Έκθεση – σταθμός: Ακραίος κίνδυνος η αποτυχία των οικονομικών στην αποτύπωση της καταστροφή της φύσης.
Μία νέα έκθεση – ορόσημο προτείνει την απόρριψη του ΑΕΠ ως μέτρο αξιολόγησης του πλούτου και την υιοθέτησή άλλων κριτηρίων που θα συνυπολογίζουν την αξιολόγηση της φύσης, ως μέσο για την προστασία της άγριας ζωής αλλά και των ανθρώπων.
Ο κόσμος τίθεται σε «ακραίο κίνδυνο» από την αποτυχία των οικονομικών να λάβουν υπόψη την ταχεία εξάντληση του φυσικού πλούτου του πλανήτη και γι΄ αυτό πρέπει να ανακαλύψουν νέα μέτρα επιτυχίας, προκειμένου να αποφευχθεί μια καταστροφική κατάρρευση, τονίζει η μελέτη – ορόσημο του Πανεπιστημίου του Cambridge, η οποία δημοσιεύτηκε στον Guardian.
Η ανθρώπινη ευημερία έρχεται με «καταστροφικό κόστος» για τα οικοσυστήματα που παρέχουν στην ανθρωπότητα τροφή, νερό και καθαρό αέρα, δήλωσε ο καθηγητής Sir Partha Dasgupta, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου του Cambridge, που πραγματοποίησε τη μελέτη. Απαιτούνται επειγόντως ριζικές παγκόσμιες αλλαγές στην παραγωγή, την κατανάλωση, τη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση, δήλωσε.
Η μελέτη των 600 σελίδων ανατέθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου. Είναι η πρώτη φορά που ένα εθνικό υπουργείο Οικονομικών ενέκρινε την πλήρη αξιολόγηση της οικονομικής σημασίας της φύσης. Μια παρόμοια έρευνα του Nicholas Stern, που χρηματοδοτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών του ΗΒ το 2006, «χρεώνεται» την πλήρη ανατροπή της κατανόησης των οικονομικών της κλιματικής κρίσης.
Ειδικότερα, η μελέτη αναφέρει ότι οι δύο φετινές διασκέψεις των Ηνωμένων Εθνών – για τη βιοποικιλότητα και την αλλαγή του κλίματος – παρείχαν ευκαιρίες στη διεθνή κοινότητα να επανεξετάσει την προσέγγιση σε σχέση με την κατά 40% πτώση των κατά κεφαλήν αποθεμάτων του φυσικού κεφαλαίου μεταξύ 1992 και 2014.
«Η φύση είναι το σπίτι μας. Τα καλά οικονομικά απαιτούν να το διαχειριζόμαστε καλύτερα», δήλωσε ο καθηγητής Dasgupta. «Πραγματικά βιώσιμη οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε ότι η μακροπρόθεσμη ευημερία μας βασίζεται στην εξισορρόπηση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών της φύσης με την ικανότητά της να τα παρέχει. Σημαίνει επίσης, να υπολογίζουμε πλήρως τον αντίκτυπο των αλληλεπιδράσεών μας με τη φύση. Η πανδημία του Covid-19 μάς έχει αποδείξει τι μπορεί να συμβεί όταν δεν το πράττουμε».
Ο Sir David Attenborough χαρακτήρισε την εν λόγω μελέτη ως «εξαιρετικά σημαντική». Στον πρόλογο αναφέρει: «Εάν συνεχίσουμε αυτήν τη ζημιά που προκαλούμε, ολόκληρα οικοσυστήματα θα καταρρεύσουν. Αυτός είναι τώρα ο πραγματικός μας κίνδυνος. Η μελέτη επιτέλους θέτει τη βιοποικιλότητα στον πυρήνα των οικονομικών. Δείχνει πώς μπορούμε να βοηθήσουμε στο να σώσουμε τον φυσικό κόσμο ακόμα και την τελευταία στιγμή, και κάνοντάς το, να σώσουμε τον εαυτό μας».
Μάλιστα, ο Βρετανός πρωθυπουργός, Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος τον Νοέμβριο θα φιλοξενήσει τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ για το Κλίμα στη Γλασκόβη, δήλωσε: «Αυτό το έτος είναι κρίσιμο στο να καθοριστεί αν μπορούμε να σταματήσουμε και να αντιστρέψουμε την ανησυχητική τάση της ταχέως φθίνουσας βιοποικιλότητας. Χαιρετίζω την μελέτη, η οποία καθιστά σαφές ότι η προστασία και η ενίσχυση της φύσης χρειάζεται κάτι περισσότερο από καλές προθέσεις. Απαιτεί συντονισμένη, συντονισμένη δράση».
Σημειώνεται, ότι ο αντίκτυπος της ανθρωπότητας στον φυσικό κόσμο είναι έντονος, με τους πληθυσμούς των ζώων να έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο κατά 68% από το 1970 και η καταστροφή των δασών να συνεχίζεται με ακατάσχετο ρυθμό. Μάλιστα, ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι η έκτη μαζική εξαφάνιση της ζωής βρίσκεται σε εξέλιξη και επιταχύνεται. Σήμερα, μόλις το 4% των θηλαστικών του κόσμου είναι άγρια, σε μεγάλο βαθμό εκτοπιζόμενα από τους ανθρώπους και τα κοπάδια τους.
