Επισφαλές το κλιματικό μέλλον για την Αθήνα

Η ΑΝΩΤΑΤΗ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΕΧΕΙ ΑΝΕΒΕΙ ΑΠΟ ΤΟ 1970 ΚΑΤΑ 1,6 ΒΑΘΜΟΥΣ ΚΕΛΣΙΟΥ

Η ολοένα και αυξανόμενη θερμοκρασία, εκτός από τις επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, οδηγεί και σε μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος ● Αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός μέχρι το 2050, η συνολική αύξηση θα είναι 2,8 βαθμοί Κελσίου

 

Με σπασμένο το φράγμα της κλιματικής ασφάλειας πορεύεται στο μέλλον η Αθήνα καθώς, σύμφωνα με έρευνα που διεξάγεται από τη διαΝΕΟσις, η ανώτατη θερμοκρασία έχει ανεβεί από το 1970 κατά 1,6 βαθμούς Κελσίου.

Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση της διαΝΕΟσις για τα διατηρητέα κτίρια, από τον επιστημονικό της υπεύθυνο και καθηγητή στο ΕΚΠΑ Κωνσταντίνο Καρτάλη, είναι αποκαλυπτικά όχι μόνο για τις επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού του Δήμου Αθηναίων αλλά και στην τσέπη του, καθώς η αυξημένη θερμοκρασία οδηγεί σε μεγαλύτερη κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.

«Σε μια κατοικία 100 τετραγωνικών μέτρων η κατανάλωση στο κέντρο της πόλης είναι 1.000 κιλοβατώρες και στην περιφέρεια της πόλης είναι λιγότερες από 700 κιλοβατώρες», ανέφερε ο κ. Καρτάλης. «Με έναν πρόχειρο υπολογισμό με βάση τις τιμές που δίνουν πάροχοι ενέργειας, στη μία περίπτωση το συγκεκριμένο κόστος της ενέργειας είναι 120 ευρώ και στην άλλη περίπτωση είναι 170 ευρώ. Αρα έχεις 50 ευρώ ενεργειακό πέναλτι γιατί μένεις στο κέντρο, σε σχέση με ένα σπίτι που βρίσκεται μακριά από αυτό», πρόσθεσε ο καθηγητής. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Καρτάλης:

 Η ανάλυση των πραγματικών στοιχείων από το 1970 ώς το 2020 δείχνουν αύξηση της ανώτατης θερμοκρασίας κατά 1,6 βαθμούς Κελσίου, ενώ το όριο της κλιματικής ασφάλειας έχει τεθεί στους 1,5 βαθμούς.

 Η αύξηση είναι μεσοσταθμικά 0,32 βαθμοί ανά δεκαετία, αλλά υπάρχουν δεκαετίες που το άλμα είναι μεγαλύτερο και άλλες με μικρότερο. Αυτό εξηγείται με βάση μετεωρολογικά φαινόμενα όπως το «Ελ Νίνιο».

 Η ελάχιστη θερμοκρασία επίσης αυξήθηκε από το 1970 κατά 1,3 βαθμούς και αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο διότι δημιουργεί θερμική δυσφορία ιδιαίτερα τα βράδια.

 Αν συνεχιστεί αυτός ο ρυθμός μέχρι το 2050, η συνολική αύξηση θα είναι 2,8 βαθμοί Κελσίου.

 Στα γεωγραφικά όρια του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, όλα τα μεγέθη έχουν επιδεινωθεί. Το πλήθος των καυσώνων (δηλαδή περιόδων διάρκειας τριών συνεχόμενων ημερών με θερμοκρασία άνω των 37 βαθμών) αυξήθηκε από 2 σε 12 ετησίως.

 Η αύξηση της θερμοκρασίας είναι ένας βασικός συντελεστής για ακραία καιρικά φαινόμενα, γιατί τροφοδοτεί την ατμόσφαιρα με περισσότερους υδρατμούς. Αυτό ήταν κάτι που το είδαμε και στην περίπτωση του «Ντάνιελ». Είχαμε υψηλή θερμοκρασία στο βόρειο Αιγαίο, υψηλή εξάτμιση, σταθερή τροφοδότηση της Θεσσαλίας με υδρατμούς για περίπου 7 με 10 μέρες και το αποτέλεσμα ήταν η καταιγίδα να προκύψει με αυτήν την ένταση.

 Κάθε αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 βαθμό Κελσίου προκαλεί 4% παραπάνω κατανάλωση ενέργειας για ψύξη, 8% παραπάνω όζον στην ατμόσφαιρα, 10% παραπάνω καρδιακά και αναπνευστικά προβλήματα σε ανθρώπους άνω των 65 ετών.

Ενδιαφέρον εμφανίζουν τα ευρήματα της έρευνας σχετικά και με τη δροσιστική επίδραση των πάρκων που υπάρχουν μέσα στην πόλη. «Πήραμε όλα τα πάρκα της Αθήνας, όχι του Δήμου Αθηναίων αυτή τη φορά αλλά του ευρύτερου πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας, χωρίς όμως να βγούμε από αστική περιοχή, και τα συγκρίναμε με μία παράμετρο η οποία χρησιμοποιείται πλέον ευρέως και λέγεται δροσιστική επίδραση του πάρκου», είπε ο κ. Καρτάλης. «Ολοι καταλαβαίνουμε ότι όσο μεγαλώνει το πάρκο τόσο περισσότερο αυξάνεται η δροσιστική επίδραση στη γύρω περιοχή. Αυτό όμως ισχύει για τα πάρκα με έκταση έως 160 στρέμματα (όπως το Πεδίον του Αρεως), δηλαδή ένα μεγαλύτερο πάρκο δεν προκαλεί πρόσθετη επίδραση. Το συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι χρειαζόμαστε πολλά και μικρά και μεσαία πάρκα μέσα στις πόλεις μας για να εκτονώνεται το θερμικό περιβάλλον. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα μεγάλο πάρκο δεν είναι χρήσιμο, πρώτον διότι μένει αδόμητος ο χώρος και επίσης διότι είναι χώρος για το κοινό και προσφέρει αισθητική απόλαυση».

Ενα ακόμη στοιχείο που εμφανίζει ενδιαφέρον είναι η συμπεριφορά των δένδρων στη διάρκεια των καυσώνων. Διαπιστώθηκε ότι σε θερμοκρασίες πάνω από 42 βαθμούς Κελσίου, τα δέντρα αντί να λειτουργούν ως πυρήνες δροσισμού κλείνουν τα «στόματά» τους για να μη σκάσουν και μετατρέπονται σε πηγές θερμότητας. Ο κ. Καρτάλης ανέφερε ότι έγινε σχετική ερώτηση στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο και απάντησε ότι αυτό συμβαίνει με κάποια είδη δέντρων αλλά όχι με τη μουριά και τη χαρουπιά. «Για αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία τι είδους δέντρα φυτεύεις στην πόλη και τα πάρκα της, ιδίως σε μια πόλη σαν την Αθήνα», κατέληξε.

f