Ανοίγει ο δρόμος για τα θαλάσσια αιολικά πάρκα: 13+1 ερωτήσεις
Με το ενεργειακό ζήτημα να έχει μετατραπεί σε μια από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες προκλήσεις, η διεθνής συζήτηση για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας απεξαρτημένης από το φυσικό αέριο αλλά και περιβαλλοντικά (πιο) φιλικής, είναι πιο ενεργή παρά ποτέ. Στα καθ’ ημάς, πριν από λίγες ημέρες, ψηφίστηκε το νομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο ρυθμίζει ανάμεσα σε άλλα και την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων.
Να σημειωθεί βέβαια όπως αναφέραμε και σε προηγούμενα ρεπορτάζ μας, πως η ανάπτυξη του πρώτου έργου δεν θα είναι άμεση, δεδομένου ότι οι ενδιαφερόμενοι «παίκτες» εκτιμούν ότι για να ολοκληρωθεί η προβλεπόμενη από τον νόμο διαδικασία, από τις μελέτες μέχρι τις άδειες, τις ανταγωνιστικές διαδικασίες και τη δοκιμαστική και εμπορική λειτουργία, απαιτούνται έως και εννέα χρόνια.
Τι γνωρίζουμε όμως για αυτά τα άγνωστα ακόμα έργα στην Ελλάδα; Ποια είναι η δυναμική τους, τι θα μπορούσαν να προσφέρουν στη χώρα, και ποια είναι τα πιθανά «αγκάθια» στη δημιουργία τους; Στις παραπάνω ερωτήσεις μάς απάντησε ο Δρ. Τακβόρ Σουκισιάν, Διευθυντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών (ΕΛΚΕΘΕ).
Κε Σουκισιάν πόσο ποιοτική είναι η ελληνική αιολική ενέργεια;
Υπάρχει πλούσιο αιολικό δυναμικό κυρίως στο Αιγαίο Πέλαγος. Επιπλέον, κατά την περίοδο του καλοκαιριού (όπου υπάρχει μεγάλη ενεργειακή ζήτηση λόγω και του τουρισμού) και που στην υπόλοιπη Μεσόγειο το δυναμικό είναι φτωχό λόγω της μείωσης της ταχύτητας του ανέμου, στο Αιγαίο (εξαιτίας των μελτεμιών) το αιολικό δυναμικό παραμένει πολύ μεγάλο και έτσι αυξάνονται και οι ώρες λειτουργίας των ανεμογεννητριών (Α/Γ). Αυτό αποτελεί μοναδικό χαρακτηριστικό σε όλη τη Μεσόγειο, γεγονός που καθιστά το Αιγαίο hot-spot θαλάσσιας αιολικής ενέργειας.
Πώς και πού μπορεί να μας βοηθήσει η παραγωγή θαλάσσιας αιολικής ενέργειας;
Η γενικότερη προσπάθεια είναι να αυξηθεί η συνεισφορά των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, με στόχο τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει ως χώρα στο πλαίσιο αυτό. Από τη στιγμή που θα εγκατασταθεί ένα θαλάσσιο αιολικό πάρκο αρχίζει αμέσως και η παραγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας. Το ερώτημα είναι το πότε θα γίνει η εγκατάσταση.
Στο νέο νομοθετικό πλαίσιο, ξεκαθαρίζει αρκετά η κατάσταση σε σχέση με την αιολική ενέργεια στη θάλασσα, υπάρχουν όμως ορισμένα σημεία που χρήζουν προσοχής και σχετίζονται με την ταχύτητα υλοποίησης των σχετικών βημάτων/διαδικασιών αδειοδότησης. Είναι προφανές πάντως ότι το όλο θέμα ανάπτυξης των ΘΑΠ (θαλάσσια αιολικά πάρκα) είναι κατεπείγον με βάση και τις πολύ πρόσφατες εξελίξεις στο χώρο της ενέργειας και της εξάρτησης της χώρας από εισαγόμενες πηγές.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της συγκεκριμένης ενέργειας σε σχέση με τη χερσαία αιολική;
Παρουσιάζει πολύ λιγότερη μεταβλητότητα από ότι η αιολική ενέργεια στην ξηρά ενώ και το διαθέσιμο δυναμικό είναι υψηλότερο. Οι σχετικές τεχνολογίες είναι ώριμες και το ελληνικό θαλάσσιο περιβάλλον είναι σχεδόν ιδανικό για τέτοιου είδους εκμετάλλευση. Επιπλέον, οι «καλές θέσεις» εγκατάστασης στην ξηρά είναι ήδη κατειλημμένες.
