Εθνικός Κλιματικός Νόμος – Η ευκαιρία να μην γίνει greenwashing
Η Ελλάδα ακολουθώντας το μεγαλύτερο μέρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαμόρφωσε και ψήφισε προ λίγων ημερών τον πρώτο της εθνικό κλιματικό νόμο. Αξιοσημείωτο φυσικά για μια χώρα που είναι στις πρώτες θέσεις παραβιάσεων διαχρονικά της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και σίγουρα δείχνει ότι τουλάχιστον το θέμα της κλιματικής αλλαγής αρχίζει και απασχολεί. Παρά τις αρχικές προσδοκίες και το πλήθος πολύ στοχευμένων σχολίων που έλαβε το σχέδιο νόμου από ενδιαφερόμενους φορείς, το τελικό κείμενο δεν ανταποκρίθηκε των προσδοκιών και υπολείπεται πολύ από αντιστοιχους κλιματικούς νόμους άλλων χωρών, τόσο ως προς τη φιλοδοξία όσο και προς την πιθανότητα να υλοποιηθούν οι παρεμβάσεις του.
Αρχικά, όσον αφορά τον στόχο, δεν υπάρχει σαφήνεια σε σχέση με το υφιστάμενο ή το μελλοντικό Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) και τις προβλέψεις του καθενός. Πιο συγκεκριμένα, θα ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις του υφιστάμενου ΕΣΕΚ για τους ενδιάμεσους στόχους του κλιματικού νόμου ή το υφιστάμενο ΕΣΕΚ θα αναθεωρηθεί λαμβάνοντας υπόψη τους ενδιάμεσους στόχους που τίθενται για το 2030 και 2040. Χρειάζεται έτσι σαφηνεια όσον αφορά τα σενάρια επάνω στα οποία θα βασιστούν οι στόχοι γιατί βρισκόμαστε σε φάση αρχικής μετάβασης και πρέπει οι στόχοι να είναι εναρμονισμένοι απόλυτα (κλιματικοί και ενεργειακοί). Θεωρώντας έτσι την κλιματική ουδετερότητα σαν στόχο το 2050 είναι πολύ σημαντικό να δοθεί αναλυτικό χρονοδιάγραμμα επίτευξης του στόχου σε ετήσια βάση (που λογικά θα είναι αντικείμενο του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ) έτσι ώστε να υπάρχει παρακολούθηση, διαφάνεια και εμπιστοσύνη για την προσπάθεια επίτευξης των στόχων.
Η διαφάνεια και απολογισμός των πεπραγμένων των δράσεων κάθε χρόνου είναι υπέρτατης σημασίας γιατί θα βοηθήσει και τον καλύτερο προγραμματισμό και την ενδεχόμενη συμμετοχή της κοινωνίας στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, την ενεργειακή εξοικονόμηση, την κλιματική ανθεκτικότητα και προσαρμοστικότητα απέναντι στην κλιματική μεταβολή. Ενδεικτικά, να μην ξεχνάμε ότι η Ελλάδα δεν μπόρεσε να πιάσει τους στόχους της ενεργειακής εξοικονόμησης για το 2014-2020 (αφαιρώντας έτσι σημαντικούς πόρους από την εθνική οικονομία), καθότι από τα 3.3 mtoe σωρευτική εξοικονόμηση είναι αμφίβολο αν ξεπεράστηκαν τα 2.8 mtoe. Αντίστοιχα ο στόχος για το 2021-2030 είναι περίπου 7 mtoe (ήτοι διπλάσιος του υφιστάμενου) και σίγουρα χωρίς στρατηγική δε θα μπορέσει να επιτευχθεί, επιβαρύνοντας έτσι πολύ περισσότερο τους καταναλωτές.
Ο Κλιματικός Νόμος ουσιαστικά δεν παρουσιάζει κάποιο ρεαλιστικό ούτε αναλυτικό πλάνο για την εξοικονόμηση ενέργειας και αυτό δημιουργεί αμφιβολίες. Ακόμα και με τους υφιστάμενους στόχους για το 2021-2030 η Ελλάδα έχει δεσμευτεί για ετήσιες νέες εξοικονομήσεις 201 ktoe, όπου το 2021 δεν έγινε ουσιαστικά τίποτα και αυτό σημαίνει ότι το 2022 μόνο θα πρέπει να πιάσει 383 ktoe (χωρίς να έχουν υλοποιηθεί και πάλι μέτρα) και αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο η συσσώρευση των στόχων θα απαιτεί όλο και μεγαλύτερη προσπάθεια. Ο κλιματικός νόμος δεν προβλέπει δυστυχώς τίποτα όσον αφορά τι μέτρα θα πρέπει να παίρνονται στην περίπτωση αποτυχίας επίτευξης ετησίων στόχων και αυτό δημιουργεί ερωτηματικά.
