Γιατί η κλιματική αλλαγή αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τις επιχειρήσεις;

Οι φυσικοί κίνδυνοι και η κλιματική αλλαγή επηρεάζουν υποδομές και οργανισμούς, προκαλώντας διακοπή επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, καταστρέφοντας περιουσιακά στοιχεία και θέτοντας ανθρώπινους πληθυσμούς σε κίνδυνο.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να γίνουν ισχυρότερες στο μέλλον, διαταράσσοντας συχνότερα τις αλυσίδες εφοδιασμού και τις υποδομές, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους των υλικών, της συντήρησης, αλλά και την άνοδο των τιμών. 

Ενδεικτικά, σύμφωνα με εκτιμήσεις, μέχρι το 2050, οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθούν κατά 10-15 ημέρες ετησίως (30-50 ημέρες μέχρι το 2100) και η βροχόπτωση να μειωθεί από 10% έως 30% - ειδικά στα νοτιότερα τμήματα της χώρας - μετατρέποντας το κλίμα της Ελλάδας σε πιο ξηρό, αυξάνοντας παράλληλα τις ημέρες με υψηλό κίνδυνο πυρκαγιάς από 10 έως 20 κάθε χρόνο (ημέρες που μπορεί να φτάσουν τις 50 προς τα τέλη του αιώνα, ιδιαίτερα στις περιοχές που και σήμερα είναι πιο επιρρεπείς στις δασικές πυρκαγιές). Παράλληλα, σημαντικές αναμένονται να είναι και οι επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας, η οποία εκτιμάται ότι μπορεί να ανέβει έως 80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του αιώνα.

Όπως σημειώνουν ερευνητές, η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια. Χαρακτηριστικά τέτοια φαινόμενα, που πλέον κάνουν την εμφάνισή τους στη χώρα μας εξαιτίας της αύξησης της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας – που οφείλεται στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή – είναι οι Μεσογειακοί κυκλώνες (Medicanes). Πρόκειται για υδρομετεωρολογικά συστήματα που χαρακτηρίζονται από υψηλές ταχύτητες ανέμου (>120 km/h), με έντονες βροχοπτώσεις που προκαλούν ιδιαίτερα ακραία και επικίνδυνα πλημμυρικά φαινόμενα. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, ο "Ζήνων" (2017), ο "Ζορμπάς"  (2018), ο "Ιανός" (2020) και ο "Ντάνιελ" (2023), προκάλεσαν εκτεταμένες οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ακόμα και απώλειες ανθρώπινης ζωής.

Η βιβλιογραφία για τις επιπτώσεις και το κόστος της κλιματικής αλλαγής, δείχνει ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι ακραίες θερμοκρασίες, τα ακραία υδρομετεωρολογικά φαινόμενα, οι άνευ προηγουμένου καιρικές καταστροφές και οι ολοένα και πιο ασταθείς περιβαλλοντικές συνθήκες, προξενούν ήδη διαταραχές στις επιχειρηματικές λειτουργίες. Έτσι, τα μέτρα προσαρμογής, η διαχείριση κινδύνων, η διασφάλιση της επιχειρησιακής συνέχειας, καθώς και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οργανισμών απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καθίστανται κρίσιμης σημασίας. 

Ήδη από το 2015, η έκθεση του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ για τους Παγκόσμιους Κίνδυνους (Global Risks Report, World Economic Forum), κατέτασσε τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής πολύ υψηλά, τόσο ως προς την κλίμακα των ενδεχόμενων συνεπειών του, όσο και ως προς την πιθανοφάνεια τέτοιων ακραίων περιστατικών. Παράλληλα, στην έκθεση Παγκόσμιων Κινδύνων του 2023 και του 2024, οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι βρίσκονται στις πρώτες θέσεις, όσον αφορά τις επιπτώσεις που αναμένεται να έχουν την επόμενη δεκαετία, ενώ είναι οι κίνδυνοι για τους οποίους θεωρείται ότι ως κοινωνία είμαστε λιγότερο προετοιμασμένοι. 