Σύμφωνα με τον The Guardian, Η μελέτη του Dasgupta προέτρεψε τις κυβερνήσεις του κόσμου να βρουν μια διαφορετική μορφή εθνικής λογιστικής από αυτή που εφαρμόζεται για τον καθορισμό του ΑΕΠ και να χρησιμοποιήσουν παραμέτρους που περιλαμβάνουν την εξάντληση των φυσικών πόρων. Ο καθηγητής θα ήθελε να δει την κατανόηση της φύσης να κατέχει εξέχουσα θέση στην εκπαίδευση όπως η γραφή, η ανάγνωση και η αριθμητική, προκειμένου να γεφυρωθεί η απόσταση των ανθρώπων από τη φύση.
Απ΄ την πλευρά της η Nina Seega, του Ινστιτούτου Ηγεσίας της Αειφορίας του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ, δήλωσε: «Η εστίαση της ανασκόπησης για τον πλήρη επαναπροσδιορισμό των βασικών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μοντέλων είναι το κλειδί για τη μετάβαση της συζήτησης για τη φύση στην ατζέντα των κυβερνήσεων, των χρηματοπιστωτικών ρυθμιστικών αρχών και των μεμονωμένων χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων».
Όπως είπε, «είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επωφεληθούμε από την ευκαιρία που παρουσιάστηκε από την κρίση του Covid-19 για να ευθυγραμμίσουμε τις βάσεις του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού μας συστήματος με ένα βιώσιμο μέλλον».
Ο καθηγητής Dasgupta ζήτησε επίσης τη δημιουργία νέων υπερεθνικών ιδρυμάτων για την προστασία των παγκόσμιων δημόσιων αγαθών, όπως τα τροπικά δάση και οι ωκεανοί. Οι φτωχότερες χώρες πρέπει να επιδοτούνται για την προστασία των οικοσυστημάτων τους, ενώ τέλη για τη μη χρήση των χωρικών υδάτων πρέπει να επιβάλλονται για την αποφυγή της υπεραλίευσης, αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η έκθεση επισημαίνει ότι σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις επιδεινώνουν την κρίση της βιοποικιλότητας, καθώς επιδοτούν τους ανθρώπους περισσότερα, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τη φύση παρά να την προστατεύσουν. Μια συντηρητική εκτίμηση του παγκόσμιου κόστους των επιδοτήσεων που βλάπτουν τη φύση ήταν περίπου 4-6 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, υπογραμμίζεται στη μελέτη. «Η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μία επείγουσα επιλογή. Η συνέχιση της τρέχουσας πορείας μας παρουσιάζει υπερβολικούς κινδύνους και αβεβαιότητα για τις οικονομίες μας», τονίζει χαρακτηριστικά.
«Η μελέτη του καθηγητή Dasgupta δείχνει ότι εξαντλούμε γρήγορα το φυσικό μας κεφάλαιο και θα πληρώσουμε ακριβά το τίμημα», δήλωσε ο Λόρδος Stern, καθηγητής στο London School of Economics. «Η αναστροφή αυτών των τάσεων απαιτεί δράση τώρα, και όπως υπογραμμίζεται, το να γίνει κάτι τέτοιο θα ήταν σημαντικά λιγότερο δαπανηρό από την καθυστέρηση. Ενώ, ταυτόχρονα θα μας βοηθήσει να μειώσουμε τη φτώχεια ».
Μια ολοκληρωμένη παγκόσμια εκτίμηση της βιοποικιλότητας του ΟΗΕ το 2019 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανθρώπινη κοινωνία κινδυνεύει από την επιταχυνόμενη παρακμή των φυσικών συστημάτων που υποστηρίζουν τη ζωή στον πλανήτη, με περίπου τους μισούς άγριους τόπους να χάνονται και ένα εκατομμύριο είδη να κινδυνεύουν με εξαφάνιση.
Ο καθηγητής Bob Watson, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αξιολόγησης του ΟΗΕ, δήλωσε: «Το πιο σημαντικό είναι ότι η μελέτη του Dasgupta ανατέθηκε από το υπουργείο Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι από το τμήμα περιβάλλοντος. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα σημαίνει ότι τα υπουργεία οικονομικών σε όλο τον κόσμο θα αναγνωρίσουν ότι η απώλεια της φύσης είναι ένα οικονομικό ζήτημα και όχι απλώς ένα περιβαλλοντικό ζήτημα»
Απ΄ την πλευρά της η κα Jennifer Morris, επικεφαλής του Nature Conservancy, δήλωσε: «Με τον ίδιο τρόπο που η κριτική Stern αποδείχθηκε επαναστατική στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τον κίνδυνο για το κλίμα, για τις επιχειρήσεις και τις χρηματοπιστωτικές αγορές, έτσι και η μελέτη του Dasgupta είναι πιθανό να αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή για το πώς εκτιμούμε τον αντίκτυπο στη φύση σχεδόν σε κάθε πτυχή της ζωής μας».
Η μελέτη Dasgupta καταλήγει: «Η αποσύνδεση της φύσης από την οικονομική συλλογιστική σημαίνει ότι θεωρούμε τους εαυτούς μας ως κάτι ξένο προς τη φύση. Το σφάλμα δεν είναι στα οικονομικά, αλλά έγκειται στον τρόπο που επιλέξαμε να τα εφαρμόσουμε. Η μετασχηματιστική αλλαγή είναι δυνατή – εμείς και οι απόγονοί μας δεν αξίζουμε τίποτα λιγότερο».
[Επιμέλεια: Θοδωρής Καραουλάνης]
3 Φεβρουαρίου 2021
Euractiv