Το «έκτακτο» που έγινε κανονικότητα και οι προκλήσεις για την ενεργειακή ρύθμιση

17 01 2023 | 09:14

Η συχνότητα με την οποία τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούμε για την ενεργειακή αγορά, ειδικώς στο γνωστικό αντικείμενο της ενεργειακής ρύθμισης, τους όρους «δομική αναδιάρθρωση» και «κρίση», είναι όλως χαρακτηριστική και προφανώς όχι τυχαία. Δηλοί (και απορρέει από) το γεγονός ότι η ενεργειακές αγορές είναι εγγενώς δυναμικές, άκρως ευαίσθητες και πολλαπλώς άμεσα επηρεαζόμενες από τα δεδομένα και τις αναταράξεις της παγκόσμιας οικονομίας και γεωπολιτικής.

Τούτο οδηγεί κατ΄ ανάγκη σε περίπου συνεχείς, μείζονες αναδιατάξεις και δραστικές μεταβολές. Οι λιγότερης ή μεγαλύτερης έντασης περιοδικές «κρίσεις» της ενεργειακής αγοράς και η συνεπαγόμενη ανάγκη συνεχούς προσαρμοστικότητας του ρυθμιστικού πλαισίου πάνω στο οποίο αυτή δομείται δεν απέχουν συνεπώς πολύ από το να γίνουν εν πολλοίς κανονικότητα. 

 

Αυτή τη φορά, η παγκόσμια και ιδίως η ευρωπαϊκή ενεργειακή αγορά έχει έρθει αντιμέτωπη με μία καινοφανή κρίση, με ειδικότερη έκφανση και φυσιολογία μιας κρίσης μη φυσιολογικών τιμών, οι συνέπειες της οποίας επιβαρύνουν υπέρμετρα το σύνολο των καταναλωτών που καλείται να αντιμετωπίσει το υπερδιογκωμένο ενεργειακό κόστος, για να συνεχίσει να έχει πρόσβαση σε αυτό το ζωτικής σημασίας αγαθό για τις ανάγκες της επιχείρησης, χώρου εργασίας ή κατοικίας του. Η ως άνω κρίση προϋπήρχε, εντούτοις οξύνθηκε και επιτάθηκε έτι περαιτέρω από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η οποία είχε ως άμεση συνέπεια, μεταξύ άλλων, τη διακοπή των συναλλακτικών σχέσεων με τον βασικό προμηθευτή φυσικού αερίου για πολλά κράτη της ευρωπαϊκής ηπείρου. 

Η ως άνω περιγραφόμενη κατάσταση ανέδειξε τα όρια του υφιστάμενου μοντέλου δόμησης της αγοράς. Ένα μοντέλο που μάλλον δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων, αλλά και λειτουργεί αποτελεσματικά υπό παραδοχές, η πλήρωση των οποίων μόνο αυτονόητη δεν μπορεί να θεωρείται (λ.χ. ύπαρξη έντονου λειτουργικού ανταγωνισμού δια της δραστηριοποίησης πλειόνων παρόχων στις επιμέρους ενεργειακές αγορές).

Από την άλλη πλευρά, η τρέχουσα κρίση επιτείνεται από το εγγενώς δυσχερές της ανεύρεσης μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής, καθότι οι εθνοκεντρικές σταθμίσεις και προσεγγίσεις δεν διευκολύνουν μια κοινή, αλληλέγυα οπτική και ενιαία ευρωπαϊκή δράση. Με αυτά τα δεδομένα, οι κυβερνήσεις των επιμέρους κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετούν μέτρα στο πλαίσιο εθνοκεντρικά προσανατολισμένων στρατηγικών, οι οποίες υποτιμούν τη διάσταση της ενωσιακής αλληλεγύης αλλά και των οποίων τα όρια θα αναδειχθούν λίαν συντόμως στο απαιτητικό παγκοσμιοποιημένο πεδίο των πολλών δρώντων όπου ο «μεγάλος στο χωριό, δεν είναι και (τόσο) μεγάλος στην πόλη».

Οι εθνοκεντρικοί μονόδρομοι θα φανούν ούτως ή άλλως ανεπαρκείς όταν οι χώροι δημοσιονομικής ευελιξίας επιμέρους κρατών μελών εκλείψουν αλλά και όταν φανεί στην πράξη ότι η υπαγωγή στη λογική της καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόσκαιρης επίλυσης προβλημάτων ενδέχεται να οδηγήσει στη δημιουργία μεγαλύτερων προβλημάτων μέσο- και μακροπρόθεσμα.

Ένα άλλο σημαντικότατο πρόβλημα σχετιζόμενο άμεσα με τον πυρήνα της ενεργειακής κρίσης, το οποίο συνιστά μείζονα πρόκληση και για τη χρονιά που έρχεται για τη χώρα μας και την Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά, είναι οι αφόρητες πιέσεις που αντιμετωπίζει ο εγχώριος, αλλά και ο ενωσιακός ευρύτερα, παραγωγικός ιστός. Οι ενεργοβόρες παραγωγικές δομές και βιομηχανικοί κλάδοι των κρατών μελών αντιμετωπίζουν ασύμμετρο, ενίοτε και αθέμιτο, ανταγωνισμό από εκτός Ευρώπης δραστηριοποιούμενους ανταγωνιστές τους από χώρες, οι οποίες δεν βιώνουν σε αυτήν την ένταση, για μια σειρά από λόγους, την τρέχουσα ενεργειακή κρίση και την κρίση τιμών.

