«Χάνουμε το δάσος»
Το 2018, τη νύχτα που καιγόταν το Μάτι, πριν γίνει γνωστό το φρικαλέο μέγεθος της καταστροφής – μετρώντας απώλειες ζωών – σημείωσα ότι:
Δυστυχώς, η καταμέτρηση των θυμάτων αυτής της τραγωδίας δεν γίνεται να ολοκληρωθεί τις επόμενες ώρες ή μέρες. Ο αριθμός τους θα αυξηθεί κι άλλο στην επόμενη καταστροφή, στις επόμενες πλημμύρες, στις επόμενες χαμένες ζωές ανθρώπων και ζώων και στις επόμενες χαμένες περιουσίες. Στην οικολογική ζημιά που συνέβη ξανά και στην λήθη που συνεχίζει να μας σκεπάζει. Θα αυξηθεί την επόμενη φορά που θα μας πλήξουν ακραία φαινόμενα... Φαινόμενα που στην πραγματικότητα δεν θα γίνονταν ακραία αν εμείς δεν δείχναμε ακραία βία στη φύση που μας περιβάλλει. Φυσικά, όλα αυτά είναι ζητήματα για τα οποία δεν "καιγόμαστε" ιδιαίτερα, εκτός κι αν καούμε...
Μετά από ένα τέτοιο συμβάν δεν μπορείς να αισθανθείς παρά μόνο πόνο και θλίψη. Μα επιβάλλεται να αισθανθείς την ελπίδα πως πρόκειται να είναι το τελευταίο.
Σε επίπεδο απώλειας ανθρώπινων ζωών, δεν ξέρουμε αν θα παραμείνει το τελευταίο, το παρήγορο όμως είναι πως έκτοτε δεν έχει επαναληφθεί. Εκτός αυτού, πολλά είναι εκείνα που έχουν επαναληφθεί μέχρι σήμερα, ενώ θα περίμενε κανείς πως το πάθημα μας έχει γίνει… μάθημα.
Πέρυσι, το 2021, οι πυρκαγιές του Αυγούστου σε Αττική, Πελοπόννησο και Εύβοια, χαρακτηρίστηκαν – δικαίως – καταστροφικές. Δικαίως αφού η έκτασή τους, ειδικά στην περίπτωση της Βόρειας Εύβοιας, ήταν πρωτόγνωρη. Σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, υπολογίζεται ότι στις πυρκαγιές του Αυγούστου 2021 κάηκαν πάνω από 950.000 στρέμματα, τα περισσότερα εκ των οποίων να βρίσκονται στην περιοχή της Βόρειας Εύβοιας. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από δεδομένα του Πληροφοριακού Συστήματος για τις Δασικές Πυρκαγιές στην Ευρώπη (European Forest Fire Information System – EFFIS) η συνολική έκταση των εδαφών που κάηκαν στην περιοχή το πρώτο εκείνο δεκαήμερο του Αυγούστου, αντιστοιχεί σε πάνω από 500.000 στρέμματα. Εδάφη, τα οποία μοιράζονται μεταξύ των δήμων Λίμνης – Μαντουδίου - Αγίας Άννας και του δήμου Ιστιαίας – Αιδηψού. Στις περιοχές αυτές, μεγάλος αριθμός των τοπικών κοινοτήτων επηρεάστηκε σημαντικά δεδομένου ότι πάνω από το 60% της έκτασης των κοινοτήτων αυτών κάηκε, ενώ σε άλλες περιπτώσεις το ποσοστό αυτό φαίνεται πως ξεπερνάει ακόμα και το 80%.
Δεδομένων λοιπόν των συνθηκών και τηρουμένων των αναλογιών, ειδικά σε ότι αφορά τη σοβαρότητα των επιπτώσεων της φωτιάς αυτής στην αγροτική παραγωγή, την κτηνοτροφία και την ευρύτερη τοπική ανάπτυξη, εύλογα μπορεί να μιλήσει κανείς περί καταστροφής. Άλλωστε, σημαντικοί κλάδοι που στήριζαν την τοπική οικονομία επλήγησαν, όπως η ελαιοπαραγωγή, η μελισσοκομία, η συλλογή ρητίνης κ.ο.κ., ενώ οι γενιές των ανθρώπων που βίωσαν το πέρασμα της φωτιάς, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα προλάβουν να δουν το δάσος να ανακάμπτει στην πρότερη κατάστασή του μέσα στη διάρκεια της ζωής τους, με ό,τι επιπλέον κοινωνικές και ψυχολογικές προεκτάσεις μπορεί αυτό να συνδέεται.