Ποιες είναι λοιπόν οι «καλές» θέσεις στη θάλασσα;
Το βόρειο τμήμα των Κυκλάδων, τα στενά Μυκόνου-Ικαρίας, η Λήμνος και ο Αγ. Ευστράτιος, τα στενά Κρήτης-Καρπάθου και Κρήτης-Κυθήρων είναι μερικές μόνο από τις περιοχές με πλούσιο αιολικό δυναμικό.
Σε μελέτη του ΕΛΚΕΘΕ στα πλαίσια ενός μεγάλου Ευρωπαϊκού έργου (COCONET) η περιοχή που βαθμολογήθηκε με τον υψηλότερο βαθμό από την άποψη της καταλληλότητας των τεχνικών χαρακτηριστικών για ανάπτυξη ΘΑΠ (σε ολόκληρη τη Μεσόγειο) ήταν βόρεια της Μυκόνου. Θα πρέπει όμως να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι περιορισμοί που ενδεχομένως υπάρχουν σε πιθανές περιοχές δημιουργίας ΘΑΠ (π.χ., περιβαλλοντικοί περιορισμοί, άλλες χρήσεις του θαλάσσιου χώρου, κ.λπ.). Το αναμενόμενο χωροταξικό θα διαφωτίσει αυτήν την κατάσταση.
Μιας και το αναφέρατε, σε ποιο στάδιο βρίσκεται το απαραίτητο θαλάσσιο χωροταξικό σχέδιο;
Ο θαλάσσιος χωροταξικός σχεδιασμός είναι ένα ζωτικής σημασίας θέμα αναφορικά με την ανάπτυξη ΘΑΠ και είναι αρμοδιότητα του ΥΠΕΝ. Το θέμα του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού είναι πολύπλοκο καθώς προσπαθεί να συγκεράσει και να «τακτοποιήσει» χωρικά διαφορετικές χρήσεις του θαλάσσιου χώρου όπως, π.χ., υδατοκαλλιέργειες, αλιευτικά πεδία, έρευνα, εκμετάλλευση και εξόρυξη ενεργειακών πόρων και ορυκτών, παραγωγή ενέργειας από θαλάσσιες ανανεώσιμες πηγές, οδούς θαλάσσιων μεταφορών, περιοχές στρατιωτικών ασκήσεων, προστασία της φύσης, διαδρομές υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, τουρισμό, κ.λπ. Απ’ όσο γνωρίζω και με βάση τις σχετικές δημοσιεύσεις από τον τύπο, σε σχέση με το ζήτημα των θαλάσσιων αιολικών πάρκων, γίνεται μια προετοιμασία αναφορικά με την επιλογή περιοχών που ικανοποιούν ορισμένα βασικά κριτήρια για πιθανή εγκατάσταση ΘΑΠ.
Ελπίζω ότι σύντομα θα υπάρχουν κάποια δεδομένα ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε ασφαλέστερα. Ένα σημαντικό ζήτημα εδώ πάντως είναι ότι θα πρέπει με κάποιον τρόπο (και όσο αυτό είναι εφικτό) να προβλεφθούν και οι πιθανές μελλοντικές χρήσεις του θαλάσσιου χώρου. Π.χ., σήμερα στον τομέα των ιχθυοκαλλιεργειών υπάρχει η τάση αυτές να απομακρυνθούν από την ακτή και να μετακινηθούν offshore. Έτσι, ενώ στην τωρινή κατάσταση οι ιχθυοκαλλιέργειες δεν αποτελούν, σε γενικές γραμμές, συγκρουόμενη χρήση σε σχέση με τα ΘΑΠ, στο μέλλον κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί.
