Σύμφωνα με τον μηχανισμό διασφάλισης ισχύος που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, οι Έλληνες καταναλωτές κινδυνεύουν να καταλήξουν να πληρώνουν για νέες λιγνιτικές μονάδες που θα λειτουργούν ακόμα και πέρα από το 2050, παρά τον νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό που καταργεί τις επιδοτήσεις στο κάρβουνο, γράφουν η Joanna Flisowska και ο Νίκος Μαντζάρης.
Η Joanna Flisowska εiναι συντονίστρια πολιτικής για το κάρβουνο στο δίκτυο περιβαλλοντικών οργανώσεων Climate Action Network (CAN) Europe. Ο Nίκος Μάντζαρης είναι αναλυτής πολιτικής για την ενέργεια και το κλίμα και εταίρος στην περιβαλλοντική δεξαμενή σκέψης The Green Tank.
Στις 7 Ιουνίου η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε τροπολογία που θεσπίζει νέο μηχανισμό διασφάλισης ισχύος ο οποίος θα επιδοτεί λιγνιτικές μονάδες. Ο στόχος της κίνησης αυτής είναι να ασκηθεί πίεση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ώστε αυτή να κάνει τα στραβά μάτια και να επιτρέψει στην Ελλάδα να παρακάμψει τους νέους ευρωπαϊκούς κανόνες, που τίθενται σε ισχύ την επόμενη εβδομάδα, και οι οποίοι απαγορεύουν τέτοιου είδους επιδοτήσεις.
Η προσπάθεια αυτή δεν πρέπει να επιτύχει.
Η κρατικά ελεγχόμενη ΔΕΗ προσπαθεί να πουλήσει τμήμα του λιγνιτικού της χαρτοφυλακίου διαιωνίζοντας έτσι το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής. Παράλληλα, η ΔΕΗ επιχειρεί να βελτιώσει τα ολέθρια οικονομικά της «Πτολεμαΐδας V» στη Δ. Μακεδονία, μιας μονάδας ισχύος 660 MW που βρίσκεται αυτή τη στιγμή υπό κατασκευή και θα κοστίσει τουλάχιστον €1,4 δις, καθιστώντας την, τη, με διαφορά, πιο ακριβή ενεργειακή επένδυση της χώρας.
Μετά την αποτυχημένη προσπάθεια διασφάλισης δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών μέσω του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών πριν από δύο χρόνια, το έργο βρέθηκε σε δεινή οικονομική κατάσταση. Μόνο το ετήσιο κόστος για CO2 της νέας μονάδας θα κυμαίνεται από 110 έως 130 εκατ. ευρώ.
Η ΔΕΗ και η ελληνική κυβέρνηση αρνούνται να δουν την αλήθεια κατάματα. Η νέα αυτή προσπάθεια κινείται στα όρια του παραλογισμού, δεδομένου του νέο-συμφωνηθέντος ευρωπαϊκού Κανονισμού λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που σχεδιάστηκε ειδικά για να σταματήσει τις επιδοτήσεις στο κάρβουνο.
Εντούτοις, αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εγκρίνει τον μηχανισμό διαθεσιμότητας ισχύος που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση, τότε θα είναι οι Έλληνες καταναλωτές εκείνοι που θα καταλήξουν να πληρώσουν τον λογαριασμό για λιγνιτικές μονάδες, που δεν χρειάζονται, και οι οποίες θα συνεχίσουν να ρυπαίνουν την Ευρώπη και να δηλητηριάζουν τον αέρα μας πολύ μετά το 2050. Ακόμα χειρότερα, οι μονάδες αυτές θα συνεχίσουν να εμποδίζουν καθαρές (και φθηνότερες) τεχνολογίες ηλεκτροπαραγωγής να έχουν πρόσβαση στην αγορά.
Φορείς και οργανώσεις έχουν ζητήσει από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να απορρίψει το προτεινόμενο από την ελληνική κυβέρνηση μηχανισμό διασφάλισης ισχύος, ισχυριζόμενοι ότι το σχέδιο αυτό θα επιτρέψει επιδοτήσεις «από την πίσω πόρτα» για έναν νέο λιγνιτικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής (Πτολεμαΐδα V), παραβιάζοντας τους πρόσφατα επικαιροποιημένους κανόνες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ.
Αυτή η παράξενη κατάσταση οφείλεται, εν μέρει, στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καθυστερήσει σημαντικά την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στο άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ζήτησε από τη ΔΕΗ να πουλήσει το 36% του λιγνιτικού της χαρτοφυλακίου – στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και μία ακόμη νέα σχεδιαζόμενη λιγνιτική μονάδα (Μελίτη ΙΙ).
Το σκεπτικό πίσω από αυτή την απόφαση της ΕΕ ήταν λανθασμένο δεδομένης της ραγδαίας επιδείνωσης των οικονομικών του λιγνίτη κατά την τελευταία δεκαετία. Η ΔΕΗ, παρολ’ αυτά, φαίνεται αποφασισμένη να βρει αγοραστή.
Ωστόσο, οι επενδυτές σε λιγνίτη είναι δύσκολο να βρεθούν στις μέρες μας. Η δεύτερη προθεσμία υποβολής προσφορών έχει ήδη αναβληθεί για τις 15 Ιουλίου, μετά την παταγώδη αποτυχία της πρώτης απόπειρας, τον Φεβρουάριο.