Παρ’ όλα αυτά, στην πραγματικότητα και το δάσος και η φύση θα ανακάμψουν πλήρως κάποια στιγμή. Και από αυτή και από προηγούμενες ή επόμενες καταστροφές. Αυτό που αποτελεί την ειδοποιό διαφορά και καθιστά αυτά τα συμβάντα καταστροφικά – για τη δική μας ρητορική τουλάχιστον – είναι το γεγονός ότι η εν λόγω ανάκαμψη δεν προλαβαίνει πολλές φορές να επιτευχθεί μέσα στη διάρκεια ζωής μια γενιάς ανθρώπων. Με αποτέλεσμα, το περιβάλλον, μέσα στο οποίο αυτή η γενιά καλείται να ζήσει, να καταστρέφεται και όχι η φύση, η οποία θα ανακάμψει εν τέλει μέσα στα χρόνια. Με άλλα λόγια, όπως πολλάκις έχει δηλωθεί από μεγάλα διεθνή project όπως αυτό του Conservation International, η φύση δεν έχει ανάγκη τον άνθρωπο. Αντιθέτως, ο άνθρωπος έχει ανάγκη τη φύση.
Και τι κάνει ο άνθρωπος για αυτό;
Σε διεθνές επίπεδο, είναι γνωστό εδώ και αρκετά έτη - αρκετά για να είχαν ήδη ως τώρα διαμορφωθεί και υλοποιηθεί οι απαραίτητες πολιτικές – πως η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη πρέπει να περιοριστεί, μέχρι το τέλος του αιώνα, στον 1,5οC παραπάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής. Μάλιστα, τόσο εκθέσεις και κείμενα των Ηνωμένων Εθνών όσο και η σειρά εκθέσεων της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) πάνω στο ζήτημα, καθιστούν σαφή τη σημασία αυτού του στόχου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις μελέτες που δημοσιεύονται από τα παραπάνω όργανα, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης είναι ήδη πάνω από τον 1,1οC ενώ όλα δείχνουν πως θα φτάσουμε τον 1,5οC πριν τα μέσα του αιώνα.
Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας πορείας, όπως καταγράφηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη στο πλαίσιο μελέτης των διαφορετικών επιπτώσεων που θα προκληθούν ακολουθώντας τρία διαφορετικά σενάρια αύξησης της μέσης θερμοκρασία της Γης, περιλαμβάνουν ενδεικτικά: α) περιόδους ξηρασίας διάρκειας μέχρι και 10 μηνών, β) απώλεια του μισού πληθυσμού σε έως και 41% των θηλαστικών ειδών, γ) αυξημένη πιθανότητα κατά 63% να καταγραφεί καθολική έλλειψη πάγων στην Αρκτική κατά τη διάρκεια καλοκαιρινών μηνών και δ) έως και 97% (!) αύξηση στις εκτάσεις που θα καούν από δασικές πυρκαγιές στο μέσο Μεσογειακό καλοκαίρι (4).
Έχοντας επισημάνει τα παραπάνω, σε τοπικό επίπεδο διανύουμε ξανά ένα από τα θερμότερα καλοκαίρια και σαν επακόλουθο αυτού, βρισκόμαστε ξανά αντιμέτωποι με μεγάλες πυρκαγιές. Ξανά, όπως και το 2021, ειπώθηκε προ των πυρκαγιών, πως έχουμε προετοιμαστεί. Πως έχουμε λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση αντίστοιχων φαινομένων και όχι μόνο, αλλά και για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Δήλωση επιεικώς άτοπη ή ακόμα και επικίνδυνη καθώς προδίδει πλήρη άγνοια κινδύνου απέναντι στο τι είναι η κλιματική αλλαγή, η κλιμάκωσή της σε κλιματική κρίση και εν τέλει οι αναπόφευκτες συνέπειές της. Αυτό είναι αυταπόδεικτο ουσιαστικά από το γεγονός ότι μπροστά σε κάθε δύσκολη συνθήκη που έχει βρεθεί ο κρατικός μηχανισμός (ανεξαρτήτως κυβερνώντος κόμματος) και δεν έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει (φωτιές, πλημμύρες, νεροποντές, καταιγίδες, καύσωνες, χιονοπτώσεις κ.ο.κ) ως υπεύθυνη καταδεικνύεται πάντα η κλιματική αλλαγή, παρόλο που για την αντιμετώπισή της έχουν ληφθεί – όπως λέγεται – τόσα μέτρα.
