορυκτών καυσίμων και τις ενεργοβόρες αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, οι οποίες συνολικά διαμορφώνουν τις τάσεις για τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό σημαίνει ότι οι χώρες πρέπει να συνεργάζονται περισσότερο σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση, την τεχνογνωσία και την τεχνολογία, που απαιτούνται για τη μείωση του κόστους, ειδικά όταν πρόκειται για χώρες χαμηλών εισοδημάτων. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάζουν πιθανές μακροπρόθεσμες απώλειες παραγωγής από μια ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι τάξεις μεγέθους μεγαλύτερες σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις. Στις περισσότερες περιφέρειες, ο πληθωρισμός αυξάνεται μέτρια, από 0,1 της ποσοστιαίας μονάδας σε 0,4 αυτής. Το να περιοριστεί το κόστος αυτό προϋποθέτει οι πολιτικές για το κλίμα να είναι σταδιακές και αποτελεσματικότερες, καθώς και αξιόπιστες. Εάν οι πολιτικές για το κλίμα είναι μόνο εν μέρει αξιόπιστες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά δεν θα συνεκτιμήσουν μια ενδεχόμενη μελλοντική αύξηση φόρου κατά τον σχεδιασμό των επενδυτικών αποφάσεών τους.
Και αυτό θα επιβραδύνει τη μετάβαση (λιγότερες επενδύσεις σε θερμομόνωση και θέρμανση, τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών κ.λπ.), καθιστώντας αναγκαίες πιο αυστηρές πολιτικές για την επίτευξη του ίδιου στόχου απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές. Ως αποτέλεσμα, ο πληθωρισμός θα ήταν υψηλότερος και η αύξηση του ΑΕΠ χαμηλότερη μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Εκτιμούμε ότι μόνο μερικώς αξιόπιστες πολιτικές θα μπορούσαν σχεδόν να διπλασιάσουν το κόστος της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2030.
* Ο κ. Μπέντζαμιν Κάρτον είναι οικονομολόγος στο Τμήμα Ερευνών και ο κ. Ζαν-Μαρκ Νατάλ αναπληρωτής διευθυντής στη Διεύθυνση Παγκόσμιων Μελετών του Τμήματος Ερευνών του ΔΝΤ. Το άρθρο έχει δημοσιευθεί στο ιστολόγιο του ΔNΤ.