Η ελληνική απάντηση στην ενεργειακή κρίση και τα διακυβεύματα του 2023

Μετά τις ραγδαίες γεωπολιτικές εξελίξεις του 2022, και τις επιπτώσεις τους στον ενεργειακό κλάδο, θα περίμενε ίσως κάποιος ότι θα διαφοροποιούσαμε τη φιλοσοφία μας και θα επανεξετάζαμε τις προτεραιότητες της στρατηγικής μας στόχευσης για τον ενεργειακό κλάδο. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. 

Η διατήρηση της στρατηγικής αυτής στοχοθεσίας δεν οφείλεται σε δογματισμό. Αντίθετα, η κρίση τιμών ενεργειακών προϊόντων εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία μας ανάγκασε να δούμε εκ νέου και ενδελεχώς την ορθότητα των παραδοχών μας και την εφικτότητα του σχεδιασμού μας. Από τον έλεγχο αυτό όμως προέκυψε το συμπέρασμα ότι η απώτατη στόχευσή μας όχι μόνο δεν χρειάζεται να αλλάξει αλλά, αντίθετα, πρέπει να εντατικοποιηθεί η υλοποίησή της, καθώς είναι η μόνη μεσομακροπρόθεσμη απάντηση για ασφαλή έξοδο από την ενεργειακή κρίση. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι εξελίξεις που μεσολάβησαν είχαν καταλυτικές επιπτώσεις στις αγορές ενέργειας και επέφεραν βαρύ πλήγμα στην οικονομία μας, όπως και σ’ αυτές όλης της Ευρώπης, δεν στάθηκαν ικανές να εκτροχιάσουν την μακροπρόθεσμη πολιτική μας στον τομέα.  

 

Πέρασαν ήδη τρία και πλέον χρόνια από την ημέρα που ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι προς την ουδετερότητα άνθρακα έως το 2050, με την εξαγγελία από τον Πρωθυπουργό, της απολιγνιτοποίησης της ηλεκτροπαραγωγής και του μέγιστου δυνατού εξηλεκτρισμού της οικονομίας. Πέρασε μισός χρόνος  που ο προορισμός αυτός «κλείδωσε» νομοθετικά με τον Κλιματικό Νόμο, μεσούσης μάλιστα της ενεργειακής κρίσης, επιβεβαιώνοντας ότι οι βασικές μας αρχές και οι θεμελιώδεις στόχοι δεν αλλάζουν. Σήμερα, στην αρχή μιας νέας χρονιάς, συνεχίζουμε με μεγαλύτερη όρεξη το ταξίδι αυτό αλλά και με μεγαλύτερη συναίσθηση της ευθύνης να φτάσουμε στον τελικό προορισμό το δυνατόν ταχύτερα. Κι αυτό γιατί τα κίνητρα που μας ωθούν προς την κατεύθυνση αυτή δεν είναι πλέον μόνο περιβαλλοντικά αλλά συμπληρώνονται και από γεωπολιτικά, οικονομικά, και κοινωνικά.

Στο πλαίσιο της επιτάχυνσης αυτής της βασικής στοχοθεσίας αναδεικνύεται η κρισιμότητα της χρονιάς που έρχεται. 

Καταρχάς, η ενεργειακή επάρκεια και η ασφάλεια του εφοδιασμού αποτελούν ισχυρά προαπαιτούμενα για την εκπλήρωση του οραματικού στρατηγικού σχεδίου μας για την Ενεργειακή Μετάβαση, στόχο στον οποίο η Ελλάδα, όπως προανέφερα, παραμένει αταλάντευτα προσηλωμένη. Και το 2023 είναι η χρονιά που θα τεθούν οι βάσεις ώστε να απεξαρτηθούμε οριστικά από τις ρωσικές διαδρομές ενέργειας, να πιάσουμε τον επόμενο μεγάλο στόχο για πλήρη ελευθερία επιλογής προμηθευτή φυσικού αερίου και να εδραιώσουμε τη θέση της χώρας ως σημαντικού περιφερειακού κόμβου μεταφοράς ενέργειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Νοτιοανατολική Ευρώπη. 

Ο υπεύθυνος πολιτικός σχεδιασμός της χώρας με την πληθώρα των υποδομών LNG (η αναβαθμισμένη αποθηκευτική δυναμικότητα της Ρεβυθούσας αυξάνει τη χωρητικότητα σε LNG σε πάνω από 20 δισ. κυβικά μέτρα (bcm), έως το 2024),

τους διασυνδετήριους αγωγούς φυσικού αερίου με τις γειτονικές χώρες, τα μεγάλα έργα ηλεκτρικών διασυνδέσεων των νησιών μας, την Αίγυπτο, το Ισραήλ και την Κύπρο έχει μετατρέψει τη χώρα σε ασφαλή ενεργειακή νησίδα στην ευρύτερη περιοχή και λαμπρό παράδειγμα για τους εταίρους μας στην Ε.Ε. Παράλληλα,  με η παράταση έως το 2025 τριών λιγνιτικών σταθμών της ΔΕΗ θωρακίζει την βραχυπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια της χώρας χωρίς να διακυβεύεται η μεσοπρόθεσμη δέσμευση για απολιγνιτοποίηση της ηλεκτροπαραγωγής.