Τι ορίζοντα ζωής έχουν τα έργα;
Ένας τυπικός ορίζοντας ζωής των έργων αυτών είναι τα 20-25 χρόνια.
Ποιό θα είναι το μέγεθος των ελληνικών ανεμογεννητριών; Τι θα αποδίδουν ενεργειακά μιλώντας;
Αυτό είναι μια δύσκολη ερώτηση, καθώς η απάντησή της εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως π.χ., το διαθέσιμο αιολικό δυναμικό της περιοχής, ο τύπος και ο μέγιστος επιτρεπόμενος αριθμός Α/Γ και οι αποστάσεις μεταξύ τους, η συνολική εγκατεστημένη ισχύς του ΘΑΠ, κ.λπ. Αν επιτρέπεται να κάνω μια πρόβλεψη θα έλεγα ότι θα δούμε ανεμογεννήτριες με ύψος πυλώνα από 80-120 μέτρα (κατά μέγιστο), ισχύ πάνω από 5-7 MW (πιθανόν και κοντά στα 15 MW). Να σημειωθεί ότι οι Α/Γ δεν λειτουργούν σε όλο το εύρος των ταχυτήτων ανέμου και έτσι δεν περιμένει κανείς συνεχή λειτουργία καθ’ όλο το έτος (πλην φυσικά των διαστημάτων συντήρησης/βλαβών/επισκευών).
Σύμφωνα πάντως με τον πρωθυπουργό, ο στόχος είναι 2 GW εγκατεστημένης ισχύος από θαλάσσια αιολική ενέργεια μέχρι το 2030, κάτι που μεταφράζεται σε επενδύσεις 6 δις ευρώ. Ο στόχος αυτός είναι εφικτός, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα κάνουν σωστά, γρήγορα και αποτελεσματικά τη δουλειά τους. Αυτό που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι θα υπάρξει σημαντικότατη ανάπτυξη μιας αλυσίδας αξιών στην οποία θα συμμετέχουν (πέρα από τις εταιρείες του κλάδου), λιμάνια, μεταφορές, ναυπηγεία, βιομηχανίες καλωδίων κ.λπ. Επιπλέον πιστεύω ότι θα υπάρξει και μια έκρηξη στην αγορά εργασίας, ενώ επιστήμονες/μηχανικοί με εμπειρία στο θέμα της θαλάσσιας αιολικής ενέργειας θα είναι περιζήτητοι.
Φαίνεται πάντως πως οι ενδιαφερόμενες εταιρείες διατυπώνουν κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με ορισμένα σημεία του νομοσχεδίου
Οι αντιρρήσεις από τις εταιρείες του κλάδου εστιάζονται σε δύο κυρίως σημεία. Το πρώτο αφορά μια μάλλον χρονοβόρα και σε διαδοχικές φάσεις διαδικασία περιβαλλοντικών και στρατηγικών μελετών καθώς αυτές θα γίνουν από το κράτος. Θα μπορούσαν οι μελέτες αυτές να γίνονται απευθείας (μία και συνολική μελέτη) και όχι διαδοχικά.
Το πολύ σοβαρό θέμα πάντως είναι ότι ο θαλάσσιος χώρος παρουσιάζει σημαντικές ιδιαιτερότητες, ενώ η παρακολούθηση της περιβαλλοντικής του κατάστασης είναι μια σαφώς δαπανηρή διαδικασία που απαιτεί εξειδικευμένο εξοπλισμό και υποδομές και φυσικά, το απαραίτητο know-how.
