Ένας νέος σχεδιασμός της αγοράς για ένα καθαρό ενεργειακό σύστημα

Το υφιστάμενο μοντέλο της αγοράς ηλεκτρισμού σχεδιάστηκε σε διαφορετική εποχή και αποδείχθηκε ευάλωτο στην πίεση. Πλέον χρειάζεται μια αναμόρφωση ώστε να διευκολύνει την ανάπτυξη των ΑΠΕ, γράφει η υπουργός ενέργειας της Ισπανίας, Τερέσα Ριμπέρα, στο Euractiv.

Το Φεβρουάριο του 2022, η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία. Προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση που φανέρωσε τη σημασία της επιτάχυνσης της ενεργειακής μετάβασης και της στροφής προς την απανθρακοποίηση της οικονομίας και της στρατηγικής και ενεργειακής αυτονομίας της Ευρώπης.

 

Πρόκειται για μια μετάβαση που απαιτεί να ασχοληθούμε με την κοινωνικά και περιβαλλοντικά οργανωμένη ανάπτυξη των ΑΠΕ. Πρέπει να πετύχουμε ένα υπεύθυνο και ασφαλές ενεργειακό μοντέλο με πιο σταθερό και ανταγωνιστικό κόστος ηλεκτροπαραγωγής.

Ταυτόχρονα, δεδομένης της στοχαστικότητας των ΑΠΕ, πρέπει να παράγουμε ένα περιβάλλον που να διευκολύνει την αποθήκευση και τη διαθεσιμότητα των σχετικών τεχνολογιών για να παρέχουν αξιοπιστία στο ηλεκτρικό σύστημα.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, απαιτούν σημαντικές αρχικές επενδύσεις, αλλά έχουν ουσιαστικά μηδενικά λειτουργικά κόστη, κι όμως οι καταναλωτές δεν ωφελούνται από το υφιστάμενο μοντέλο που σχεδιάστηκε σε διαφορετική εποχή και με βάση συστήματα παραγωγής που απέχουν πολύ από το μοντέλο στο οποίο έχει δεσμευτεί η Ευρώπη σήμερα.

Είναι καιρός να εξελιχθεί ο σχεδιασμός της αγοράς και να στείλει τα κατάλληλα σήματα. Στην ενεργειακή μετάβαση πρέπει να συνδυάσουμε ανταγωνιστικές τιμές για τις ΑΠΕ που να οφελούν την κοινωνία και την οικονομία με τη βεβαιότητα για τους επενδυτές για νέα παραγωγή, αποθήκευση και διαχείριση ώστε να συνεχίσουμε τη μετάβαση.

Η αγορά ηλεκτρισμού σήμερα βασίζεται σε μια βασική προϋπόθεση: Την αποζημίωση της κάθε παραγόμενης μεγαβατώρας (δηλαδή το μεταβλητό κόστος, η τιμή της πιο ακριβής τεχνολογίας ανά πάσα στιγμή).

Το μοντέλο αυτό επέτρεψε για πολλά χρόνια να προωθούνται οι πιο αποδοτικές τεχνολογίες και να αναπτύσσονται οι πιο προηγμένες τεχνολογίες, καθώς ήταν βέβαιο ότι θα λάμβαναν επαρκές εισόδημα κατά τη διάρκεια ζωής τους ώστε να καλύψουν την αρχική επένδυση, εφόσον άλλες πιο ακριβές τεχνολογίες συνέχιζαν να αποτελούν σημαντικό κλάσμα του μείγματος.

 

Όμως, η ανάπτυξη των ΑΠΕ δεν μεταφράστηκε απαραίτητα σε εξοικονόμηση για τους λογαριασμούς των καταναλωτών, δημιουργώντας μια αποσύνδεση ανάμεσα στο μήνυμα των κυβερνήσεων και των διεθνών οργανισμών με την αντίληψη που έχει η κοινωνία, η βιομηχανία και οι οικονομικοί φορείς για τη σημασία και τα πλεονεκτήματα του μοντέλου.