Οι βάσεις που τέθηκαν το 2022 για την  ενεργειακή επάρκεια και ασφάλεια, ενόψει των νέων γεωπολιτικών ισορροπιών που «επανασχεδίασαν τον ενεργειακό χάρτη» της ευρύτερης περιοχής, θα «στεριώσουν» και θα εξελιχθούν τη χρονιά που έρχεται, διασφαλίζοντας την πρόσβαση της Χώρας σε ενεργειακές πηγές αλλά και θέτοντας  την Ελλάδα στο επίκεντρο του περιφερειακού ενεργειακού εφοδιασμού.

 

Κατά δεύτερον,  πιστοί στην πρωθυπουργική εξαγγελία ότι «κανείς δεν θα μείνει πίσω» κατά την Μετάβαση αυτή, αναδεικνύεται σε αδήριτη ανάγκη η προστασία των καταναλωτών από τις υψηλές τιμές αλλά αποκτά και πολύ μεγαλύτερη σημασία η αποδοτικότερη και πιο ορθολογική χρήση της ενέργειας.   

Από το φθινόπωρο του 2021, έχουμε στηρίξει την κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων με περισσότερα από 7 δισ. ευρώ.  Το ευρύ πλέγμα μέτρων που εφαρμόσαμε πρώτοι από όλους τους εταίρους μας, παρεμβαίνει αποτελεσματικά ώστε να στηρίζεται η πραγματική οικονομία, χωρίς να διακυβεύεται η δημοσιονομική ισορροπία, αλλά και δίχως να λειτουργεί ως επιταχυντής του δείκτη τιμών. Είναι ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας και ως τέτοιο θα το αντιμετωπίσουμε και τη χρονιά που έρχεται. Το 2023 θα συνεχίσουμε την πολιτική στήριξης των καταναλωτών με γενναία μέτρα και με την ελπίδα ότι η Ευρώπη θα μας ακολουθήσει και θα μας στηρίξει με εξίσου γενναίες παρεμβάσεις. 

Συναφώς, η αυξημένη σπουδαιότητα της ενεργειακής αποδοτικότητας σε περιβάλλον εκρηκτικού ενεργειακού κόστους δεν μας βρίσκει απροετοίμαστους: προχωρούμε δυναμικά με τα σχέδιά μας για μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου (-18% σε ετήσια  βάση) και ηλεκτρικής ενέργειας (-13% σε μηνιαία βάση) ενώ επιμένουμε στην κινητροδότηση προγραμμάτων εξοικονόμησης ενέργειας.  

Η αθρόα οικονομική στήριξη για τα προγράμματα αυτά θα συνεχιστεί και την επόμενη χρονιά, θα συμπληρωθεί δε με στοχευμένες δράσεις για εξοικονόμηση σε επιχειρήσεις και βιομηχανία, επαναπροσδιορίζοντας την αποδοτική και ορθολογική χρήση ενεργειακών πόρων, μειώνοντας την εξάρτησή μας από τρίτους ενεργειακούς παρόχους αλλά και συρρικνώνοντας ουσιαστικά το ενεργειακό κόστος των τελικών καταναλωτών. 

Κατά τρίτον, εμμένουμε στις εμπροσθοβαρείς πολιτικές και δράσεις της Κυβέρνησης και του ΥΠΕΝ που κατατείνουν στη σταδιακή απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και τη στροφή στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, καθώς αυτές αποτελούν τη μόνη λύση που εξασφαλίζει την απανθρακοποίηση της οικονομίας και  την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Πλέον αυτή η εμμονή μας ενισχύεται καθώς η στήριξη των Α.Π.Ε. είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο για την καθαρή και ομαλή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών μας στο μέλλον και για την παροχή συνεχούς και φθηνής ενέργειας για όλους.

Από το 2019 συντελείται στην Ελλάδα μια αληθινή «πράσινη» κοσμογονία, εν μέσω των πιο δυσμενών συνθηκών. Οι προκλήσεις είναι μεγάλες, αλλά σε πείσμα των καιρών έχουμε καταφέρει να είμαστε σήμερα η έκτη χώρα με τη μεγαλύτερη πρόοδο στην παραγωγή ηλεκτρισμού από ΑΠΕ και η δεύτερη παγκοσμίως, στον δείκτη ελκυστικότητας επενδύσεων σε ανανεώσιμη ενέργεια, ως προς το ΑΕΠ. 

Η παραγωγή των ΑΠΕ το 2022 κλείνει στις 19 TWh που αντιστοιχεί στο 39% της ζήτησης, όταν ένα χρόνο νωρίτερα ήταν 16 TWh και οι προοπτικές είναι να φτάσει στις 21,3 TWh, το 2023. 