Το δεύτερο σημείο αφορά στη μη-αποκλειστικότητα στις περιοχές εγκατάστασης ΘΑΠ πριν ολοκληρωθεί ο διαγωνισμός. Δεν θα ήθελα όμως να σχολιάσω αυτό το θέμα καθώς αφορά την ίδια την αγορά και τους επενδυτές. Θα πρέπει όμως να αναγνωρίσει κάποιος ότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει όντως ένα ρίσκο από την πλευρά του επενδυτή. Σε κάθε πάντως περίπτωση, το τελικό νομοσχέδιο θα είναι ένας πολύ θετικός καταλύτης για τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης του χώρου.
Πόσο τεχνικά δύσκολα είναι αυτά τα έργα;
Για να έχουμε μια πολύ αδρή εικόνα της κατάστασης αναφέρουμε τα εξής: Υπάρχουν δύο πολύ γενικοί τύποι Α/Γ στη θάλασσα ανάλογα με τον τύπο της εγκατάστασης. Στα ρηχά νερά (με βάθος μέχρι 30-40 μέτρα) χρησιμοποιούμε κατασκευές monopile, θεμελίωση δηλαδή του πυλώνα της Α/Γ κατευθείαν στον βυθό. Αυτή η τεχνολογία είναι πολύ καλά γνωστή εδώ και πάρα πολλά χρόνια και δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες τεχνικές δυσκολίες. Έχει όμως το πρόβλημα της δημιουργίας έντονου θορύβου κατά τη διάρκεια των εργασιών λόγω της ανάγκης διάτρησης του πυθμένα σε αρκετό βάθος (για τη θεμελίωση) μέσω της χρήσης τρυπανιών.
Ο δεύτερος τρόπος εγκατάστασης αφορά πλωτές Α/Γ (για βάθη από 40-300 μέτρα) και όπου υπάρχουν αρκετές διαφορετικές τεχνολογίες. Σε αυτήν την περίπτωση αποφεύγεται η δημιουργία υποθαλάσσιου θορύβου αφού η στερέωση της Α/Γ γίνεται μέσω ενός συστήματος αγκυρώσεως. Η τεχνολογία αυτή είναι λιγότερο ώριμη από την προηγούμενη δεδομένου ότι δεν έχει ακόμα χρησιμοποιηθεί ευρέως, αλλά έχει σαφέστατα μικρότερες περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Προς το παρόν η τεχνογνωσία αυτή είναι διαθέσιμη από ορισμένες μεγάλες εταιρείες σε χώρες του εξωτερικού (π.χ., Γαλλία, Ισπανία, Νορβηγία, κ.λπ.), αλλά δεν συντρέχει κανένας σοβαρός λόγος που να μην μπορούσε να αναπτυχθεί και από ελληνικές εταιρείες με σχετική εμπειρία σε θαλάσσια έργα.
Υπάρχουν αρνητικά στοιχεία στην εγκατάσταση τους;
Αυτό είναι μια δύσκολη ερώτηση. Γίνεται εδώ και πολλά χρόνια μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με τις ενδεχόμενες περιβαλλοντικές επιπτώσεις των θαλάσσιων ανεμογεννητριών. Οι επιπτώσεις αυτές αναφέρονται στις τρεις βασικές φάσεις ενός θαλάσσιου αιολικού πάρκου, δηλαδή την κατασκευή, τη λειτουργία και την απόσυρσή του στο τέλος της προβλεπόμενης διάρκειας ζωής. Ορισμένα βέβαια συμπεράσματα με βάση τη διεθνή εμπειρία και επιστημονική βιβλιογραφία είναι τα ακόλουθα:
α) Στις θεμελιωμένες Α/Γ (monopile) ο θόρυβος από τα γεωτρύπανα κατά τη διάρκεια της κατασκευής απομακρύνει αρκετά θαλάσσια είδη (θαλάσσια θηλαστικά κ.λπ. που είναι ευαίσθητα στον θόρυβο) από την περιοχή, ενώ η διατάραξη του πυθμένα επιδρά και σε άλλους μικροοργανισμούς. Έχει όμως παρατηρηθεί το φαινόμενο μετά τη λήξη των έργων κατασκευής και την έναρξη λειτουργίας του πάρκου, τα είδη αυτά να επανέρχονται στην περιοχή. Τέτοιο πρόβλημα δεν υφίσταται για τις πλωτές Α/Γ.