Παραδόξως, στο ενεργειακό σύστημα του μέλλοντος, προβλέπεται ότι οι τεχνολογίες με σχεδόν μηδενικό μεταβλητό κόστος θα οδηγούν τις πιο ακριβές τεχνολογίες εκτός συστήματος. Αυτό εξηγεί γιατί στο συγκεκριμένο σενάριο χρειαζόμαστε ένα άλλο μοντέλο αποζημίωσης.

Με άλλα λόγια ένα μοντέλο που δεν στηρίζεται στα μεταβλητά κόστη, αλλά αναγνωρίζει το κόστος επένδυσης και τη διαθεσιμότητα των τεχνολογιών που μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς όταν χρειάζεται.

Η τωρινή κρίση έδειξε πόσο ευάλωτος είναι ο υφιστάμενος σχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρισμού σε καταστάσεις πίεσης, καθώς και τις τρομερές συνέπειες για τους εγχώριους καταναλωτές και τον κίνδυνο καταστροφής της ζήτησης λόγω αύξησης της ενεργειακής φτώχειας.

Τον περασμένο ενάμησι χρόνο παρατηρήσαμε πως κάθε γεγονός που επηρεάζει το μεταβλητό κόστος της τελευταίας τεχνολογίας που καλύπτει τη ζήτηση - π.χ. το αέριο - έχει μια μεγάλη επίδραση στις τιμές ηλεκτρισμού και στο σύνολο της οικονομίας.

Είναι μια αύξηση εις βάρος των καταναλωτών στο σύνολό τους, της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της ευημερίας στις κοινωνίες μας. Επίσης, γίνεται εις βάρος των φορολογουμένων και του δημοσίου χρέους όταν επιδοτήσεις αφαιρούνται από τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Για να λυθεί το θέμα, υιοθετήσαμε καινοτόμα μέτρα και προσωρινά φορολογικά μέτρα.

Η ιβηρική λύση που εφαρμόστηκε στην Ισπανία και την Πορτογαλία μας επέτρεψε να απαλύνουμε την επίδραση των υψηλών τιμών αερίου στην αγορά ηλεκτρισμού. Πράγματι, οι Ισπανοί καταναλωτές εξοικονόμησαν μέχρι σήμερα πάνω από 4 δισ. ευρώ από τεχνητά υπερβάλλοντα κόστη.

Όμως, τα προσωρινά αυτά μέτρα δεν επιλύουν τα υποκείμενα προβλήματα της αγοράς ηλεκτρισμού, ώστε να στέλνει τα σήματα που χρειάζονται για την ανάπτυξη του ενεργειακού μοντέλου που ως ευρωπαϊκή κοινωνία συμφωνήσαμε να στηρίξουμε.

Είναι απαραίτητο να προχωρήσει άμεσα μια αναμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου με διπλό σκοπό: Πρώτον, είναι αναγκαίο να διευκολυνθεί η ανάπτυξη των ΑΠΕ, της αποθήκευσης και των εφεδρειών.

Δεύτερον, είναι αναγκαίο να διασφαλιστεί η δίκαιη και αποδοτική λειτουργία της διανομής εισοδήματος μεταξύ των ενεργειακών καταναλωτών και των παραγωγών σε καταστάσεις κρίσης και μεταβλητότητας στις αγορές πρώτων υλών.

Προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να συνεχίσουμε να έχουμε μια βραχυπρόθεσμη αγορά που αντανακλά το κόστος της ενέργειας και ενθαρρύνει την ενεργειακή αποδοτικότητα.

Ταυτόχρονα, πρέπει να δώσουμε κίνητρα για τη διαθεσιμότητα και για την υπογραφή μακροπρόθεσμων συμβολαίων που παρέχουν σταθερότητα στην τιμή που πληρώνουν οι καταναλωτές και προβλεψιμότητα εσόδων για να στηρίξουν τις επενδύσεις στις ΑΠΕ, την αποθήκευση και την εφεδρεία. Ο ρόλος της ρύθμισης είναι κλειδί για το νέο αυτό πλαίσιο.

1