Σύμφωνα με την έκθεση του 2023, το παγκόσμιο κόστος από την κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι θα είναι μεταξύ $1,7- $3,1 τρισ. ετησίως μέχρι το 2050, το οποίο περιλαμβάνει ζημιές σε υποδομές, περιουσίες, τη γεωργία και την ανθρώπινη υγεία. Την ίδια στιγμή, κάθε αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1°C μπορεί να συνδεθεί με μείωση κατά 12% του παγκόσμιου ΑΕΠ, σύμφωνα με έκθεση του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών (NBER) στις ΗΠΑ. 
Αντιθέτως, πρόσφατη έκθεση του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τη Μείωση του Κινδύνου Καταστροφών (United Nations Office for Disaster Risk Reduction – UNDRR), αναφέρει ότι η επένδυση €1,6 τρισ. παγκοσμίως, από το 2020 έως το 2030, σε δραστηριότητες μείωσης του κλιματικού κινδύνου, θα μπορούσε να αποτρέψει μελλοντικές απώλειες έως και €6,4 τρισ. 

Ειδικότερα, για την Ελλάδα, το κόστος της κλιματικής αλλαγής έως το τέλος του αιώνα μπορεί να ανέλθει σε €2,2 δισ., σύμφωνα με εκτίμηση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η επένδυση, επομένως, σε πολιτικές μείωσης του κινδύνου, αποτελεί προϋπόθεση για μία βιώσιμη ανάπτυξη σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα. 

Εάν ανατρέξει κανείς στην πιο πρόσφατη βιβλιογραφία, θα παρατηρήσει ότι υπάρχουν κενά στην τρέχουσα γνώση και στην επιχειρησιακή πρακτική. Μπορεί μεν η προσπάθεια να έχει ενταθεί, τουλάχιστον στο επίπεδο της ΕΕ, με τους πρόσφατους ευρωπαϊκούς κανονισμούς, τις συστάσεις και τα χρηματοδοτικά εργαλεία – όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), το EU taxonomy και ειδικά την Οδηγία Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) – αλλά ακόμα δεν είμαστε στο σημείο εκείνο που απαιτεί η κρισιμότητα της κατάστασης.

H τάση αυτή, καταγράφεται αναλυτικά στην ετήσια έκθεση της ΕΥ, Global Climate Risk Barometer, η οποία αξιολογεί την πρόοδο που σημειώνουν οι επιχειρήσεις, τόσο ως προς την κάλυψη, όσο και ως προς την ποιότητα των γνωστοποιήσεων που σχετίζονται με το κλίμα. Η έκθεση εξετάζει περισσότερες από 1.500 επιχειρήσεις σε 51 χώρες, και τις αξιολογεί με βάση τον αριθμό των γνωστοποιήσεων που δημοσιεύουν – την κάλυψη, δηλαδή – και την έκταση ή τη λεπτομέρεια κάθε γνωστοποίησης – την ποιότητα – σε σχέση με τα πρότυπα του Task Force on Climate-Related Financial Disclosures (TCFD).

Είναι αξιοσημείωτο ότι σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα για το 2023, παρότι έχουν αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις για το κλίμα, δεν δημοσιοποιούν σχέδιο μετάβασης για να υποστηρίξουν την υλοποίηση των δεσμεύσεων αυτών. Ενώ, παράλληλα, μόνο το 26% των επιχειρήσεων συμπεριλαμβάνουν τις ποσοτικές επιπτώσεις των κλιματικών κινδύνων στις εταιρικές τους αναφορές.

Η κλιματική αλλαγή δεν ακολουθεί γραμμική πορεία, οι κλιματικές παράμετροι εμφανίζουν απρόβλεπτες συμπεριφορές στον χρόνο και, επίσης, διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Και, ειδικά από τη στιγμή που οι κρίσιμες υποδομές έχουν ήδη σχεδιαστεί ή/και κατασκευαστεί βάσει σταθερών κλιματικών χαρακτηριστικών, χρησιμοποιώντας ιστορικά δεδομένα και παρατηρήσεις – χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την αλλαγή σε συχνότητα και ένταση των ακραίων κλιματικών γεγονότων – η ανάγκη αντιμετώπισης του κλιματικού κινδύνου και ανάπτυξης σχεδίων προσαρμογής, που θα μετριάσουν τους κινδύνους που απειλούν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες και εγκαταστάσεις, κρίνεται απαραίτητη.