β) Σε ό,τι αφορά τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που αναπτύσσονται γύρω από τους υποθαλάσσιους αγωγούς μεταφοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στην ξηρά, φαίνεται ότι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις είναι πάρα πολύ μικρές.
γ) Ένα ενδεχομένως σοβαρότερο πρόβλημα από την λειτουργία των Α/Γ αφορά στην ορνιθοπανίδα και κυρίως τα θαλασσοπούλια και τα μεταναστευτικά πτηνά. Υπάρχουν σήμερα αρκετά μέσα μείωσης αυτού του ενδεχόμενου κινδύνου που χρησιμοποιούνται και στα χερσαία αιολικά πάρκα.
δ) Από την άλλη, η κατασκευή ενός θαλάσσιου αιολικού πάρκου μπορεί να έχει θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ειδικότερα, ένας ειδικός σχεδιασμός της θεμελίωσης μιας Α/Γ μπορεί να μιμηθεί ένα τεχνητό ύφαλο και κατά συνέπεια να αποτελέσει πόλο έλξης ψαριών στην περιοχή του πάρκου.
Σε κάθε περίπτωση, ο καλύτερος τρόπος μείωσης/εξάλειψης των πιθανών περιβαλλοντικών επιπτώσεων είναι και πάλι η ορθή επιλογή της θέσης εγκατάστασης, και βέβαια οι πολύ αναλυτικές και επιστημονικά τεκμηριωμένες μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει (και είναι μια άποψη που προσωπικά την συμμερίζομαι απόλυτα) ότι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας της περιβαλλοντικά ορθής λειτουργίας ενός θαλάσσιου αιολικού πάρκου είναι η συνεχής περιβαλλοντική παρακολούθηση της περιοχής εγκατάστασης/λειτουργίας, έτσι ώστε αφενός να εμπλουτιστεί η υπάρχουσα γνώση σε σχέση με τις πιθανές επιπτώσεις και αφετέρου να δίνεται η δυνατότητα (όπου και όταν αυτό απαιτείται) πρόσθετων μέτρων πρόληψης και προστασίας. Χώρα-υπόδειγμα σε αυτόν τον τομέα είναι η Δανία.
Είναι πολλές οι ακατάλληλες θέσεις λόγω περιβαλλοντικών, αρχαιολογικών και άλλων ζητημάτων;
Αυτό είναι ένα σημείο που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, διότι ναι μεν σε εθνικό επίπεδο υπάρχει γνώση και καταγραφή των περιοχών αυτών, αλλά ουδείς γνωρίζει εκ των προτέρων τι θα αποδώσει η επιτόπια περιβαλλοντική μελέτη και παρακολούθηση σε μια περιοχή. Από την άλλη, οι γνωστές θέσεις με υποθαλάσσιες αρχαιότητες είναι μάλλον ήσσονος σημασίας δεδομένου ότι οι αντίστοιχες περιοχές δεν παρουσιάζουν ως επί το πλείστον ενεργειακό ενδιαφέρον. Εν τούτοις, στα πλαίσια των επιτόπιων μελετών θα πρέπει όντως να αποδειχθεί με πολύ πειστικό τρόπο ότι δεν υπάρχουν στην περιοχή υποθαλάσσιες αρχαιότητες.
Συνολικά μιλώντας, ο σχεδιασμός ενός ΘΑΠ είναι ένα πολύπλοκο τεχνικό εγχείρημα που ενέχει και οικονομικό ρίσκο. Αναφέρω π.χ., ότι στο εξωτερικό, πέρα από όλα τα άλλα, γίνονται και ειδικές και κοστοβόρες μελέτες για την ενδεχόμενη ύπαρξη και στη συνέχεια απομάκρυνση πυρομαχικών από τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο κ.ο.κ.