Ως εκ τούτου, η αλήθεια είναι πως δεν είμαστε έτοιμοι. Και αυτό γιατί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή (adaptation to climate change όπως την αναφέρουν τα σχετικά σχέδια δράσης της Ε.Ε.) ορίζεται ως εξής: "Adapting to climate change means taking action to prepare for and adjust to both the current effects of climate change and the predicted impacts in the future". Δηλαδή: Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή σημαίνει λήψη μέτρων για την προετοιμασία και προσαρμογή στις τρέχουσες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τις προβλεπόμενες επιπτώσεις για το μέλλον. Παρά ταύτα, φαίνεται πως το μόνο στο οποίο είμαστε πια καλύτεροι σε σύγκριση με τις προηγούμενες καταστροφές, του 2007 στην Ηλεία και του 2018 στο Μάτι, είναι οι εκκενώσεις του 112.
Αυτό όμως, δεν μπορεί να θεωρείται επαρκής πρόληψη κατά των ακραίων καταστάσεων που ζούμε και των πολύ χειρότερων που έπονται. Ούτε μπορεί η μη απώλεια ανθρώπινων ζωών να επαινείται ως επαρκής επιτυχία τη στιγμή που κάθε χρόνο, ακόμα και εν αναμονή κάποιου μεγάλου καύσωνα – όπως τον Αύγουστο του 2021 – μεγάλες πυρκαγιές ισοπεδώνουν τόσες εκτάσεις, περιουσίες και ζώα στο πέρασμά τους.
Επαρκής πρόληψη θα ήταν, ενδεικτικά, σε περίπτωση που γίνεται λόγος μεμονωμένα για το κάθε ακραίο φαινόμενο, ένας καθαρισμός των δασικών εκτάσεων που έχουν απομείνει, στις αρχές της κάθε αντιπυρικής περιόδου, προκειμένου να μην υπάρχουν αφενός σκουπίδια που συχνά αποτελούν πηγές έναρξης πυρκαγιών και προκειμένου να υπάρχουν αφετέρου αρκετά και μεγάλα ανοίγματα εντός των εκτάσεων αυτών που θα διασφαλίζουν την πρόσβαση πυροσβεστικών οχημάτων αν παραστεί ανάγκη. Ενδεικτικά, εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι από έρευνα που διεξήγαγα η ίδια, μαζί με ομάδα συναδέλφων, σχετικά με τα αποτελέσματα της πυρκαγιάς του 2021 στην περιοχή της Βόρειας Εύβοιας, προκύπτει πως η δασική έκταση που εκτείνεται νοτίως του Μαντουδίου, από το Προκόπι και φτάνει ως το όρος Δίρφυς – παρά το μέγεθος της καταστροφής του 2021 στο νησί – έχει μείνει παντελώς απροετοίμαστη και αφύλακτη μπροστά στο ενδεχόμενο μια νέας τέτοιας πυρκαγιάς.
Αντίστοιχα, μπροστά σε άλλα ακραία φαινόμενα, επί παραδείγματι, τις πλημμύρες που έχουν πλήξει τα τελευταία έτη πολλές ελληνικές περιοχές, πρόληψη θα αποτελούσε η υλοποίηση επαρκών αντιπλημμυρικών έργων εγκαίρως μέσα στο έτος, καθώς και η εξασφάλιση, για τις αστικές περιοχές, διόδου διαφυγής του υδάτινου όγκου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί και πάλι το γεγονός ότι μετά τις πυρκαγιές του Αυγούστου του 2021, δεν έγιναν επαρκή αντιπλημμυρικά έργα στην Εύβοια εγκαίρως, με αποτέλεσμα να σημειωθούν σοβαρές πλημμύρες στις ήδη πληγείσες από την πυρκαγιά περιοχές, στις αρχές Οκτωβρίου του ίδιου έτους.