Δεδομένης, επομένως, της διπλής ανάγκης για την προστασία των υποδομών, της επιχειρησιακής συνέχειας και του ανθρώπινου δυναμικού από την κλιματική αλλαγή, καθώς και για τη μείωση του οικονομικού αντίκτυπου της κλιματικής αλλαγής, συνολικά – και του υποχρεωτικού χαρακτήρα που αυτή λαμβάνει βάσει ευρωπαϊκών κανονισμών – προκύπτει η ανάγκη για υιοθέτηση και εφαρμογή σύγχρονων αναλύσεων κινδύνων, εξατομικευμένων μέτρων προσαρμογής, καθώς και ενός ολιστικού σχεδίου ανθεκτικότητας (resilience plan). Για τα παραπάνω, θα πρέπει οι επιχειρήσεις να λάβουν υπόψη το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, ώστε να είναι σε θέση να επιδεικνύουν: 
Προληπτική ικανότητα, που συνδέεται με την κατανόηση των κινδύνων σε διαφορετικές χρονικές και χωρικές κλίμακες, την υιοθέτηση συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και την ανάπτυξη προβολών κινδύνου και σεναρίων έκτακτης ανάγκης. 

Ικανότητα απορρόφησης αντίκτυπου, που συνδέεται με αυξημένη άμυνα και μειωμένα τρωτά σημεία που σχετίζονται με δομές, τεχνολογία, διαδικασίες και επιχειρησιακούς τομείς.

Ικανότητα αντιμετώπισης, που συνδέεται με ενισχυμένη συνεργασία και ενδυνάμωση της αποτελεσματικής απόκρισης – εντός και εκτός οργανωτικών ορίων – κατά τη διάρκεια κρίσεων.

Ικανότητα αποκατάστασης, που συνδέεται με διαδικασίες ταχύτερης ανάκαμψης των επιχειρήσεων, και

Προσαρμοστική ικανότητα, που συνδέεται με την αύξηση της ικανότητας προσαρμογής του οργανισμού στις αναδυόμενες απειλές και προκλήσεις.

Η διαδικασία της προσαρμογής και της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας επιχειρήσεων και υποδομών στην κλιματική αλλαγή, πρέπει να περιλαμβάνει ένα μείγμα δράσεων – από γενικά διαρθρωτικά μέτρα, προτάσεις για συνέργειες, τρόπους εμπλοκής ενδιαφερόμενων μερών (όπως τη διευρυμένη συμμετοχή της επιστημονικής/κλιματικής κοινότητας) και τροποποιήσεις, έως προτάσεις για σχεδιασμό και ανάπτυξη τεχνικών μέτρων, και την υιοθέτηση εναλλακτικών ή βελτιωμένων λύσεων, όπως η αναθεώρηση σχεδιαστικών ορίων και συντελεστών ασφαλείας υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, αλλά και καινοτόμες και ολοκληρωμένες εκτιμήσεις επικινδυνότητας. Αυτές οι εκτιμήσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την περίπλοκη και διασυνδεδεμένη φύση των συγχρόνων οργανισμών και υποδομών, σε όλο το μήκος της αλυσίδας αξίας και να ενσωματώνουν τους κλιματικούς κινδύνους στα υφιστάμενα εργαλεία διαχείρισης κινδύνου. Παράλληλα, είναι απαραίτητη και η εισαγωγή επιχειρησιακών διαδικασιών που περιλαμβάνουν την ταχεία ανάπτυξη συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης και μέτρα για την προστασία της ασφάλειας και υγείας στον εργασιακό χώρο, με διαδικασίες εκμάθησης και σαφές επιχειρησιακό πλάνο.

Η έγκαιρη αξιολόγηση και διαχείριση των κλιματικών κινδύνων και η ανάλογη προσαρμογή υποδομών, συστημάτων, διαδικασιών και ανθρώπων στις αλλαγές, μπορούν να εξασφαλίσουν επιχειρησιακή συνέχεια, να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα και να μειώσουν την έκθεση των οργανισμών, προσελκύοντας, ακόμη, επενδυτές και αυξάνοντας την εμπιστοσύνη των ενδιαφερόμενων μερών τους.

*PhD, MSc, MEng, Senior Manager, Υπηρεσίες Κλιματικής Αλλαγής, EY Ελλάδος

a