Κάνετε λόγο για το σημαντικό παράγοντα των τοπικών κοινωνιών στη δημιουργία των αιολικών πάρκων
Η ελληνική εμπειρία από τα χερσαία αιολικά πάρκα έχει δείξει ότι οι τοπικές κοινωνίες παίζουν σημαντικό ρόλο σε τέτοιες αποφάσεις. Το ίδιο έχει δείξει και η εμπειρία από θαλάσσια αιολικά πάρκα σε χώρες της ΕΕ. Κατά τη γνώμη μου, θα υπάρξουν αντιδράσεις από διαφορετικές ομάδες stakeholders που έχουν ως πεδίο δραστηριοτήτων τους τον παράκτιο χώρο, με βάση και το διεθνώς γνωστό φαινόμενο NIMBY (not-in-my-backyard). Προφανώς βέβαια το όλο θέμα αφορά τους ίδιους τους επενδυτές και τις τοπικές κοινωνίες.
Απαιτείται διαφάνεια στην όλη διαδικασία και τις διαπραγματεύσεις, να αναφέρονται με σαφήνεια εκ μέρους των επενδυτών τα πλεονεκτήματα, τα ενδεχόμενα μειονεκτήματα, καθώς και τα ανταποδοτικά οφέλη μιας τέτοιας επένδυσης και γενικά οι τοπικές κοινωνίες να νιώθουν ότι συμμετέχουν και αυτές στο όλο εγχείρημα και ότι η γνώμη τους μετράει και λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα στο εξωτερικό και τι μας δείχνουν;
Ναι, υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα. Ένα, ίσως από πιο χαρακτηριστικά, είναι αυτό που αφορά ένα θαλάσσιο αιολικό πάρκο στη Μ. Βρετανία, όπου συνέβη το εξής: κατά τη διάρκεια κατασκευής απαγορεύτηκε (εύλογα) η αλιεία μέσα στο χώρο του πάρκου. Όταν αυτό ολοκληρώθηκε και ξεκίνησε η λειτουργία του, η εταιρεία αποζημίωσε τους αλιείς της περιοχής, αντικατέστησε με δικά της έξοδα τα αλιευτικά εργαλεία με άλλα καταλληλότερα για τις νέες συνθήκες και τους επέτρεψε να ψαρεύουν (κατ’ αποκλειστικότητα) μέσα στο πάρκο. Μια καθαρή κατάσταση win-win και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα δούμε αντίστοιχες τέτοιες καταστάσεις και στην Ελλάδα, αλλά το εύχομαι.
Τέλος, πόσο απαραίτητη είναι η συνεργασία με τις περιβαλλοντικές οργανώσεις στη διαδικασία δημιουργίας θαλάσσιων πάρκων;
Είναι απαραίτητη από πολλές απόψεις. Αναφέρομαι βέβαια σε οργανώσεις που έχουν σαφή και εμπεριστατωμένη άποψη για τις περιβαλλοντικές συνθήκες της εξεταζόμενης περιοχής και γνωρίζουν επίσης καλά και σε βάθος το θέμα της θαλάσσιας αιολικής ενέργειας. Το ΕΛΚΕΘΕ είναι ο κατ’ εξοχήν κρατικός φορέας που ασχολείται με τη θαλάσσια έρευνα κι έτσι μπορεί να συνδράμει και να καλύψει πολλές αν όχι όλες από τις περιβαλλοντικές συνιστώσες του προβλήματος. Με την Ορνιθολογική Εταιρεία επίσης είχαμε και έχουμε μια πολύ καλή συνεργασία τα τελευταία χρόνια σε θέματα που σχετίζονται με τα θαλάσσια αιολικά πάρκα και σίγουρα η εμπειρία της θα βοηθήσει ιδιαίτερα στα θέματα σχετικά με την ορνιθοπανίδα των περιοχών εγκατάστασης των ανεμογεννητριών.
(της Δήμητρας Τριανταφύλλου, Καθημερινή)