Πέραν όμως όλων αυτών, επαρκή πρόληψη κατά της κλιματικής κρίσης και επαρκή μέριμνα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της αποτελούν πολλά άλλα μέτρα που ξεφεύγουν από το στενό πλαίσιο της αντιμετώπισης των επιμέρους ακραίων συνθηκών. Τέτοια μέτρα αγγίζουν κάθε πτυχή της πολιτικής και της οικονομίας ενός κράτους και αποτελούν μάλλον την πλέον αποτελεσματική αντιπυρική ή/και αντιπλημμυρική προστασία ευρύτερα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται μεταξύ άλλων: ο εκσυγχρονισμός του δικτύου μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, η απολιγνιτοποίηση του ενεργειακού ισοζυγίου της χώρας, η ανάπτυξη και υιοθέτηση εφαρμογών κυκλικής οικονομίας, η αποσυμφόρηση και εξυγίανση των μεγάλων αστικών κέντρων, η ενίσχυση της βιώσιμης γεωργίας και η προώθηση της χρήσης έξυπνων εφαρμογών τόσο στη γεωργία όσο και στη δασοπονία, η στήριξη καινοτομιών στον ενεργειακό χώρο με έμφαση σε ζητήματα αποθήκευσης ενέργειας και ενεργειακής αποδοτικότητας που μπορούν να συνδράμουν στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας κ.ο.κ..
Παραβλέποντας τα παραπάνω, κάθε νέα καταστροφή θα μοιάζει όντως νέα χωρίς να είναι. Γιατί θα αποτελεί συνέχεια όχι μόνο της προηγούμενης καταστροφής αλλά και της προηγηθείσας αυτών ανεπαρκούς πολιτικής βούλησης. Έτσι, θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τα φαινόμενα αυτά ως κάτι που πάλι συμβαίνει για άλλο ένα καλοκαίρι, ή που πάλι συμβαίνει και σε αυτό το χιονιά ή που πάλι ακολούθησε τις χ ή ψ έντονες βροχοπτώσεις. Και σαν αποτέλεσμα θα μας κατακλύζει ως πολίτες, ο θυμός και η αγανάκτηση σε ένα πλαίσιο που δεν θα επιτρέπει την διαυγή θέαση των πραγμάτων και θα συνεχίσει να παρέχει έδαφος για την ανάπτυξη αβάσιμων και συχνά αντι-επιστημονικών θεωριών και συζητήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους απλώς θα έχουν ακόμα πιο αποπροσανατολιστική επίδραση στην κοινή γνώμη.
Κλείνοντας, παρακολουθώντας για άλλη μια φορά τη φωτιά να καίει σπίτια μέσα στην ίδια την Αττική, θα πρέπει να σκεφτούμε πως όχι, δεν είναι άλλο ένα καλοκαίρι που καιγόμαστε. Ήταν ήδη άλλος ένας χειμώνας που μείναμε σχεδόν άπραγοι. (Ένας πολύ ιδιαίτερος μάλιστα χειμώνας, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, που επέφερε σημαντικές συνέπειες στην ενεργειακή και περιβαλλοντική πολιτική των Ευρωπαϊκών κρατών.) Είναι άλλη μια χρονιά, συνολικά, που δεν οδεύουμε με γοργό και εμπροσθοβαρή βηματισμό την πολιτική μας για την ενεργειακή μετάβαση και την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Ειδικά φέτος, έχουμε στην πραγματικότητα κινδυνεύσει σοβαρά να πάμε αρκετά βήματα πίσω την πολιτική μας αυτή, εξαιτίας της στροφής που έχει σημειωθεί προς τα ορυκτά καύσιμα και της καθυστέρησης στην επίτευξη των πρόσφατων περιβαλλοντικών μας στόχων.
Είναι άλλη μια χρονιά λοιπόν, που βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος (δυστυχώς και κυριολεκτικά).
*Η Εύη Μακρή είναι πολιτική επιστήμονας με εξειδίκευση σε θέματα ενεργειακής και περιβαλλοντικής πολιτικής. Είναι πτυχιούχος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου με αντικείμενο το Δίκαιο της Ενέργειας και την Ενεργειακή Πολιτική. Σήμερα, ολοκληρώνει το δεύτερο μεταπτυχιακό της πρόγραμμα, με θέμα «Κλιματική Κρίση και Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών». Παράλληλα, είναι η εκπρόσωπος του YES-Europe στην Ελλάδα (YES-Europe Greece).