Για να χρυσώσει το χάπι, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί τώρα να λάβει έγκριση από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ για έναν νέο μηχανισμό διασφάλισης ισχύος, ο οποίος θα επιδοτεί τον ελληνικό λιγνίτη για πολλά χρόνια.
Οι μηχανισμοί διασφάλισης ισχύος εξακολουθούν να είναι συνήθεις στην ΕΕ, με το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμών να πηγαίνουν σε παλιές, μη κερδοφόρες και ρυπογόνες μονάδες παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα και το κόστος τους να προστίθεται στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Μια πρόσφατη μελέτη της Greenpeace εκτίμησε ότι με αυτό τον τρόπο οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προσθέτουν κρυφά περίπου 58 δισ. ευρώ στους λογαριασμούς ενέργειας των καταναλωτών.
Για αυτόν τον λόγο η ΕΕ συμφώνησε να απαγορεύσει επιπλέον επιδοτήσεις σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής που εκπέμπουν περισσότερα από 550gCO2/KWh, ως μέρος των νέων κανονισμών που θα εφαρμοστούν από το 2020.
Όσον αφορά την περίπτωση της Ελλάδας, οι περιβαλλοντικοί δικηγόροι της οργάνωσης Client Earth, επισημαίνουν ότι «το προτεινόμενο ελληνικό σχέδιο δεν περιλαμβάνει το κριτήριο έντασης άνθρακα των 550 gCO2/KWh, κάτι που αντιβαίνει στο πνεύμα και τον σκοπό του νέου ευρωπαϊκού Κανονισμού. Δεύτερον, ο ελληνικός μηχανισμός διασφάλισης ισχύος επιτρέπει τη σύναψη συμβάσεων ισχύος 10ετούς διάρκειας για νέες λιγνιτικές μονάδες πράγμα που έρχεται σε άμεση αντίθεση με τους νέους κανόνες, οι οποίοι δεν επιτρέπουν καμία πληρωμή για νέες μονάδες που καίνε λιγνίτη. Εάν υπογραφούν συμβάσεις πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2019, τότε οι επιδοτήσεις ενδέχεται να διαρκέσουν έως το 2033 ».
Η ελληνική περιβαλλοντική δεξαμενής σκέψης για το περιβάλλον, The Green Tank, επισημαίνει επιπλέον ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ένας νέος τέτοιος μηχανισμός διασφάλισης ισχύος είναι πραγματικά απαραίτητος για να παραμείνουν τα φώτα αναμμένα στην Ελλάδα. Πολύ πριν εξεταστεί ένα τέτοιο σχέδιο, θα πρέπει πρώτα να εφαρμοστούν τα μέτρα του πολυαναμενόμενου Μοντέλου-Στόχου (Target Model).
Το διακύβευμα για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι μεγάλο. Δεν πρέπει να υποκύψει στην πίεση και να επιτρέψει την κατασκευή νέων λιγνιτικών ομάδων στην ΕΕ, με χρήματα των Ελλήνων καταναλωτών και των Ελληνικών επιχειρήσεων. Αντίθετα, πρέπει να ανησυχεί για την παγκόσμια κλιματική αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως πρόσφατα υποστήριξαν οι οργανώσεις CAN Europe and Sandbag, ο αγώνας κατά του κάρβουνου στην Ευρώπη έχει κάθε άλλο παρά κριθεί.
Η αρμόδια Επίτροπος για θέματα ανταγωνισμού Margarethe Vestager, βρίσκεται στη μέση μιας φιλόδοξης εκστρατείας με στόχο να είναι εκείνη η επόμενη Πρόεδρος της Επιτροπής, με βάση τα πράσινα διαπιστευτήρια της. Συχνά αναφέρει, μεταξύ άλλων και σε αυτόν τον δικτυακό τόπο, ότι «οι αποφάσεις της Επιτροπής για τις κρατικές ενισχύσεις έχουν βοηθήσει τις τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να είναι ανταγωνιστικές, γεγονός που επέτρεψε ταχύτερη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας [και ότι] οι αποφάσεις της σχετικά με τους μηχανισμούς διασφάλισης ισχύος λάμβαναν πάντα σοβαρά υπόψη τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις [των υπό εξέταση μηχανισμών]».
Αυτές οι επισημάνσεις θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν όμως, ιδιαίτερα μετά τις προσφυγές κατά του πολωνικού και του βρετανικού μηχανισμού διασφάλισης ισχύος από τη βρετανική εταιρεία Tempus Energy. Και οι δύο μηχανισμοί είχαν εγκριθεί από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού.
Τώρα είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να μάθουμε όλοι από τέτοια λάθη του παρελθόντος και για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ξεκινήσει μία επίσημη, ενδελεχή εξέταση του προτεινόμενου από την ελληνική κυβέρνηση, μηχανισμού διασφάλισης ισχύος. Μια διαβούλευση 18 ημερών σε εθνικό επίπεδο σαφώς δεν μπορεί να υποκαταστήσει μιας πλήρη διαβούλευση (φάση ΙΙ) υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Για να πετύχει η Ευρωπαϊκή Ένωση καθαρές μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τις επόμενες δεκαετίες, πρέπει να προχωρήσει γρήγορα σε πλήρη απεξάρτηση από το κάρβουνο και τον λιγνίτη, και όχι σε χρηματοδότησή του. Τώρα είναι η ώρα να βάλουμε την κόκκινη γραμμή απέναντι στις λιγνιτικές επιδοτήσεις.
Jun 28, 2019