Από τη δυσπιστία στην αισιοδοξία για την πράσινη μετάβαση

Η ανίχνευση αντιλήψεων, στάσεων και συμπεριφοράς γύρω από την κλιματική και την ενεργειακή κρίση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσο οι επιπτώσεις τους επηρεάζουν όλο και περισσότερο τους πολίτες. Τα αποτελέσματα μίας τέτοιας έρευνας από την Prorata παρουσιάστηκαν στη διάρκεια του 9ου Delphi Economic Forum.

Από τα πλούσια ευρήματά της, ξεχωρίζουν δύο, λόγω των αντιφάσεων και των προοπτικών που αναδεικνύουν.

 

Το πρώτο προκύπτει από τις ερωτήσεις σχετικά με την επίτευξη κλιματικών στόχων: η μία αφορά το πότε θα σταματήσει η χρήση του λιγνίτη στην Ελλάδα και η δεύτερη την επίτευξη του στόχου της Ευρώπης να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% ως το 2030, σε σύγκριση με το 1990.

Και στις δύο ερωτήσεις οι πολίτες απαντούν με δυσπιστία. Περίπου το 40% των πολιτών (39%) απάντησε ότι δεν θα προχωρήσει η απολιγνιτοποίηση εντός του χρονοδιαγράμματος και ένα αντίστοιχο ποσοστό (39%) ότι η Ευρώπη με τίποτα δεν θα πετύχει τους κλιματικούς στόχους της.

f
.

 

f
.

 

Αυτή η δυσπιστία ίσως να ερμηνεύεται ως συνέπεια της χαμηλής εμπιστοσύνης στους κρατικούς θεσμούς που καταγράφεται σε άλλες δημοσκοπήσεις, παρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν όχι η χώρα μας, φημίζεται ότι πετυχαίνει τους περιβαλλοντικούς στόχους της.

Μία άλλη ερμηνεία για αυτή τη δυσπιστία είναι η ανεπαρκής ενημέρωση των πολιτών για τις ραγδαίες εξελίξεις των τελευταίων ετών.

 

Ενδεικτικά, πριν 10 χρόνια, η ηλεκτρική ενέργεια της χώρας παραγόταν σε ποσοστό 46% από λιγνίτη και 15% από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Σήμερα, έχουμε πλήρη αντιστροφή των ποσοστών: το 2023 το ποσοστό του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή ήταν 9% και των ΑΠΕ 43%.

Ενδεχομένως, η δυσπιστία οφείλεται στις αντιφατικές πληροφορίες που λαμβάνουν οι πολίτες για την πρόοδο της πράσινης μετάβασης. Από το 2019, όταν ανακοινώθηκε η απόφαση για απολιγνιτοποίηση ως το 2028, οι πολίτες έχουν ακούσει πολλά μπρος και πίσω.

Εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, για παράδειγμα, από τα πιο επίσημα χείλη υπήρξαν αναφορές για επιστροφή του λιγνίτη ή για λειτουργία των μονάδων μετά το 2028. Δεν υπήρξαν, όμως, αντίστοιχες εξαγγελίες που να ενημερώνουν ότι τελικά ακόμα και μέσα στην κρίση (το 2021 και το 2022) τα ποσοστά του λιγνίτη ήταν στο 10-11% της ηλεκτροπαραγωγής, με παράλληλη μείωση της χρήσης ορυκτού αερίου λόγω της αύξησης της συμμετοχής των ΑΠΕ.

Η επιφυλακτική στάση των πολιτών μπορεί να ερμηνευθεί και λόγω της ανησυχίας για το κόστος της πράσινης μετάβασης, που οδηγεί και στο δεύτερο εύρημα που ξεχωρίζει.

Ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτών (58%) απάντησε αρνητικά στο αν σκοπεύει να επενδύσει σε φιλικές προς το περιβάλλον πηγές ενέργειας στο σπίτι τους, με το 62% αυτών να αποδίδει αυτή την αρνητική απάντηση στο υψηλό κόστος.

d
.

 

 

g
 

Την ίδια στιγμή, όμως, περισσότεροι από τους μισούς πολίτες (56%) απάντησαν θετικά στο ενδεχόμενο συμμετοχής σε ένα συνεργατικό σχήμα παραγωγής καθαρής ενέργειας, όπως είναι οι ενεργειακές κοινότητες.

 

 

f
 

Αυτό το εύρημα αποτυπώνει μία τάση που παρατηρούμε κι εμείς ως Green Tank: μεταξύ του 2022 και του 2023 σημειώθηκε αύξηση 20% στις καταγεγραμμένες ενεργειακές κοινότητες.

Οι πολίτες, λοιπόν, ενώ εκφράζουν ενδιαφέρον για συμμετοχή στην ενεργειακή μετάβαση, ανησυχούν για το κόστος που αυτή συνεπάγεται. Ωστόσο, η επιμονή στη χρήση ορυκτών καυσίμων θα επιβαρύνει τα νοικοκυριά περισσότερο. Το 2027 θα τεθεί σε λειτουργία ένα νέο Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ-2), ένα νέο χρηματιστήριο ρύπων, που θα καλύψει τους τομείς των κτιρίων και των οδικών μεταφορών, με αποτέλεσμα να αυξηθεί το κόστος θέρμανσης με πετρέλαιο ή αέριο και της μετακίνησης με οχήματα που κινούνται με βενζίνη ή diesel.

Ως αντίβαρο, παράλληλα με το ΣΕΔΕ-2 θεσπίστηκε το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο για το Κλίμα. Ήδη από το 2026, το Ταμείο αυτό θα βοηθήσει τους πολίτες να επενδύσουν σε διαρθρωτικές αλλαγές, όπως ανακαινίσεις κτιρίων ή αλλαγές συστημάτων θέρμανσης. Η αντίστιξη εδώ γίνεται με τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας που παρείχαν άμεση ανακούφιση κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, αλλά στην πράξη ήταν μία επιδότηση στα ορυκτά καύσιμα ύψους 10 δις ευρώ, χωρίς μακροπρόθεσμα οφέλη για να μεταβούν οι πολίτες σε εναλλακτικές που μειώνουν το κόστος και τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Τα δύο αυτά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα ότι για να μπορέσουν οι πολίτες να πιστέψουν στην υλοποίηση της πράσινης μετάβασης πρέπει να διασφαλιστεί πρώτον, αξιόπιστη ενημέρωση και δεύτερον, οικονομική στήριξη και κίνητρα που θα δοθούν με αποδοτικό, βιώσιμο και δίκαιο τρόπο για την υλοποίηση των απαραίτητων αλλαγών. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η δυσπιστία μπορεί να μετατραπεί σε αισιοδοξία.

(Huffpost)

* Η Ιόλη Χριστοπούλου είναι Διευθύντρια πολιτικής του Green Tank

2