Η επενδυτική αυτή κοσμογονία εμπλουτίζεται και με νέες πολιτικές που διευκολύνουν την είσοδο νέων, κρίσιμων για την ενεργειακή μετάβαση, τεχνολογιών στο ενεργειακό μείγμα. Οι εγκρίσεις που δόθηκαν το 2022 από την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού για σχήματα στήριξης της Αποθήκευσης και των Υβριδικών Σταθμών ΑΠΕ-Αποθήκευσης στα Νησιά θα μετουσιωθούν σε διαγωνισμούς για τον εντοπισμό των πρώτων έργων εντός του 2023. Ομοίως και το θεσμικό πλαίσιο των Υπεράκτιων Αιολικών, που ψηφίστηκε το 2022 και θα εξελιχθεί στον προσδιορισμό των πρώτων θαλάσσιων περιοχών για τέτοιες επενδύσεις το 2023.

Παράλληλα, στηρίζουμε τον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και της μετακίνησης με επίκαιρες θεσμικές παρεμβάσεις και παροχή γενναίων κινήτρων στους καταναλωτές, πετυχαίνοντας τη μείωση κόστους και ανθρακικού αποτυπώματος ταυτόχρονα. Η ηλεκτροκίνηση θα παραμείνει στην καρδιά του σχεδιασμού μας και, την χρονιά που έρχεται, θα εστιάσει, πέρα από τα κίνητρα για αγορά οχημάτων, στην παροχή κινήτρων για την αύξηση των σημείων φόρτισης.

Για την επίτευξη της Πράσινης Μετάβασης υπολογίζουμε να αντλήσουμε το 38% των συνολικών κεφαλαίων που διεκδικούμε από το Ταμείο Ανάκαμψης, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περίπου 6,2 δισ. ευρώ. Τα χρήματα αυτά, το 2023 αλλά και τα αμέσως επόμενα χρόνια, θα συνεισφέρουν καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων της μετάβασης.

Καταλήγοντας, τα τελευταία τρία χρόνια ήταν όντως από τα πιο δύσκολα που μπορεί να ανασύρει  κανείς στη μνήμη, τουλάχιστον εδώ και πολλές δεκαετίες.  

Στο χρονικό αυτό διάστημα όμως, η Ελλάδα πέτυχε όχι μόνο να σταθεί όρθια εν μέσω πρωτοφανών κρίσεων αλλά και να θεωρείται πλέον ως σημαντικός stakeholder σε διεθνές επίπεδο, μια χώρα που αναλαμβάνει, σε αρκετές περιπτώσεις, ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση των διεθνών κρίσεων και στην αναζήτηση των βέλτιστων λύσεων για ένα πιο ασφαλές και καθαρό μέλλον.          

Φαίνεται λοιπόν ότι η ενεργειακή κρίση των καιρών μας αποτελεί, εκτός από πρόκληση, και μια μεγάλη ευκαιρία για τη χώρα μας και για την Ευρώπη, και τούτο επειδή εκτός από τη συμπτωματική αντιμετώπιση των συνεπειών της, μας ανοίγει το δρόμο για μια πιο αποτελεσματική στρατηγική θεώρηση των πραγμάτων της ενέργειας και της οικονομίας και προσφέρει ένα καινούργιο πεδίο συνεννόησης και ανάληψης κοινής δράσης από όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, στο οποίο έχουμε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Είναι χαρακτηριστικό το πως η Ευρώπη συσπειρώθηκε για να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα του Covid-19: από την κοινή προμήθεια των εμβολίων και το «πιστοποιητικό εμβολιασμού» (άλλη μια ελληνική πρωτοβουλία με διεθνές αποτύπωμα) ως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ο ευρωπαϊκός μηχανισμός κινήθηκε γρήγορα και αποτελεσματικά για να μετριάσει αρχικά και να ανατρέψει στη συνέχεια τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας.  

Η τρέχουσα κρίση μετασχηματίζει εκ βάθρων το τοπίο της ενέργειας. Κι αν ακόμα δεν έχουμε δει ανάλογα αντανακλαστικά από την Ένωση με αυτά που επέδειξε στην πανδημία, έχουμε εμπιστοσύνη ότι η ενωσιακή κοινή δράση θα δώσει εντέλει τις λύσεις που χρειάζονται. Σε αυτή τη νέα πραγματικότητα η Ελλάδα πρωτοπορεί και ήδη έχει αναδειχθεί, τα χρόνια που πέρασαν, σε σημαντικό περιφερειακό πόλο που δεν παρακολουθεί, αλλά δρομολογεί τις εξελίξεις. 

Το νέο αυτό ρόλο θα υπηρετήσουμε αλλά και θα ενισχύσουμε με όλες μας τις δυνάμεις τη χρονιά που ξεκινά.

Εύχομαι να έχουμε μια πολύ καλή χρονιά, το 2023!

* Η κα Αλεξάνδρα Σδούκου είναι Γενική Γραμματέας ΕΟΠΥ του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας 

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2023.

1