Στον ανωτέρω πίνακα φαίνεται καθαρά και το πόσα μέτρα είχε υποσχεθεί η χώρα στον αρχικό της σχεδιασμό και τελικά την έλλειψη υλοποίησής τους. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το δεύτερο σημαντικότερο μέτρο (τα Καθεστώτα Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης) με σωρρευτική στόχευση 1.5 mtoe ουσιαστικά δε λειτούργησε το 2021 και το 2022 καθώς δεν ψηφίστηκε ο κανονισμός λειτουργίας εγκαίρως. Αντίστοιχα, τα προγράμματα τύπου εξοικονομώ θα πρέπει να αποφέρουν 52ktoe ετήσιες εξοικονομήσεις και συγκρίνοντάς τα με τα προηγούμενα προγράμματα εξοικονόμησης, θα πρέπει να 12πλασιάσουν τη δυναμική τους! Όταν είμαστε στα μέσα του 2022 και ακόμα δεν υπάρχει ουσιαστική στόχευση, τι μπορεί να προσφέρει ένας τέτοιος κλιματικός νόμος;
Ο Κλιματικός Νόμος επίσης δεν ακολουθεί ουσιαστικά τις επιταγές της νέας ενεργειακής πραγματικότητας και των Ευρωπαϊκών στόχων. Με βάση το RepowerEU και την νομοθετική προσπάθεια αυτών των μηνών από πλευράς Ευρώπης, ένα σημαντικό βήμα είναι η πίεση προς τα κράτη για τον τερματισμό χρήσης ορυκτών καυσίμων και φυσικού αερίου στις κατοικίες το 2029 (ενώ υπάρχουν και πιέσεις να ξεκινήσει το phase out από το 2025) ενώ η Ελλάδα προσπαθεί με 12 «μαύρες» ενεργειακά χώρες να μπλοκάρουν αυτές τις αποφάσεις. Στον κλιματικό νόμο ουσιαστικά έγινε ένα πισωγύρισμα από το αρχικό κείμενο καθώς δεν υπάρχει πια καμία αναφορά για στόχευση ή περιορισμό σε καυστήρες φυσικού αερίου παρά μόνο στο πετρέλαιο, ευνοώντας έτσι πια την είσοδο του φυσικού αερίου. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απαγορευτεί το πετρέλαιο θέρμανσης με σκοπό την υποκατάσταση του από το φυσικό αέριο. Το φυσικό αέριο είναι επίσης ορυκτό καύσιμο και δεν θα δυσκολέψει την προσπάθεια επίτευξης των στόχων της χώρας για κλιματική ουδετερότητα. Θα πρέπει να γίνει σταδιακή άρση και των δύο παράλληλα ώστε να μην δοθούν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και λοκ-ιν στο φυσικό αέριο. Επιπλέον ενώ τα νέα νομοθετικά κείμενα της ΕΕ (όπως η νέα πρόταση της Οδηγίας Ενεργειακής Εξοικονόμησης ή και Ευρωπαϊκός Κανονισμός Ενεργειακής Απόδοσης των Κτιρίων) αναφέρουν ρητά ότι πρέπει τα κράτη να σταματήσουν τη χρηματοδότηση των καυστήρων ορυκτών καυσίμων, ο εθνικός κλιματικός νόμος δεν έχει καμία τέτοια αναφορά, ανοίγοντας έτσι ενδεχόμενα παράθυρο για περαιτέρω χρηματοδότηση.
Ο Κλιματικός Νόμος δεν αναφέρει πουθενά την Αρχή της Ενεργειακής Απόδοσης Πρώτα η οποία είναι και βασική σε όλη τη νέα Ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η αρχή δίνει προτεραιότητα στις πηγές διαχείρισης ενεργειακής ζήτησης όταν αυτές είναι κοινωνικά πιο αποδοτικές από επενδύσεις σε ενεργειακές υποδομές. Είναι μια αρχή για λήψη απόφασης που πρέπει να εμπεριέχεται σε κάθε δημόσια χρηματοδότηση όταν έχουμε να επιλέξουμε επενδύσεις στην προσφορά (νέα δίκτυα, αγωγοί, LNG Terminals κοκ) και στη ζήτηση (ενεργειακές αναβαθμίσεις κατοικιών κοκ). Δυστυχώς, τόσο στα Περιφερειακά Επιχειρησιακά Προγράμματα, στο Σχέδιο Ταμείου Ανάκαμψης όσο και στον Κλιματικό Νόμο δεν υπάρχει ούτε τύποις η αρχή αυτή, δημιουργώντας αρκετές ανησυχίες για την πραγματική διάθεση της χώρας στην ενεργειακή εξοικονόμηση. Αντίστοιχα, δεν φαίνεται να προβλέπονται νομικά δεσμευτικοί στόχοι για την σταδιακή απεξάρτηση από το ορυκτό αέριο και να γίνεται η παραμικρή αναφορά στον τερματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων.
Ο Κλιματικός Νόμος επίσης δεν αναφέρει πουθενά σαν αρχή την Ενεργειακή Δημοκρατία που είναι και ο καταλύτης για την επίτευξη της ενεργειακής μετάβασης. Ενώ η στόχευση στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και συμμετοχη τους στο μείγμα ενθαρρύνεται, δεν υπάρχει δυστυχώς στόχευση ποσοτική για συμμετοχή των πολιτών – prosumers με ενεργειακές κοινότητες και άλλες τέτοιες μορφές έναντι στα τεράστια έργα ΑΠΕ των μεγάλων εταιρειών του κλάδου.