Τούτο συμβαίνει είτε επειδή έχουν προνομιακές σχέσεις με χώρες παραγωγούς πρωτογενών ενεργειακών πηγών, εν προκειμένω κατά κύριο λόγο τη Ρωσία,  αλλά και επειδή δεν υπόκεινται σε μια σειρά από κοστοβόρες υποχρεώσεις περιβαλλοντικής ή άλλης συμμόρφωσης, στις οποίες υπόκεινται παραγωγοί και βιομηχανίες με έδρα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εδώ είναι σαφές ότι αν δεν βρεθούν κοινές ευρωπαϊκές απαντήσεις - και δη άμεσα και αποτελεσματικά -, οι συνέπειες μπορεί να είναι καταστροφικές για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τις εν γένει παραγωγικές δομές της. Τούτο επηρεάζει άμεσα και αρνητικά ιδίως εκείνα τα κράτη μέλη όπως η χώρα μας, τα οποία μη έχοντας επαρκείς οικονομικές δυνατότητες δεν δύνανται να στηρίζουν κατά το δοκούν και χρονικά παρατεταμένα με ίδιους πόρους την εγχώριά τους βιομηχανία και παραγωγή.

 

Η Ελλάδα έχει υιοθετήσει σωρεία παρεμβατικών μέτρων προκειμένου να μετριάσει τις συνέπειες της σοβούσας ενεργειακής κρίσης για τον τελικό καταναλωτή: επιβολή πλαφόν στις τιμές της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, επιβολή εκτάκτων εισφορών επί των λεγόμενων windfall profits των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας από συμβατικά καύσιμα, επιβολή πρόσθετης εισφοράς στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν ως πρώτη ύλη το φυσικό αέριο, παράταση της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, η λειτουργία των οποίων επρόκειτο άλλως να διακοπεί στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, χορήγηση επιδοτήσεων προς τους καταναλωτές προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν το αυξημένο ενεργειακό κόστος κλπ.  

Οι εν λόγω πυκνές, διαδοχικές κανονιστικές παρεμβάσεις του νομοθέτη κατ’ ουσίαν στο σύνολο της ενεργειακής αγοράς υπαγορεύονται από μια θεμιτή και επιβεβλημένη τελολογία, η οποία συνίσταται στη συλλογή εσόδων για την υπέρβαση της μείζονος ενεργειακής κρίσης τιμών που σοβεί επί του παρόντος και πλήττει δριμύτατα τους καταναλωτές. Τούτο εντούτοις δεν σημαίνει ότι η επιδίωξη μιας θεμιτής τελολογίας θωρακίζει ταυτόχρονα την ad hoc διαμόρφωση των θεσπιζομένων μέτρων από έλεγχο συμβατότητας με υπερκείμενες νομικές αρχές και διατάξεις του εθνικού και ενωσιακού δικαίου.

Τούτο, σε συνδυασμό με τον εγγενώς ευαίσθητο χαρακτήρα των ενεργειακών επενδύσεων, συνηγορεί υπέρ της ανάγκης μείζονος προσοχής κατά την εξειδίκευση των λαμβανόμενων μέτρων με προσεκτική αποτίμηση των άμεσων αλλά και μεσοπρόθεσμων επιπτώσεών τους στην ενεργειακή αγορά. Ειδικώς δε για την επιστημονικά σύνθετη και πολυπαραγοντική προβληματική των windfall profits οφείλει να επισημανθεί ότι κρίσιμη για τη συχνά περίπλοκη και δυσχερή στην πράξη άσκηση του ad hoc εντοπισμού των WPs είναι κάθε φορά η αποτίμηση του τί συνιστά «απροσδόκητο κέρδος», ενώ είναι σαφές ότι κάθε αξιολόγηση περί της συνδρομής WPs δεν μπορεί να είναι γενική και αφηρημένη, αλλά οφείλει να συντελείται ειδικά με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιμέρους σχετικών αγορών.

Απ’ όλα τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές το μείζον διακύβευμα, η σοβούσα ενεργειακή κρίση να μην δώσει έναυσμα για στρατηγικές αποκλίσεις από το στόχο της ενεργειακής μετάβασης αλλά και τις συντονισμένες πολιτικές και ρυθμιστικές δράσεις που τη συγκροτούν και προάγουν. Η δε ενωσιακή πολιτική οφείλει, κατά μείζονα λόγο στον κομβικό ενεργειακό χώρο, να βρίσκει επιστημονικά συγκροτημένους τρόπους αλληλέγυας δράσης, καθότι οι εθνικοί μονόδρομοι δεν συνιστούν μακροπρόθεσμα λύση στο σύνθετο και άκρως ανταγωνιστικό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. 

Ο κ. Αντώνης Μεταξάς είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Αθηνών & Βερολίνου, Προέδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Ενεργειακής Ρύθμισης

Το άρθρο περιλαμβάνεται στο αφιέρωμα του energypress για τις προκλήσεις, τους φόβους και τις προσδοκίες στον ενεργειακό τομέα το 2023