Στο κομμάτι της ενεργειακής ένδειας υπάρχει μόνο μια αναφορά στον Κλιματικό Νόμο, όπου μέρος των εσόδων θα διατίθενται για εξοικονόμηση, ηλεκτροκίνηση, αντιπυρικά έργα, δημόσια και ιδιωτικά δάση, ενεργειακή ένδεια και έργα σε αναπτυσσόμενες χώρες (...). Η έλλειψη προτεραιοποίησης της αντιμετώπισης ενεργειακής ένδειας σαν βασικό πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής στον Κλιματικό Νόμο δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά, όταν οι περισσότερες χώρες πια σχεδιάζουν τις πολιτκές με βάση τον γνώμονα αυτό.
Η υποχρέωση που τίθεται στους ΟΤΑ για την κατάρτιση Δημοτικών Σχεδίων Μείωσης Εκπομπών είναι προς τη σωστή κατεύθυνση δεδομένου του υποδειγματικού ρόλου του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, πρέπει η συγκεκριμένη υποχρέωση τελικά να εκπληρωθεί σε αντίθεση με την τρέχουσα εμπειρία σε σχέση με άλλες υποχρεώσεις του δημόσιου τομέα (π.χ. Σχέδια Δράσης Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων, Έκδοση Πιστοποιητικού Ενεργειακής Απόδοσης, ορισμούς ενεργειακού υπευθύνου κ.α.). Επιπρόσθετα, πρέπει να προβλέπονται κυρώσεις για την περίπτωση μη κατάρτισης των προβλεπόμενων σχεδίων. Τέλος, τα δημοτικά σχέδια δεν πρέπει απλώς να αποτελούν προϋπόθεση για την αξιολόγηση προτάσεων των ΟΤΑ για την υλοποίηση προγραμμάτων μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων στον τομέα της εξοικονόμησης ενέργειας και της κλιματικής αλλαγής, αλλά να υποχρεώνουν τους ΟΤΑ να υλοποιούν τα αποδοτικότερα δεδομένου ότι συμπεριλαμβάνεται και η ιεράρχηση τους.
Επισημαίνεται ότι το συγκεκριμένο μέτρο επιβεβαιώνει ότι τα Σχέδια Δράσης για την Ενέργεια και το Κλίμα στο πλαίσιο του Συμφώνου των Δημάρχων δεν κατάφεραν να επιτελέσουν τον βασικό στόχο τους με αποτέλεσμα να επιβάλλεται ένα επιπρόσθετη διαχειριστική και οικονομική επιβάρυνση στους ΟΤΑ.
Ο Κλιματικός Νόμος δεν δικαιολογεί επαρκώς των ρόλο και αρμοδιότητες της Κυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Ουδετερότητα σε σχέση με την Διυπουργική Επιτροπή για την Ενέργεια και το Κλίμα αναφορικά με τη διαδικασία αναθεώρησης των κλιματικών στόχων. Η συνύπαρξη δυο επιτροπών αποτελεί ένδειξη έλλειψης οργανωμένου πλαισίου διακυβέρνησης με κατακερματισμό ρόλων και υποχρεώσεων. Επιπρόσθετα, η Επιστημονική Επιτροπή Κλιματικής Αλλαγής, η οποία προβλέπεται στο πλαίσιο του Άρθρου 26 (Κλιματική διακυβέρνηση) ενδεχομένως να έχει αλληλεπικαλύψεις με την υφιστάμενη δομή του ΕΣΕΚ. Η εμπειρία έχει δείξει ότι η συνεργασία διαφορετικών δομών δεν είναι εύκολη και αποδοτική σε πολλές περιπτώσεις. Επίσης πρέπει να διασφαλιστούν οι προυποθέσεις για την ενεργό συμμετοχή των φορέων στο πλαίσιο της συνδιαμόρφωσης των μέτρων – και αυτός ο τρόπος θα πρέπει να γίνει συστηματικός για την εφαρμογή και των Οδηγιών Ενεργειακής Αποδοτικότητας, ΚΕΝΑΚ, και ΑΠΕ.
Θα είχε σίγουρα ενδιαφέρον να παρουσιαστεί δημόσια το Impact Assessment (μελέτη επιπτώσεων) του Κλιματικού Νόμου ώστε να ενισχυθεί η διαφάνεια των αποφάσεων αυτών. Το πρώτο βήμα ενός νόμου έγινε, τώρα είναι σημαντικό να εξορθολογιστεί και να ακολουθήσει τις επιταγές της ενεργειακής μετάβασης, αλλιώς θα παραμείνει άλλο ένα πολύ αμφισβητούμενο κείμενο που θα φέρει την χώρα ουραγό των ενεργειακών εξελίξεων.
*Ο κ. Βλάσης Οικονόμου είναι managing director στο Institute for European Energy and Climate Policy